«Για μεγάλο χρονικό διάστημα κρατούσα αρκετά αντίτυπα κάτω από το εξομολογητικό αναλόγιο και πρότεινα στους ανθρώπους να πάρουν το βιβλίο... Κάποιοι με ευχαριστούσαν, άλλοι δυσανασχετούσαν». Ο ιερέας Ιωάννης Περεβέζεντσεβ, κληρικός του Ιερού Ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος της πόλης Ρίμπινσκ, διηγείται πώς ένα αγαπημένο του βιβλίο άλλαξε την κοσμοθεωρία και την πορεία της ζωής του.
Πώς ένας γιατρός να θεραπεύσει ασθενή, αν ο ίδιος ο γιατρός είναι πολύ πιο άρρωστος;
Το αγαπημένο μου βιβλίο δεν είναι καθόλου ιατρική εγκυκλοπαίδεια, αν και περιστασιακά προσφέρω συμβουλευτική ως γιατρός. Ακόμη και το Ευαγγέλιο έγινε, πολύ αργότερα, ένα τέτοιο βιβλίο. Ο Κύριος με άγγιξε, όταν έπεσε τυχαία στα χέρια μου μια μπροσούρα.
Εκείνη την εποχή σπούδαζα στην Ιατρική Σχολή. Είχα βαπτιστεί, αλλά δεν φορούσα σταυρό. Ο βαπτιστικός μου σταυρός ήταν κρεμασμένος κάπου στο σπίτι με μια κλωστή. Τότε εγώ, νέος και μοντέρνος, αγόρασα έναν καινούργιο, μεγάλο ασημένιο σταυρό. Πήγα στην εκκλησία για να μου τον διαβάσουν. Χάζευα σε ένα ράφι με βιβλία. Βλέπω ένα βιβλιαράκι της σειράς «Το αλφαβητάρι της Ορθοδοξίας». Ήταν φτηνή έκδοση σε κακό χαρτί και ήταν έργο του Μεγαλόσχημου Ηγουμένου Σάββα (Οσταπένκο). Το βιβλίο του είχε τίτλο «Οι καρποί της αληθινής μετάνοιας». Δεν μπορούσα να σταματήσω να το διαβάζω.
Όλα στη ζωή μου είχαν τη σειρά τους. Σπούδαζα, δούλευα σε νοσοκομείο, αλλά από τη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι η ζωή διαφέρει από αυτή που προβάλλεται στην τηλεόραση. Ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σώμα. Υπάρχει κάτι κρυμμένο μέσα του που δεν μπορεί να το δει ή να το ακούσει κανείς με τα μάτια ή τα αυτιά. Η συνειδητοποίηση ότι η μέχρι τότε κοσμοθεωρία μου ήταν λαθεμένη άρχισε να με κινεί προς τον Θεό.
Τότε ήταν που ο Κύριος μου έστειλε έναν άνθρωπο, ο οποίος με ρώτησε: «Είναι καλό που είσαι μελλοντικός γιατρός. Έχω όμως μια ερώτηση για σένα: Πώς μπορεί ένας γιατρός να θεραπεύει ασθενή, όταν ο γιατρός είναι πολύ πιο άρρωστος από αυτόν που θεραπεύει;»
Και εγώ ο ίδιος έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι η ασθένεια δεν κρύβεται στο σώμα. Ξεκινά από μέσα. Και όταν κάποιος δεν τα καταφέρνει «εκεί μέσα», η «ασθένεια» εκδηλώνεται προς τα έξω. Για παράδειγμα, το έλκος. Δεν προκύπτει από μόνο του στο στομάχι. Μπορούμε να τρώμε πιο λιγοστό, ακατάλληλο, από άποψη διαιτολογίας, φαγητό, αλλά το στομάχι μας δεν θα υποφέρει, αν έχουμε ήρεμη, ειρηνική και ιλαρή διάθεση. Μπορεί όμως, αντίθετα, να τρώμε στα καλύτερα εστιατόρια, βραβευμένα με αστέρια Michelin, να καταναλώνουμε εκλεκτά φαγητά, να πίνουμε ακριβά ποτά, και παράλληλα να κατακρίνουμε, να ζηλεύουμε, να εκνευριζόμαστε, να θυμώνουμε. Και ολόκληρη η βλεννογόνος μεμβράνη του στομάχου μας θα είναι γεμάτη τρύπες και το σώμα μας θα βασανίζεται από πόνους.
Άργησα να αντικαταστήσω την ιατρική μου ποδιά με το ράσο
Συγκινήθηκα από την ποίηση του Ηγουμένου Σάββα. Ειδικά από το «Όραμα του Αποστόλου Παύλου». Σε αυτό το ποίημα τα στοιχεία της φύσης ζητούν την άδεια από τον Θεό να θέσει τέρμα στις ανθρώπινες ανομίες και στην ίδια την ανθρωπότητα, που μολύνει τον κόσμο με την αμαρτία. Αλλά κάθε φορά ο Κύριος απαντά στα ερωτήματα της φωτιάς, του νερού και του αέρα ότι δεν είναι ακόμη καιρός και περιμένει τη μετάνοια.
Με μια πολύ προσιτή γλώσσα, ο μεγαλόσχημος ηγούμενος συλλογίζεται για ποιο λόγο έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, ποιος είναι ο προορισμός του, ποια μορφή μπορεί να έχει η μετάνοια. Το άφησα να περάσει από μέσα μου και σύντομα άνοιξα το Ευαγγέλιο. Κατάλαβα ότι ο Κύριος περιμένει από μένα να μετανοήσω ειλικρινά για τα ψεύδη, στα οποία εξακολουθούσα να παραμένω. Είναι έτοιμος να με βοηθήσει να εκπληρωθώ, να τελειοποιηθώ. Από μένα το μόνο που απαιτείται είναι να μην αμφιβάλλω ότι είναι ο στοργικός Ουράνιος Πατέρας που με κρατάει από το χέρι. Να μην αποσύρω το χέρι μου, να ακούω τα βήματά Του, να κινούμαι προς την κατεύθυνση που Εκείνος οδηγεί – αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να κάνω.
Αν ο γιατρός αντιμετωπίζει τον ασθενή μόνο ως σώμα που πρέπει να θεραπεύει, αν ξεχνά ότι πίσω από το βιολογικό αντικείμενο που ήρθε με το πρόβλημα, κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο από ένα σωματικό κέλυφος, τότε αυτό είναι καταστροφή, τότε ο γιατρός είναι «τελειωμένος».
Μοιάζει περισσότερο με υδραυλικό που επιδιορθώνει βλάβες ή με μηχανικό αυτοκινήτων που αντικαθιστά σπασμένα εξαρτήματα. Άλλωστε, ο άνθρωπος για μένα ήταν και είναι πολύ περισσότερο από την ασθένειά του.
Άρχισα να παρατηρώ, όμως, ότι πίσω από τη βιασύνη και πολυπραγμοσύνη, τη φροντίδα ότι πρέπει να γράψεις συνταγή ή παραπεμπτικό για εξέταση, χάνεις πραγματικά τον άνθρωπο. Ίσως στο γιατρό ενεργοποιείται αμυντικός μηχανισμός, όταν η συμπόνια του πρέπει να παραμεριστεί για χάρη του καλού που πρέπει να γίνει άμεσα. Συνειδητοποίησα για τον εαυτό μου ότι ένας πραγματικός γιατρός καλείται να θεραπεύσει το σωματικό και το πνευματικό στην πληρότητά του. Έτσι, άρχισε η αναγέννηση της κοσμοθεωρίας μου. Το βιβλίο ήταν η αρχή για να αντιλαμβάνομαι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου όχι μέσα από το πρίσμα αυτού του κόσμου στον οποίο ζούμε, αλλά μέσα από το πρίσμα του τι θα μας συμβεί όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο.
Το βιβλίο μού καρφώθηκε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασα αρκετές φορές. Δεν αποφάσισα αμέσως να αντικαταστήσω την ιατρική μου ποδιά με ράσο, αλλά όταν το έκανα, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να μοιραστώ το βιβλίο με όσους κινούνταν στο δρόμο της πνευματικής ανάπτυξης, όπως και εγώ.
Κάποιοι έρχονταν να με ευχαριστήσουν, ενώ άλλοι δυσανασχετούσαν
Εκείνη την εποχή σταμάτησαν να εκτυπώνουν το συγκεκριμένο βιβλιαράκι. Με τον ίδιο τίτλο και συγγραφέα, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο εκδίδονταν άλλα έργα του Ηγουμένου Σάββα. Τότε, με την ευλογία του Σεβασμιώτατου και με την άδεια του καθηγούμενου της Λαύρας των Σπηλαίων του Πσκοφ, την επανεκδώσαμε στο Ρίμπινσκ. Το τιράζ ήταν αρκετά μεγάλο – 40 χιλιάδες αντίτυπα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα φύλαγα αρκετά αντίτυπα κάτω από το εξομολογητικό αναλόγιο και τα πρόσφερα στον κόσμο. Τους έλεγα ότι αν δεν μπορέσουν να το τελειώσουν, μπορούσαν να το επιστρέψουν, και ότι αν μιλούσε στην καρδιά τους, μπορούσαν να το κρατήσουν ή να το δώσουν σε κάποιον άλλον. Κάποιοι άνθρωποι έρχονταν μετά για να με ευχαριστήσουν, ενώ άλλοι δυσανασχετούσαν: «Μα πώς μπορεί κανείς να ζει με τέτοιες αρχές;».
Και πράγματι, αυτό φαίνεται αδύνατο: να εφαρμόζουμε στη ζωή όλη την πληρότητα της ευαγγελικής τελειότητας, στην οποία μας καλεί ο Χριστός.
Πώς μπορείς, όταν έχεις μόνο δύο ρούχα, να κρατήσεις μόνο το ένα για τον εαυτό σου; Πώς να μην φροντίζεις για τίποτα όταν ξεκινάς ένα ταξίδι: να μην μαζεύεις χαλκό στην τσέπη σου ούτε φαγητό για ώρα ανάγκης; Πώς μπορείς να παραδώσεις τον εαυτό σου στα χέρια των συκοφαντών και των φθονερών; Πώς να σιωπάς και να μην ανταποδίδεις, όταν σε χτυπούν στο ένα μάγουλο, και μάλιστα να γυρίζεις και το άλλο; Ναι, δεν είναι εύκολο.
Γνωρίζουμε όμως ότι οι άγιοι έγιναν άγιοι όχι τη στιγμή που αντιλαμβάνονταν την αλήθεια του Ευαγγελίου ως αλήθεια, αλλά όταν με την ίδια τους τη ζωή την ενσάρκωναν στα λόγια και στις πράξεις τους. Τότε που ξεκινούσαν με κάτι απλό: με σωματική εγκράτεια και περιορισμό της τροφής. Τότε που παρέμεναν αφοσιωμένοι στην αδιάλειπτη προσευχή. Όταν η ανθρώπινη καρδιά αναζητά το ύψος του αγώνα, αρχίζει να κινείται στο δρόμο της ομοιότητας με τον Θεό.
Για τους περισσότερους Ορθόδοξους Χριστιανούς, όλοι αυτοί οι μοναχικοί αγώνες φαντάζουν ως κάτι απίστευτα δύσκολο. Όμως, ο μοναχός δεν διαφέρει πολύ από τον λαϊκό. Εκτός από το γεγονός που δίνει υποσχέσεις ενώπιον του Θεού, ότι θα είναι ακτήμων, θα παραμείνει εν υπακοή, θα απέχει από το γάμο. Σε όλα τα υπόλοιπα, η αλήθεια του Ευαγγελίου ισχύει και για τον λαϊκό όπως ακριβώς ισχύει και για τον μοναχό. Μπορούμε να ζούμε στον κόσμο όπως σε μοναστήρι – στην υπακοή, στην καλοσύνη και στην ακακία – όπως μπορούμε να ζούμε σε μοναστήρι και να κοιτάζουμε έξω από τον φράχτη και να αντιμιλάμε στους πάντες. Είναι δύσκολο να ακολουθούμε τις εντολές. Όχι, όμως, επειδή ο Θεός δεν είναι έτοιμος να δίνει δυνάμεις στον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος εσωτερικά δεν είναι έτοιμος να αντέχει στις δυσκολίες.