«...Αγαπητά μου μωράκια, δόξα τω Θεώ, κοινωνήσατε: ως μία ψυχή, όλοι σταθήκατε ενώπιον του Σωτήρος. Πιστεύω ότι ο Σωτήρας σε αυτή τη γη ήταν μαζί σας και στην Εσχάτη Κρίση, αυτή η προσευχή, θα εμφανιστεί ξανά ενώπιον του Θεού ως έλεος του ενός εις τον άλλο και προς εμένα. Ω, πώς θα καταστείτε τέλειοι εν σωτηρία. Βλέπω ήδη μια καλή αρχή. Μόνο μην απωλέσετε την ψυχή σας και μην αποδυναμώσετε τις λαμπρές σας προθέσεις και ο Κύριος, που μας αποχωρίστηκε προσωρινά, θα μας ενισχύσει τώρα πνευματικά. Προσευχηθείτε για μένα, την αμαρτωλή, για να σταθώ άξια να επιστρέψω στα μωράκια μου και να καταστώ άξια τελειότητας για σας, ώστε κατόπιν να σκεφτούμε όλοι μαζί, πώς θα προετοιμαστούμε για την αιώνια ζωή»...
Η τελευταία επιστολή της Μεγάλης Πριγκίπισσας Ελισαβέτας
Φιόντοροβνα προς τις αδελφές του Ησυχαστηρίου «Μάρθα και Μαρία», το 1918.
Πορτρέτο της μεγάλης δούκισας Ελισάβετ. Ζον, Κάρλος Ρουδόλφ «..— Εδώ βρίσκεται ακόμη το Ησυχαστήριο «Μάρθα και Μαρία», είπε αυτή.
Εγώ γέλασα.
— «Πάλι για το ησυχαστήριο;»
— «Όχι, εγώ είμαι έτσι..».
Το Ησυχαστήριο της ελεημοσύνης «Μάρθα και Μαρία», αποτελεί μια από τις βασικές φιγούρες του διηγήματος «Καθαρά Δευτέρα» του Ι.Α. Μπούνιν και βρίσκεται ακόμα εκεί, στην οδό Μπαλσάγια Όρντινκα. Αλλά εκεί στον σημερινό μονόδρομο είναι δύσκολο να παρκάρει κάποιος. Ο σταθμός του μετρό Τρετιακόβσκαγια υπάρχει ένα «Μακ Ντόναλντς». Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η Κρατική Σχολή Τέχνης. Συχνά το ονομάζουν «κολλέγιο», αλλά η λέξη «σχολή» - προεπαναστατική, με ευγενή χρωματισμό - ακούγεται περισσότερο εκλεπτυσμένη οργανικά στην Μπαλσάγια Όρντινκα.
Ο αφηγητής της «Καθαράς Δευτέρας» έφτασε εδώ. Ήθελε να μπει στο ησυχαστήριο, αλλά ο επιστάτης «του έκλεισε το δρόμο», προειδοποιώντας τον, ότι «τώρα είναι εκεί η Μεγάλη πριγκίπισσα Ελισαβέτα Φιόντοροβνα»...Ο ήρωας έριξε ένα ρούβλι στον επιστάτη – εκείνος «αναστέναξε συντετριμμένος και παραμέρισε». Αλλά μόλις που ο αφηγητής «μπήκε στην αυλή, εμφανίστηκαν στην εκκλησία πιστοί υπηρέτες με εικόνες που κουβαλούσαν στα χέρια και εξαπτέρυγα πίσω τους, όλοι στα μακριά λευκά και μαζί τους με λεπτό πρόσωπο και ένα λευκό στεφάνι με ένα χρυσό σταυρό ραμμένο στο μέτωπό της, ψηλή, περπατώντας αργά και ειλικρινά με χαμηλωμένα τα μάτια, κι ένα μεγάλο κερί στο χέρι, η Μεγάλη πριγκίπισσα..».
Διαβάζοντας επανειλημμένως την «Καθαρά Δευτέρα», αγωνιώ για το μυστήριο του τι, τι ακριβώς εκπλήσσει τόσο πολύ τον αναγνώστη και τον αφηγητή (και ίσως τον ίδιο τον Μπούνιν) σε αυτό το σχήμα, που θέτει στο τέλος της αφήγησης όχι μια τελεία, αλλά αποσιωπητικά...
Λένε πως, κανένας καλλιτέχνης που ζωγράφισε το πορτραίτο της Μεγάλης Πριγκίπισσας Ελισάβετας Φιόντοροβνα δεν ήταν ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα του έργου του. Η ομορφιά της - εκθαμβωτική στην πραγματικότητα – τους ξέφευγε, όταν προσπαθούσαν να την απεικονίσουν στον καμβά.
Και οι σύγχρονοι, που γνώριζαν την πριγκίπισσα προσωπικά, έλεγαν ότι υπάρχουν μόνο δύο καλλονές στην Ευρώπη - και οι δύο Ελισαβέτες: Η Ελισαβέτα της Αυστρίας, σύζυγος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και η Ελισαβέτα Φιόντοροβνα, σύζυγος του Μεγάλου Πρίγκιπα Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, Γενικού Κυβερνήτη της Μόσχας, αδελφού του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Γ΄. Μήπως, γι αυτό ο δαιμόνιος Μπούνιν δεν περιγράφει το πρόσωπό της, τα μάτια, τα χείλη και τα ζυγωματικά της; Διότι αυτή η ομορφιά είναι αντιληπτή μόνο μεταξύ των λεπτών γραμμών, μέσα στο ίδιο το νόημα της εικόνας, έτσι που αν προσπαθήσουμε να την μεταφέρουμε με λόγια, είναι σαν να την κομματιάζουμε;
Φαίνεται, ότι το μυστήριο αυτής της ομορφιάς βρίσκεται στο μονοπάτι που διήνυσε η Αγία Ελισαβέτα και τη στιγμή, που ο αφηγητής και αναγνώστης της «Καθαρής Δευτέρας» την διέκρινε στην κεφαλή της πομπής. Μπορούμε να πούμε, ότι όλα τα βασικά πράγματα σε αυτό το μονοπάτι ήταν - όπως η ομορφιά της- απερίγραπτα.
...Απερίγραπτη αγάπη για το Μεγάλο Πρίγκιπα Σεργκέι Αλεξάντροβιτς. Αυτοί, οι στεφανωμένοι σύζυγοι, ζούσαν σαν αδέλφια - και η Ελιζαβέτα Φεντορόβνα δεν μπορούσε καν να σκεφτεί τη ζωή της χωρίς τον σύζυγό της, χωρίς να θέλει να χωρίσει μαζί του κυριολεκτικά ούτε για ένα λεπτό.
Το Ησυχαστήριο της ελεημοσύνης «Μάρθα και Μαρία» στη Μόσχα. Τέλη 19ου αι.
... Απερίγραπτο έλεος για τον τρομοκράτη Ιβάν Καλιάεφ, έναν επαναστάτη που έριξε μια βόμβα στην άμαξα του Σεργκέι Αλεξάντροβιτς στις 18 Φεβρουαρίου 1905. Η Ελισαβέτα Φιόντοροβνα με τα ίδια της τα χέρια μάζεψε από το έδαφος τα κομμάτια του σώματος του αγαπημένου της προσώπου, που διαμελίστηκε από την έκρηξη. Την τρίτη μέρα μετά το φόνο, ήρθε στο κελί του Καλιάεφ. Αυτός είπε: «Δεν ήθελα να σκοτώσω εσάς, τον είδα μερικές φορές όταν είχα ετοιμάσει τη βόμβα, αλλά είσαστε μαζί του και δίστασα να τον λαβώσω»... «Κι εσείς δεν κατανοήσατε, ότι με σκοτώσατε μαζί του;». Ήρθε να πει στον Καλιάεφ, ότι τον συγχωρεί και ότι κι ο ίδιος ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς – αυτή το ξέρει σίγουρα! - τον συγχωρεί επίσης από τον ουρανό, αλλά ο τρομοκράτης απάντησε ότι δεν χρειαζόταν την συγχώρεση.
... Η απερίγραπτη αφοσίωση στην παράξενη χώρα της Ρωσίας, την οποία αυτή, η νέα Γερμανίδα πριγκίπισσα Ελισαβέτα Αλεξάνδρα Λουίζα Αλίκη της Έσσης-Ντάρμσταντ, όχι μόνο ερωτεύτηκε, αλλά την αποδέχτηκε ως το πεπρωμένο της και ως Πρόνοια του Θεού. Το 1917, Γερμανοί διπλωμάτες προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τη Μεγάλη Πριγκίπισσα να πάει στο εξωτερικό, αλλά απάντησε ότι θα μοιραζόταν όλες τις δοκιμασίες της με τη νέα πατρίδα της.
...Τέλος, το απερίγραπτο βάθος κατανόησης της Ορθόδοξης πίστης δεν κατέστη σαφές από πού προήλθε από μια Γερμανίδα πριγκίπισσα που έλαβε προτεσταντική ανατροφή. Σε αντίθεση με την αδελφή της, την Αλίκη, που έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Νικολάου Β΄ και ως εκ τούτου υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την Ορθοδοξία, για την Αγία Ελισαβέτα, η μετάβαση σε μια καινούργια πίστη έγινε προσωπική, ουσιαστική και, επιπλέον, ήταν μια οδυνηρή απόφαση. Έγραψε στον πατέρα της σε ένα γράμμα:... «Λες, ότι η εξωτερική λαμπρότητα της εκκλησίας με γοήτευσε. Κάνεις λάθος σε αυτό. Τίποτα το εξωτερικό δεν με ελκύει, ούτε η λειτουργία, αλλά οι αρχές της πίστης. Τα εξωτερικά σημεία απλώς μου θυμίζουν τα εσωτερικά... Κινούμαι από αυτοπεποίθηση, αισθανόμενη ότι είναι η υψηλότερη θρησκεία... «Η Αγία Ελισαβέτα, αμέσως πίστευε ότι η πίστη χωρίς έργα ήταν νεκρή και οι πράξεις χωρίς πίστη ήταν μάταιες. Από αυτές τις πεποιθήσεις, γεννήθηκε η ιδέα του Ησυχαστηρίου του Ελέους Μάρθα και Μαρία, όπου οι αδελφές, από τη μια πλευρά, θα στραφούν στην πνευματική ζωή ακολουθώντας το παράδειγμα της Μαρίας του Ευαγγελίου, και από την άλλη, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μάρθας του Ευαγγελίου, θα προσφέρουν ενεργή βοήθεια προς όλους όσους έχουν ανάγκη και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση (Κατά Λουκά, Κεφ.10, 38-42).
Σε αυτό το σημείο - λίγα χρόνια πριν την επανάσταση - η Μεγάλη Πριγκίπισσα Ελισαβέτα Φιόντοροβνα εθεάθη επικεφαλής της πομπής από τον αφηγητή της «Καθαράς Δευτέρας». Θα μπορούσε να μαντέψει την ομορφιά αυτής της γυναίκας, που είχε ήδη υπομείνει τόσα πολλά, αλλά που ίσως θα είχε πολλά περισσότερα ακόμη να υπομείνει; Ο αναγνώστης υπό αυτήν την έννοια, είναι πλουσιότερος από τον αφηγητή: ξέρει τι θα της συμβεί στη συνέχεια, πράγμα που σημαίνει, ότι μπορεί να μαντέψει για την αληθινή ομορφιά της Μεγάλης Πριγκίπισσας, αυτή την εσωτερική (και συνεπώς απερίγραπτη) ομορφιά που μόνο άγιοι εκπέμπουν.
Την Αγία Ελισαβέτα και τους επτά σύντροφους της, μεταξύ των οποίων ήταν οι Μεγάλοι Πρίγκιπες και μία από τις αδελφές του Ησυχαστηρίου «Μάρθα και Μαρία», τη Βαρβάρα, στις 18 Ιουλίου του 1918, οι Μπολσεβίκοι θα τους ρίξουν σε ένα μεταλλωρυχείο κοντά στο Αλαπαέφσκι. Οι ντόπιοι παρατήρησαν, ότι κάποιες προσευχές έφταναν στα αυτιά τους από το ορυχείο για κάποιο χρονικό διάστημα. Όταν οι Λευκοί εθνοφρουροί βρήκαν αργότερα τα πτώματα, είδαν ότι τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της Μεγάλης Πριγκίπισσας και της αδελφής Βαρβάρας ήταν σχημάτιζαν το σημείο του σταυρού. Η Αγία Ελισαβέτα δεν ήταν πεσμένη στο βάθος του ορυχείου, αλλά σε μια προεξοχή βάθους δεκαπέντε μέτρων. Δίπλα της βρήκαν και ανέσυραν το πτώμα του Μεγάλου Πρίγκιπα Ιωάννη Κονσταντίνοβιτς, το κεφάλι του οποίου ήταν δεμένο εν είδη μαντηλιού από το μοναστικό ένδυμα της Μεγάλης Πριγκίπισσας.
Μαζί με όλες τις τραγωδίες και τις δοκιμασίες της, η Οσία Ελισαβέτα κάποτε αποκάλεσε τη ζωή της ως «μια οδό γεμάτη με φως».