Το Πάσχα είναι περίοδος θαυμάτων. Μεγάλα και μικρά θαύματα, προφανή σε όλους και κατανοητά μόνο σε κάθε άνθρωπο χωριστά. Διάφοροι άνθρωποι μάς μίλησαν και μοιράστηκαν μαζί μας την ιστορία του Πασχαλινού τους θαύματος.
Η προσευχή που ανοίγει πόρτες
Όλγα Εμελιάνενκο, πρεσβυτέρα, πολύτεκνη μητέρα, π.Λομονόσοφ
Μεγάλωσα μέσα σε πολύτεκνη οικογένεια ιερέα. Ο πατέρας μου λειτουργούσε στον Ιερό Ναό της Παναγίας του Καζάν, στο χωριό Νερόνοφκα της περιφέρειας Σαμάρα. Είχα 10 αδέλφια, και όλοι βοηθούσαμε τους γονείς μας στην εκκλησία: τα αγόρια βοηθούσαν στο ιερό και τα κορίτσια έψελναν κάτω από την καθοδήγηση της μητέρας μου.
Από τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, το Πάσχα για τον καθένα μας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το θαύμα. Τι να πρωτοθυμηθώ! Να θυμηθώ τις φορές που μοιράζαμε στους ενορίτες τα τσουρέκια που είχαμε φτιάξει με τη μητέρα μου στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας; Ή την καρδιά μας να σφίγγει στη διάρκεια της νυχτερινής λειτουργίας, τότε που η χορωδία, μαζί με όλο το εκκλησίασμα να ψέλνουμε το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών...», στην αρχή χαμηλόφωνα και στη συνέχεια όλο και πιο δυνατά. Αυτό το συναίσθημα της πασχαλινής χαράς μας το εμφύσησαν η μαμά μας και ο μπαμπάς μας.
Μια φορά, ανήμερα του Πάσχα, συνέβη ένα περιστατικό που σε μένα, μικρό παιδί τότε, άφησε τόσο ανεξίτηλη εντύπωση που το συγκράτησα στη μνήμη μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Μετά την πασχαλινή λειτουργία, τα αδέρφια μου και εγώ, ήδη κουρασμένοι και μισοκοιμισμένοι, πηγαίναμε προς το σπίτι. Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει έξω και έκανε αρκετό κρύο. Ήθελα να βρεθώ στο σπίτι το συντομότερο δυνατό και να ξεκινήσω το πολυαναμενόμενο εορταστικό γεύμα. Αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε την εξώπορτα. Όσες φορές κι αν προσπαθήσαμε, η κλειδαριά δεν γύριζε! Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι ο μπαμπάς μου να τελειώσει στην εκκλησία για να μας βοηθήσει.
Αλλά ούτε ο μπαμπάς μπόρεσε να ανοίξει την πόρτα. Μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες δεν μας έμεινε τίποτα άλλο παρά να σπάσουμε την πόρτα. Και να που ο μπαμπάς διάβασε μια προσευχή, σταύρωσε την κλειδαριά, γύρισε το κλειδί ... και η πόρτα άνοιξε!
Εκείνο το πρωινό του Πάσχα συνειδητοποίησα τη δύναμη που έχει η προσευχή, το σημείο του σταυρού και, κυρίως, η πίστη. Η πίστη που μπορεί να μετατρέψει οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση σε θαύμα.
Η απρόσμενη χαρά
Μαρίνα Μπορίσοβα, δημοσιογράφος, π.Μόσχα
Κάποτε, ένα Σάββατο, παραμονές πρωτομαγιάς, τηλεφώνησα σε μια φίλη μου. Την είχα πάρει απλώς για να κουβεντιάσουμε, αλλά αυτή μου λέει: «Άκου, εδώ έχω ένα τρελοκομείο: αύριο είναι Πάσχα, πρέπει να καθαρίσω το σπίτι, να βάψω αυγά, να πλύνω τα παιδιά. Δεν προλαβαίνω τίποτα!». Της λέω: «Θέλεις να έρθω να σε βοηθήσω; Ταυτόχρονα θα κάνουμε και καμιά κουβέντα». Μου απαντάει: «Ε, δεν ξέρω... Αν θέλεις, έλα». Με τέσσερα χέρια καταφέραμε γρήγορα να τελειώσουμε τις δουλειές και βάλαμε τα παιδιά της για ύπνο. Τότε η φίλη μου άρχισε να ετοιμάζεται για την εκκλησία και μου πρότεινε να την ακολουθήσω κι εγώ. Τι με έπιασε; Δεν ξέρω. Μέχρι τότε δεν είχα πάει ποτέ στην εκκλησία. Ντρεπόμουν, δεν ένιωθα άνετα: οι άνθρωποι προσεύχονται εκεί και εγώ, μια άπιστη, θα τους κοιτάζω... Αλλά τώρα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα: η προσδοκία της γιορτής, η φασαρία της προετοιμασίας... Οπότε, δέχτηκα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Μέσα ακουγόταν ένα υπόκωφο βουητό. Η φίλη μου χώθηκε βαθιά μέσα στο πλήθος και ύστερα ξεχώθηκε από κει με δύο κεριά, το ένα ήταν για εμένα. Εκείνη τη στιγμή κάπου μπροστά-μπροστά ακούστηκαν ανδρικές φωνές να ψέλνουν ήσυχα: «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς...». Η εκκλησία αμέσως σώπασε, στα χέρια άρχισαν αν τρεμοπαίζουν οι φλόγες των κεριών. «...Και ημάς τους επί γης καταξίωσον...» – δυνάμωσαν οι φωνές στο ιερό. Κάποιος άναψε το κερί μου – «...εν καθαρά καρδία σε δοξάζειν» – έψελνε πλέον όλη η εκκλησία, έψελνα και εγώ, έψελναν τα πάντα μέσα μου. Προχωρούσα μαζί με όλους τους άλλους γύρω από την εκκλησία και ένιωθα ότι αυτή είναι η δική μου Γιορτή, Γιορτή προαίσθηση της οποίας ήταν ζωντανή στις γιορτές των παιδικών μου χρόνων, ένιωθα ότι έχω επιστρέψει στο σπίτι μου και δεν θα φύγω ποτέ από εδώ. Μια εβδομάδα αργότερα, την Τρίτη μετά την Κυριακή του Θωμά, βαφτίστηκα. Η κολυμπήθρα ήταν τοποθετημένη δίπλα στο χορό ψαλτών, κάτω από την εικόνα της Παναγίας «Η Απρόσμενη Χαρά»*.
Ο Χριστός Ανέστη! Ποιο άλλο θαύμα θέλεις;
Αναστασία Κουζνετσόβα, νοικοκυρά, π.Καζάν
Ήταν κατά τις τέσσερις το πρωί, όταν επιστρέφαμε με τα παιδιά μου από την εκκλησία. Ο Βάνια, οκτώ ετών τότε, ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσε την νυκτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. Αυτοκινητόδρομος. Χάρασσε η αυγή. Ο Βάνια λέει απογοητευμένος: «Νόμιζα ότι θα γινόταν κάποιο θαύμα. Θέλω τόσο πολύ ένα θαύμα!» Και τότε στον αυτοκινητόδρομο, ακριβώς μπροστά μας, βγαίνει ένας τάρανδος! Οδηγούσα αργά, οπότε πρόλαβα να σταματήσω περίπου 50 μέτρα μακριά του. Ο τάρανδος διέσχισε τον μισό δρόμο, σταμάτησε στη μέση και μας κοίταξε λες και μας ρωτούσε: «Ο Χριστός ανέστη! Ποιο άλλο θαύμα θέλεις, παιδί μου;» Αφού ο τάρανδος στάθηκε έτσι για λίγο και μας έδωσε την ευκαιρία να τον θαυμάσουμε, έφυγε αργά για το δάσος. Ο γιος μου ήταν ενθουσιασμένος: «Μαμά, ο Θεός με άκουσε!»
Όταν δε χρειάζεται να εξηγείς τίποτα
Αλιόνα Σοκολόβα, βοηθός στο τμήμα ρεπερτορίου του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας «Τσέχοφ», π.Μόσχα
Το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα η βαφτιστήρα μου και εγώ πήγαμε στην εκκλησία για να λάβουμε το Άγιον Φως. Καθώς βγαίναμε από την εκκλησία, η βαφτιστήρα μου, με αναμμένη τη λαμπάδα στο χέρι της, με ρώτησε γιατί το φως λέγεται Άγιο. Εκείνη τη στιγμή φύσηξε ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος και έσβησε τη λαμπάδα της στο δευτερόλεπτο... Πάγωσα, καθώς δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Και τότε η λαμπάδα άναψε ξανά από μόνη της! Η βαφτιστήρα μου με κάθε σοβαρότητα είπε: «Εντάξει, κατάλαβα». Και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο.