Υπάρχει μια γιορτή που την λέμε Ημέρα του Πατέρα. Γιορτάζεται την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Παραμονές της γιορτής, σκέφτηκα το εξής. Η εποχή μας έχει ξεμείνει από ήρωες, ακόμη και από ήρωες της οθόνης. Ο Σβαρτσενέγκερ δεν είναι τόσο δυνατός πια, ο Βαν Νταμ γέρασε, ο Σιγκάλ βάρυνε, τον Τσακ Νόρις κανείς δεν τον θυμάται πια. Αλλά και ο θεατής έχει κουραστεί πλέον από τους υπεράνθρωπους. Θέλει να δει απλούς καθημερινούς ήρωες. Για παράδειγμα, πολύτεκνους πατεράδες. Είναι κατάφωρη αδικία! Όλες, ανεξαιρέτως, οι τέχνες είναι υπόλογες απέναντι στους πολύτεκνους πατεράδες. Αυτοί δεν έχουν θέση ούτε στις κινηματογραφικές οθόνες, ούτε στις σελίδες των βιβλίων, ούτε στους καμβάδες των πινάκων ζωγραφικής. Δεν τους φιλοτεχνούν σε γύψο, δεν τους παίζουν στο θέατρο, δεν αφιερώνουν τραγούδια σε αυτούς. Όμως, ο πολύτεκνος μπαμπάς είναι τόσο φοβερός που ο υπεράνθρωπος του Χόλιγουντ δίπλα του είναι ένα μωρό. Δεν με πιστεύετε; Τότε ας γνωρίσουμε έναν! Ορίστε, ο νέος ήρωας της εποχής μας: ο πολύτεκνος πατέρας! Ας τον τιμήσουμε έστω σε αυτό το μικρό σχεδίασμα.
Όλα ξεκίνησαν από τα φοιτητικά του χρόνια. Τότε ήταν που ο πολύτεκνος πατέρας μας γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του. Την προσέγγιζε τόσο όμορφα που ήταν αδύνατο να μην τον ερωτευτεί. Και εκείνη τον ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει την καριέρα της και να γίνει πολύτεκνη μητέρα. Οι γονείς της πίστευαν ότι αυτό θα της περάσει, αλλά όταν η κόρη τους γέννησε το τρίτο παιδί, όλοι οι συγγενείς άρχισαν να αναρωτιούνται αν είναι στα καλά της. Ωστόσο, οι πρωταγωνιστές μας αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, αγαπούσαν τα παιδιά τους και δεν τους ένοιαζε.
Έμαθε να πλέκει με δεξιοτεχνία κοτσίδες, να φτιάχνει κουρκούτι από σιμιγδάλι, να φασκιώνει, να ζωγραφίζει παραμυθένια ζώα
Με τη γέννηση κάθε παιδιού ο πολύτεκνος πατέρας μας γινόταν όλο και πιο φοβερός. Έμαθε να πλέκει με δεξιοτεχνία κοτσίδες, να φτιάχνει κουρκούτι από σιμιγδάλι, να βάζει πλυντήριο. Μπορούσε, κοιτάζοντας τα κοκκινισμένα ούλα, να προσδιορίζει με ακρίβεια μιας ώρας πότε θα έβγαινε το πρώτο δόντι του κάθε παιδιού. Ήταν σε θέση να φασκιώνει, να ελέγχει τη θερμοκρασία του νερού στην μπανιέρα με τον αγκώνα του, να ζωγραφίζει παραμυθένια ζώα, ήξερε απ' έξω τουλάχιστον δύο δεκάδες κινούμενα σχέδια. Είχε γίνει δυνατός. Μπορούσε να κουβαλάει τα δύο μικρότερα παιδιά του στην αγκαλιά του για ένα χιλιόμετρο χωρίς στάση για ξεκούραση. Έγινε σβέλτος. Μπορούσε να αποτρέπει τα παιδιά του από το να διασκορπίζονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις στην παιδική χαρά. Απέκτησε απίστευτη αντοχή. Μπορούσε να περάσει τη μισή νύχτα φροντίζοντας τον γιο του που βασανιζόταν από κολικούς και, μετά από μια ή δύο ώρες ύπνου, να πάει στη δουλειά.
Όταν ο πολύτεκνος πατέρας πήγαινε στο σούπερ μάρκετ, πέντε λίτρα ήταν μόνο τα γαλακτοκομικά προϊόντα που αγόραζε. Όταν καθόταν στο τραπέζι, έκοβε μια ολόκληρη φρατζόλα ψωμί. Μπορούσε μόνος του να επισκευάζει την ηλεκτρική εγκατάσταση στο σπίτι, να αντικαθιστά καλοριφέρ που είχε διαρροή, να κολλάει ταπετσαρίες, καθώς δεν περίσσευαν, φυσικά, χρήματα στην οικογένεια. Ο μπαμπάς δούλευε σκληρά. Στην δουλειά τον εκτιμούσαν, αλλά δεν έπαιρνε προαγωγή, επειδή δεν είχε την πολυτέλεια να μένει στη δουλειά πέρα από το κανονικό ωράριο, όπως απαιτούν οι υψηλές θέσεις.
Όταν έφτανε η Μεγάλη Σαρακοστή, ο μπαμπάς έπαιρνε ένα σεντόνι και το έδενε γύρω από την τηλεόραση. Κανείς δεν τολμούσε να το βγάλει μέχρι το τέλος της Εβδομάδας της Διακαινησίμου. Στο ναό αγόραζε έναν μεγάλο μάτσο κεριά και τα έδινε στα παιδιά του – από ένα στο καθένα. Τα βράδια, ο μπαμπάς έβαζε τα παιδιά στις κουκέτες τους και, ανοίγοντας βιβλίο με τους βίους των αγίων, άρχιζε να διαβάζει μέχρι που να αποκοιμηθούν όλοι.
Κάθε πάρτι γενεθλίων στην οικογένειά του έμοιαζε με γάμο
Κάθε πάρτι γενεθλίων στην οικογένειά του έμοιαζε με γάμο. Στο σαλόνι, όπου συγκεντρώνονταν, δεν υπήρχε ελεύθερος χώρος. Οι καρέκλες δεν έφταναν και έπρεπε να τις δανείζονται από όλη την πολυκατοικία. Αν όλη η οικογένεια έβγαινε έξω, χρειάζονταν τουλάχιστον δύο διαδρομές με το ασανσέρ. Ο πολύτεκνος μπαμπάς δεν παραδεχόταν τα συνηθισμένα αυτοκίνητα, γι' αυτό είχε βαν. Όταν το βαν σταματούσε έξω από την παιδική χαρά και από αυτό, λες και ήταν λαστιχένιο, έβγαιναν παιδιά του μπαμπά σε βιομηχανικές ποσότητες, οι ενήλικες που το έβλεπαν άλλαζαν όψη. Κανένας δεν τολμούσε να πικράνει τους γιους του ούτε στο σχολείο ούτε όταν τελείωσαν το σχολείο, επειδή ο μπαμπάς είχε πολλούς. Για προσπάθησε να τα αγγίξεις! Όλοι πάλευαν τέλεια, γιατί προπονούνταν μεταξύ τους από μωρά και κάθε μέρα.
Τι είναι το επιτηδευμένο «I’ll be back» του Σβαρτσενέγκερ μπροστά στη σκηνή στο μαιευτήριο, όταν ο πολύτεκνος πατέρας μας παίρνει στην αγκαλιά του το επόμενο μωρό, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τα άλλα παιδιά, κατευθύνεται προς την έξοδο και, όταν φτάνει στην πόρτα, σταματάει και γυρνάει το κεφάλι πίσω και λέει: «Θα επιστρέψω». Και οι γιατροί να χλωμιάζουν, ασορτί με το χρώμα που έχουν οι ρόμπες τους και να συνειδητοποιούν ότι όντως ο συγκεκριμένος θα επιστρέψει.
Όταν ο μπαμπάς γίνεται 50 ετών και τα μεγάλα πλέον παιδιά δεν απαιτούν τόση προσοχή, αναλαμβάνει σοβαρές θέσεις. Και στο οικόπεδο που είχε πάρει από το κράτος, μετά το τρίτο κιόλας παιδί τους, αρχίζει να χτίζει σπίτι. Ένα μεγάλο σπίτι για όλους, με ένα σαλόνι τουλάχιστον 60 τ.μ. ώστε να χωράνε όλοι. Στις οικογενειακές γιορτές στο σπίτι του μπαμπά έρχονται παιδιά και εγγόνια, σχηματίζοντας κυκλοφοριακό κομφούζιο στο δρόμο προς του σπίτι: τα αυτοκίνητά τους γεμίζουν τον μισό δρόμο. Ο μπαμπάς έχει τώρα προσωπικό οδοντίατρο και καρδιολόγο, δικηγόρο, οικονομολόγο, στρατιωτικό, οικοδόμο, δάσκαλο, ακόμη και ιερέα. Αυτός και η σύζυγός του διαθέτουν τις συντάξεις τους σε ταξίδια. Γενικά, όμως, τους φροντίζουν πλέον τα παιδιά τους που έχουν βρει το δρόμο τους.
Δεν έσωζε τον κόσμο, δεν αγωνιζόταν για την ευτυχία όλης της ανθρωπότητας. Τότε γιατί είναι ήρωας; Προσπαθήστε να ζήσετε όπως αυτός, και θα καταλάβετε τα πάντα μόνοι σας
Όταν ο ήρωάς μας πέθαινε, δεν φοβόταν. Ανήκουν πλέον στο παρελθόν οι κόποι, οι ανησυχίες, τα αξιώματα, η καριέρα. Έμεινε αυτό που δεν ξεπερνιέται: τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Πολλά. Δεκάδες. Τα θυμόταν όλα. Ο μπαμπάς είχε καλή μνήμη για τα παιδιά του. Πέθαινε ευτυχισμένος. Γιατί; Επειδή εκπλήρωσε την πρώτη εντολή που είχε δοθεί ήδη στον παράδεισο: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε». Ήθελε τα παιδιά του, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του να είναι τόσο ευτυχισμένα όσο ήταν εκείνος. Γι' αυτό, όταν έρχονταν με τη σειρά τους να τον αποχαιρετήσουν, κοίταζε το καθένα τους προσεκτικά και επαναλάβανε την εντολή που ο ίδιος είχε εκπληρώσει. Και πρόσθετε από το Ευαγγέλιο: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον».
Έτσι τελείωσε η ζωή ενός απλού ήρωα της εποχής μας. Γιατί απλού; Επειδή δεν έσωζε τον κόσμο από αιμοβόρους εξωγήινους ή από έναν μετεωρίτη που πλησίαζε τη γη, δεν απέτρεπε πολιτικές αναταραχές, δεν αγωνιζόταν για την ευτυχία όλης της ανθρωπότητας... Τότε γιατί ήρωα; Προσπαθήστε να ζήσετε όπως αυτός, και θα καταλάβετε τα πάντα μόνοι σας.