Η Υπαπαντή, που συνήθως γιορτάζεται στην περίοδο της εντατικής προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή, φέτος συμβαίνει να μην συνδέεται με το Τριώδιο, γεγονός που μας δίνει ίσως μια ιδιαίτερη ευκαιρία να επικεντρωθούμε στη συγκεκριμένη γιορτή, να μπούμε όσο το δυνατόν περισσότερο βαθιά στο νόημά της.
Η γιορτή της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο
Η Υπαπαντή του Κυρίου Καλό θα ήταν, πρώτα απ' όλα, να θυμηθούμε τη στενή σχέση μεταξύ Υπαπαντής και του κύκλου των Χριστουγέννων. Σαν να φαίνεται ότι τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια έμειναν πίσω, αλλά στην πραγματικότητα η Υπαπαντή είναι και αυτή Θεοφάνεια, γιορτή της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο. Και η σαρανταήμερη περίοδος που ξεκινάει τα Χριστούγεννα είναι ένας εορταστικός κύκλος που κλείνει πανηγυρικά με την Υπαπαντή, δηλαδή τη Συνάντηση.
Και όπως ακριβώς η γιορτή των Χριστουγέννων συνδέεται στενά με τη Θεία Ευχαριστία (στα Προεόρτια ένας από τους κανόνες δομείται κατ' αναλογία προς τον κανόνα της Μεγάλης Πέμπτης), έτσι και στα λειτουργικά κείμενα της Υπαπαντής αναδεικνύεται έντονα η σχέση μεταξύ του γέροντα Συμεών και των κοινωνούντων των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα έντονη στον κανόνα που διαβάζεται την ημέρα των προεορτίων.
Στην Ακολουθία της Μεταλήψεως, όπως και στα τροπάρια των προεορτίων, γίνεται λόγος για απόλαυση, αγαλλίαση και χαρά. Είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτά γίνεται περισσότερο λόγος για τη χαρά κατά την ημέρα των προεορτίων παρά ανήμερα της γιορτής. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το πόσο βαθιά και με πόση πληρότητα η χαρά της γιορτής θα εισέλθει στην καρδιά μας εξαρτάται από το πόσο βαθιά, πόσο συνειδητά και με πόση συγκέντρωση προετοιμαζόμαστε για τη γιορτή, και τελικά για τη Συνάντηση με τον Χριστό (και αυτό δεν αφορά μόνο την Υπαπαντή).
Ο Επίσκοπος Αρσένιος (Ζαντανόφσκι) γράφει: «Υπάρχει σχέση μεταξύ της διάθεσης, της βίωσης των εορτών και της προετοιμασίας γι' αυτές: όσο πιο επιμελής και προσεκτική είναι η τελευταία, τόσο πιο πλήρης και ζωντανή είναι η χαρά της γιορτής».
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ενδιαφέρον. Η χαρά δεν είναι μόνο ένα δώρο που μας προσφέρει ο Θεός, αλλά είναι και το δικό μας ανταποδοτικό δώρο προς τον Θεό. Σε έναν από τους κανόνες της περιόδου του Πάσχα διαβάζουμε τα υπέροχα λόγια:
«Οἱ θεῖοι Μαθηταὶ κατιδόντες ἐκ τάφου, τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, ἐγηγερμένον Χριστὸν πόθῳ πολλῷ, καὶ γνώμῃ εὐθεῖ, καὶ θυμηδίᾳ ψυχῆς προσεκύνουν».
Καταπληκτική σκέψη. Η πνευματική ευθυμία, η χαρά και η ευφροσύνη της καρδιάς είναι επίσης μια μορφή διακονίας και προσκύνησης του Θεού.
Η πνευματική ευθυμία, η χαρά και η ευφροσύνη της καρδιάς είναι επίσης μια μορφή διακονίας και προσκύνησης του Θεού
Αλλά όταν ανοίγουμε το κείμενο της ίδιας της γιορτής της Υπαπαντής, βρίσκουμε, ανάμεσα στα θαυμάσια όμορφα τροπάρια της Θ΄ ωδής του κανόνα, παράκληση προς τον Χριστό να μας χαρίσει δάκρυα για να κλαίμε την ψυχή μας.
Εκ πρώτης όψεως, είναι απροσδόκητο. Την παραμονή λέγονται τόσα πολλά για τη χαρά, και εδώ, στην κορύφωση της γιορτής, ξαφνικά έχουμε δάκρυα. Στην πραγματικότητα, εδώ εκδηλώνεται πολύ έντονα η «σωτηρία η οποία συντελείται ανάμεσα στο φόβο και στην ελπίδα», συνδυασμός αγαλλίασης εν Κυρίω και συντριβής για την αναξιότητά μας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για νηφάλια ορθόδοξη πρακτική που δεν επιτρέπει να «πετάξει» κανείς στον ουρανό με φτερά που έχουν οι μάταια επινοημένες ψευτοπνευματικές εκστάσεις, ούτε να πέσει κανείς στην άβυσσο της ολέθριας ψυχρότητας, του τύπου «τι να περιμένετε από μένα», και της απελπισίας.
Ο καρπός ενός τέτοιου συνδυασμού γίνεται, σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Φιλάρετου, «θλίψη, αλλά γλυκιά θλίψη, χαρά, αλλά αψευδής χαρά».
Το μεγαλείο του δώρου και η δική μας αναισθησία
Λοιπόν, Θεοφάνεια, ο Θεός φανερώνεται στον κόσμο, ο Θεός έρχεται – ήρθε – προς τον άνθρωπο.
Αυτή την είδηση ο Συμεών θα την πάρει μαζί του, έτσι ώστε, όταν συναντήσει στην άλλη πλευρά της ύπαρξης τους αρχαίους μεγάλους προφήτες, να μπορεί να τους πει: «Αυτόν, τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, Τον κρατούσα στην αγκαλιά μου».
Μεγάλη είναι η δόξα του Συμεών. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο συγκλονισμένοι ήταν, στο άκουσμα των λόγων του, τόσο ο Ηλίας, ο οποίος άκουσε τον Θεό μόνο σε «φωνή αύρας λεπτής», όσο και ο Μωυσής, ο οποίος είδε μόνο τα οπίσθιά Του.
«…πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν» (Λκ.10, 24).
Αν, όμως, τύχαινε οι προφήτες να μπουν σε ναό στις μέρες μας, δεν θα είχαν συγκλονιστεί το ίδιο, ή και περισσότερο; Ο προφήτης δεν μπορούσε να κοιτάξει τον Θεό, εμείς όμως ενωνόμαστε με Αυτόν.
Ας προσπαθήσουμε πάλι να φανταστούμε τον Ηλία και τον Μωυσή να στέκονται δίπλα στο ιερό, αόρατοι από όλους, και να βλέπουν ανθρώπους, συνηθισμένους και καθόλου αγίους, να πλησιάζουν το Μυστηριακό Ποτήριο και να δέχονται τον Όντα εντός τους.
Αντιλαμβανόμαστε όμως πλήρως τι μας συμβαίνει; Αμφίβολο.
Ας προσπαθήσουμε έστω για μια στιγμή να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας μέσα από τα μάτια των μεγάλων αρχαίων αγίων. Νομίζω ότι θα έμεναν κατάπληκτοι, όχι τόσο από το μεγαλείο του δώρου του Θεού όσο από την απέραντη αναισθησία μας.
Αν ο Θεός έδινε εντολή στον άνθρωπο για να Του ζητήσει οποιοδήποτε αγαθό, λέει ο Χρυσόστομος, θα τολμούσε άραγε ο άνθρωπος έστω να σκεφτεί τη Θεία Ευχαριστία;
Αν ο Θεός έδινε εντολή στον άνθρωπο για να Του ζητήσει οποιοδήποτε, το πιο ψηλό αγαθό, λέει ο Χρυσόστομος, θα τολμούσε άραγε από μόνος του ο άνθρωπος έστω να σκεφτεί τη Θεία Ευχαριστία;
Μας έχει εμπιστευτεί θαυμαστό θησαυρό, κολοσσιαίο πλούτο. Και εμείς; Τι απαντάμε;
Ταλαντευόμαστε, απελπιζόμαστε, αφαιρούμαστε και διασκεδάζουμε, απογοητευόμαστε, χανόμαστε και χάνουμε.
Αντί για θαυμαστή, θριαμβευτική δοξολογία (παρόμοια με τη νυχτερινή λειτουργία του Πάσχα, αλλά και κάθε λειτουργία δεν είναι κατά βάση πασχαλινή, δεν θα έπρεπε η ίδια η ζωή μας στην καθημερινότητά της να λάμπει με το φως της Ανάστασης;), με το ζόρι ανοίγουμε τα χείλη μας για να ξεστομίσουμε: «Ε, εντάξει, εντάξει, δόξα τω Θεώ».
Και έτσι περνάει ο καιρός, και έτσι φεύγει η ζωή.
Ο Θεός εμπιστεύεται τον Εαυτό Του σε μας
Και το τελευταίο, στο οποίο θα ήθελα να επικεντρωθώ. Ο Θεός έρχεται και φανερώνεται στον άνθρωπο, ο Θεός παραδίδει τον Εαυτό Του στον άνθρωπο. Κυριολεκτικά.
Αυτή η διάθεση του Θεού να μας εμπιστεύεται τον Εαυτό Του, η προθυμία Του να δίνει τον Εαυτό Του, διαπερνά στην πραγματικότητα όχι μόνο την Ευαγγελική ιστορία, αλλά και την προσωπική μας σχέση μαζί Του.
Ξανά και ξανά ο Θεός μάς εμπιστεύεται τον εαυτό Του, εισερχόμενος στις καρδιές μας με το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Και στη συνέχεια εναπόκειται σε εμάς μόνο, τι θα κάνουμε μαζί Του.
Είναι στο χέρι μας να διατηρήσουμε την ειρήνη Του μέσα μας. Με πίστη, πιστότητα και αγάπη να διαφυλάξουμε τη Συνάντησή μας μαζί Του.
Όπως και στο χέρι μας είναι να την προδώσουμε. Δεν έχει σημασία αν συμβεί αμέσως μετά την έξοδο από το ναό ή μια ώρα, δύο ώρες, μισή μέρα αργότερα.
Κάτι όμως θα μας δελεάσει και θα τρέξουμε να φύγουμε, ανοίγοντας την αγκαλιά μας, λύνοντας τα χέρια μας.
Και στην επόμενη Εξομολόγηση θα φέρουμε την άδεια – πάλι – ψυχή μας.
Και την καρδιά μας που θυμάται την παρουσία του Ζωντανού Θεού, όπως τα χέρια αναπολούν την ζεστασιά της παιδικής αγκαλιάς.
***
Ο Ευαγγελιστής δεν μας λέει αν η Άννα με τη σειρά της πήρε το Βρέφος από τα χέρια του Συμεών, ούτε καν περιγράφει πώς ο Συμεών Το έδωσε στη Μητέρα Του.
Και υπάρχει πιθανώς ένα μυστηριώδες νόημα σε αυτό. Ο Συμεών παραμένει στις σελίδες του Ευαγγελίου με το Βρέφος στην αγκαλιά του, λες και δεν Το αφήνει να φύγει, δεν Το αποχωρίζεται.
Έχοντας συναντήσει τον Θεό, ο Συμεών δεν Τον χάνει πλέον.
Σε ένα από τα τροπάρια της Υπαπαντής ψάλλεται: «Ἰσχύσατε χεῖρες Συμεών, τῷ γήρᾳ ἀνειμέναι»
Βέβαια, εμείς θα έπρεπε να αναφωνήσουμε: «Ἰσχύσατε χεῖρες τῆς ψυχῆς μοὺ, τῷ πάθει ἀνειμέναι»
Ας κρατήσουμε τον Χριστό!