Η 22α Μαρτίου είναι η ημέρα της μνήμης του περίφημου κωδωνοκρούστη της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σέργιου, Μιχαίου (Τιμοφέγιεφ).
Ήταν η εποχή των «ασυνήθιστων αγίων» και ίσως άμεσα, των αγίων, ήτοι των πνευματικών πατέρων της Λάβρας της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου. Τους είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια, τους αγγίξαμε με ευλάβεια, πήραμε την ευλογία τους με τα ίδια μας τα χέρια και τα ώτα μας άκουσαν τα απλά, αλλά γεμάτα με χάρη λόγια τους.
Ήταν μια γενιά ομολογητών της πίστης, η οποία, για χάρη της πίστης του Χριστού, ήταν έτοιμοι να υπομείνουν κάθε δοκιμασία
Εις εξ αυτών, ήταν και ο ξακουστός κωδωνοκρούστης της Λάβρας, ηγούμενος Μιχαίος (Τιμοφέγιεφ). Ήρθε στο μοναστήρι το έτος 1951. Έτσι ανήκε στην πρώτη γενιά μοναχών της Λάβρας μετά την ανασυγκρότηση της μονής. Ήταν μια γενιά ομολογητών της πίστης, η οποία, για χάρη της πίστης του Χριστού, ήταν έτοιμοι να υπομείνουν κάθε δοκιμασία. Η πορεία της ζωής του πατρός Μιχαίου, είναι απίστευτη. Έναν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή την πορεία, έπαιξε η μητέρα του. Θα άξιζε να θυμηθούμε, τι βίωναν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής.
Στην οικογένεια
Η Πελαγία Γκριγκόριεβνα και ο Βάνια Τιμοφέγιεφ Ο πατέρας Μιχαίος γεννήθηκε σε μια απλή οικογένεια αγροτών στο χωριό Τσερνιάνκα της περιφέρειας του Μπέλγκοροντ. Γεννήθηκε ανήμερα της εορτής της Γέννησης του Ιωάννη του Βαπτιστή, στις 7 Ιουλίου. Έτσι, τον αποκάλεσαν Ιβάν, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν το έτος 1932, όταν οι κοινωνικές στρεβλώσεις συνέχιζαν να διεγείρουν την κοινωνία μας.
Ο πατέρας του, Μιχαήλ Συμενόβιτς, ήταν αληθινός ήρωας: δεν υπήρχε στο χωριό όμοιος στη δύναμη μ’ αυτόν, προσόν χάριν του οποίου του απέδωσαν το παρατσούκλι, αν και κάπως προκλητικό, «αρκουδάκι ο Θεός». Όλοι τον σεβόντουσαν και τον φοβόντουσαν. ‘Όμως, αυτή η σωματική του δύναμη στη συνέχεια έπαιξε ένα κακόγουστο αστείο μαζί του, γιατί στράφηκε εναντίον του εαυτού του. Η μητέρα του πατρός Μιχαίου, Πελαγία Γκριγκόριεβνα, ήταν μια ευσεβής και γενναία γυναίκα, έτοιμη για ο,τιδήποτε για χάρη του παιδιού της. Ο Βάνια ήταν ακόμα μωρό, όταν δοκιμασίες έκτακτης ανάγκης έπληξαν την οικογένεια.
Κάθε μέρα, ο Μιχαήλ Τιμοφέγιεφ, πήγαινε καβάλα στο άλογό του στο σιδηροδρομικό σταθμό για να κοτσάρει τα βαγόνια μεταξύ τους. Το άλογο προστέθηκε σε ένα βαγόνι (ενίοτε ή περισσότερο ), και έτσι το βαγόνι αυτό με τη ρυμούλκα του (σημ. τ. μ. το άλογο) μεταφέρθηκε στη γενική σύνθεση. Ο Μιχαήλ έλαβε χρήματα γι' αυτό το έργο. Κάποτε, επιστρέφοντας από το σταθμό, ο Μιχαήλ συναντήθηκε στη γέφυρα με έναν στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού από το χωριό τους, ο οποίος κάποτε είχε δανειστεί χρήματα από αυτόν και ακόμα δεν τα είχε επιστρέψει. Όταν ρωτήθηκε πότε θα τα επέστρεφε, απαντούσε μόνο με δικαιολογίες και σκέφτηκε έτσι να το παρακάμψει. Αλλά , το «αρκουδάκι ο Θεός», πολύ σίγουρος για την ατυχία του, άρπαξε τον στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού, τον κρέμασε με τα πόδια κάτω από τη γέφυρα και επανέλαβε με στεντόρεια φωνή: «Πότε θα εκπληρώσεις το χρέος σου;» Προσευχήθηκε, διαβεβαιώνοντάς τον, ότι σίγουρα θα του δώσει τα πάντα στο εγγύς μέλλον. Το αρκουδάκι τον έβαλε πάλι πίσω στα πόδια του: «Ε, κανόνισε πώς θα επιστρέψεις το χρέος». Όμως, ο στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού έτρεξε αμέσως στο συμβούλιο του χωριού: «Το αρκουδάκι είναι κουλάκος, πρέπει να τον ξεφορτωθούμε! Ακούστε, ήδη σήκωσε το χέρι του ενάντια στον Κόκκινο Στρατό».
Για εκείνη την περίοδο, το ζήτημα ήταν απλό. Συγκάλεσαν μια «τριμελή» για μια γρήγορη δίκη και αποφάσισαν σε πέντε λεπτά: «Να ξεφορτωθούμε την οικογένεια Τιμοφέγιεφ!» Ο Μιχαήλ, πατέρας του πατρός Μιχαίου
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο Μιχαήλ έφυγε με το άλογό του για το σταθμό για να κοτσάρει τα βαγόνια, ενώ η σύζυγός του έμεινε στο σπίτι με το μικρό Βάνια. Το σπιτικό τους ήταν εντελώς συνηθισμένο, ξύλινο με δοκάρια, με αχυρένια σκεπή και φτωχικό στο εσωτερικό του. Η μητέρα γυρίζοντας από το φούρνο βλέπει ξαφνικά, με τη γωνιά του ματιού της, ότι άχυρο έπεφτε από την οροφή. Βγήκε στην αυλή και έμεινε αποσβολωμένη. Οι «Κομσομόλοι», όπως αποκαλούνταν τότε, με σβελτάδα πετούσαν ολόκληρα ράφια με άχυρα από την οροφή. «Τι κάνετε;» τους φώναξε. «Το δικαστήριο αποφάσισε - της απάντησαν - να ξεφορτωθεί την οικογένειά σας. Και το συμβούλιο του χωριού αποφάσισε να αποσυναρμολογήσει το σπίτι σας και τα κούτσουρα να μεταφερθούν στον κλίβανο του προλεταριακού δημόσιου φούρνου».
Συνειδητοποιώντας, ότι θα ήταν ανώφελο να διαφωνήσει, η Πελαγία άρχισε να πετάει γρήγορα πράγματα έξω από το σπίτι: τα έβαλε σε σεντόνια, τα έδεσε σε μπόγους και τα πέταξε έξω από το φράχτη. Οι μπόγοι έπεσαν στην αυλή του γείτονα κι έτσι η φτωχή γυναίκα σκέφτηκε να διασώσει τουλάχιστον κάτι από αυτά. Είναι πολύ δύσκολο να το φανταστούμε, αλλά, σύμφωνα με τις διηγήσεις της μητέρας του πατρός Μιχαίου, οι γείτονες δεν της επέστρεψαν να πάρει ούτε έναν μπόγο. Αφού πέταξε όλα τα πράγματα της, έτρεξε προς το σταθμό. Εκείνη την ώρα, ο Μιχαήλ επέστρεφε από τη δουλειά. Η Παρασκευή (σ.τ.μεταφρ. το μοναστικό όνομα της Πελαγίας) του είπε τα πάντα. Επιπλέον, ενώ κατευθύνονταν προς το σπίτι, τα καροτσάκια μέσα στα οποία βρίσκονταν το σπίτι τους σε κούτσουρα είχαν ήδη εμφανιστεί. Ο Μιχαήλ φοβήθηκε τόσο πολύ μια πιθανή σύλληψή του και χωρίς να μπει καθόλου στην αυλή του, κρύφτηκε αμέσως κάπου και μετά εξαφανίστηκε σχεδόν για πάντα. Στη συνέχεια, όταν ο πατέρας Μιχαίος έγινε ήδη ηγούμενος της Λάβρας της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου, ένας απροσδόκητα ηλικιωμένος πατέρας ήρθε σε αυτόν και ζήτησε χρήματα. Ούτε πριν ούτε μετά από αυτό, είχαν ιδεί ο ένας τον άλλον.
Συμφορές μαζί με τη μητέρα του
Εκείνη την κακότυχη ημέρα, η μητέρα έμεινε μόνο με τον μικρό Ιβάν στην αγκαλιά της, χωρίς τα προς το ζην, χωρίς σπίτι και πράγματα. Πρώτα πήγε στον ίδιο της τον πατέρα, που ζούσε στο ίδιο χωριό: «Πατέρα, πάρε με μαζί με το παιδί». Όμως, ο πατέρας της τής είπε: «Όχι έτσι, κόρη μου, σας λυπάμαι σαν τον εαυτό μου. Αν σας πάρω τώρα, θα έρθουν να ξεφορτωθούν κι εμένα μετά. Πήγαινε κάπου, ηρέμησε, αλλά μην μου δημιουργείς προβλήματα. Έπρεπε να φύγει με στενοχώρια. Και τότε, μαζί με το μικρό Βάνια, εγκαταστάθηκε στο λουτρό του αυλόγυρού της.
Καθώς τα μέσα διαβίωσης ήταν επειγόντως απαραίτητα, η μητέρα πούλησε τα καυσόξυλα που ήταν στοιβαγμένα κοντά στο λουτρό. Κάποιος όμως το ανέφερε αυτό στο συμβούλιο του χωριού. Η μητέρα κλήθηκε εκεί και είπε: «Πώς γίνεται να πουλάς προλεταριανά αγαθά;» «Αυτά είναι τα καυσόξυλά μας, πρέπει με κάτι να ζήσουμε, δεν υπάρχει σύζυγος, είμαι μόνη με το παιδί». «Δεν είχες δικαίωμα να πουλήσεις, θα σε δικάσουμε». Με απόφαση της «τριμελούς» αποφάσισαν να την καταδικάσουν και πάλι. Τρεις «Κομσομόλοι» έφτασαν στην αυλή. Πηγαίνοντας στο λουτρό και κοιτάζοντας γύρω από τους άδειους τοίχους, ήταν λίγο μπερδεμένοι. Τι υπήρχε για να δημεύσουν; Η Πελαγία είχε ένα σάλι, το οποίο της χάρισαν στην αποφοίτηση του γυμνασίου. Ένας από τους «Κομσομόλους» άρχισε να τραβάει το σάλι, αλλά η Πελαγία δεν το έδινε, αυτός συνέχισε να τραβάει, το σάλι σχίστηκε και έτσι το μισό έμεινε στα χέρια του, και το άλλο μισό έμεινε σε αυτήν.
Με τη μητέρα του Ένας άλλος πρόσεξε ένα μικρό σάκκο κάτω από το κεφάλι του μωρού στην κούνια του. Εκεί υπήρχε σεμιγδάλι, ενώ ο Κομσομόλος υποπτευόταν κρυμμένα κοσμήματα κι έτσι θέλησε να τραβήξει το μικρό σάκκο κάτω από το κεφάλι του μωρού. Ο Βάνια κοιμόταν, ενώ από μια κλοτσιά που χτύπησε την άκρη της κούνιας, αίμα έτρεξε από τη μυτούλα του μωρού. Τότε η μητέρα που δεν μπορούσε να το αντέξει, σαν μια ανυπόφορη γάτα προς το πρόσωπό του, τον γρατζούνισε. Με το ζόρι αυτός την απώθησε. Και φεύγοντας με κατήφεια, είπαν: «Λοιπόν, αυτό δεν θα φέρει δώρα σε σας». Έτσι, κλήθηκε σε τρίτη δίκη. Τώρα κατηγορήθηκε, ότι επιτέθηκε σε εκπρόσωπο του σοβιετικού καθεστώτος. Αλλά ο Θεός την έσωσε: όταν είπε πως υπερασπίστηκε το παιδί, ένα από αυτά τα τρία μέλη της Κομσομόλ, ρίχνοντας χαμηλά το βλέμμα του, επιβεβαίωσε τα λόγια της.
Μόλις επέστρεψε στο λουτρό, πληροφορήθηκε κρυφά, ότι ο εισαγγελέας της ζητούσε να προσέλθει σε κάποια διεύθυνση. Με το μικρό Βάνια στην αγκαλιά της και χωρίς να γνωρίζει τη μελλοντική της μοίρα, κινήθηκε προς το άγνωστο. Ο εισαγγελέας αποδείχθηκε Αρμένιος στα 50 του, έδειξε απίστευτη καλοσύνη. Ο πατήρ Μιχαίος, είπε ότι η μητέρα του δεν θυμόταν το όνομά του, αλλά του απέδιδε ευγνωμοσύνη σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Ο εισαγγελέας της είπε: «Κόρη, επειδή δεν θα σας αφήσουν ποτέ ήσυχους, θα σας βάλουν φυλακή και το παιδί θα σταλεί σε οικοτροφείο, έχετε κάπου να πάτε;» - «Έχω, υπάρχει» - «Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε επειγόντως. Μην το πεις σε κανέναν. Και τώρα πήγαινε ήσυχα». Κι έτσι, όπως είχε κάνει προηγουμένως κι ο σύζυγός της, χωρίς να πάει σπίτι, αμέσως πήγε στο σταθμό. Πήρε αμέσως εισιτήριο κι έφυγε. Έπρεπε να πάει στο Όμσκ. Αλλά πήρε εισιτήριο για άλλο προορισμό και εγκαταστάθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην πόλη του Βλαντίμιρ. Έχοντας ανακτήσει τις αισθήσεις της, μετακόμισε στο Όμσκ. Εκεί ο Βάνια πέρασε και τα παιδικά του χρόνια.
Δώρα και αρρώστιες
Στη Σιβηρία, ο Βάνια είχε πατριό. Αγόρασε στο παιδί ένα ακορντεόν και πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε τα μουσικό του ταλέντο. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο πατριός πήγε στο μέτωπο, ενώ η μητέρα του μπόρεσε να αγοράσει στο Βάνια μια αρμόνικα. Σε κοντινή απόσταση υπήρχε ένα ραδιοφωνικό σημείο μέσω του οποίου ο Λεβιτάν ανέφερε τα νέα από το μέτωπο. Και καθώς ελάχιστες πληροφορίες μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, συχνά αυτές αφορούσαν τη μουσική. Ο Βάνια άκουγε μουσική κοντά στο ραδιόφωνο και έμαθε τις νότες από το αυτί. Ανέπτυξε την ακρόασή του, που ήταν στη συνέχεια πολύ χρήσιμη γι αυτόν, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του κωδωνοκρούστη. Αλλά εκείνη την εποχή δεν το είχε σκεφτεί ακόμα. Συνέβη, όταν προσκλήθηκε να παίξει στη λέσχη, όπου τον αγαπούσαν για την πραότητα και την αθωότητά του, ενώ σε καλλιτεχνικά βράδια ο Βάνια θεωρείτο απαραίτητος άνθρωπος και στη συνέχεια μοιράζονταν εκεί φαγητό με το οποίο υποστήριζε την οικογένειά του. Αλλά όταν έφτασε σε ηλικία 15 χρονών και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, εξαιτίας της πείνας, το ακορντεόν έπρεπε να πουληθεί.
Αυτό θα φαινόταν παράδοξο, αλλά ταυτόχρονα, όταν ο Ιβάν ανέπτυξε το μουσικό ταλέντο του, ο Κύριος του επέτρεψε σοβαρές ασθένειες. Από την ηλικία των 8 ετών, σταμάτησε να αναπτύσσεται. Είναι απίστευτο, αλλά ουσιαστικά δεν μεγάλωνε για 20 χρόνια μέχρι που απέκτησε την ιεροσύνη. Μετά τη χειροτονία του, αμέσως άρχισε σταδιακά η ανάπτυξή του, σαν η πνευματική του ανάπτυξη να αντικατοπτριζόταν στη σωματική ανάπτυξη.
Αλλά οι δοκιμασίες δεν τελείωσαν εκεί. Ο εννιάχρονος Βάνια διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο. Οι γιατροί στη συνέχεια είπαν: «Πώς μπορεί γενικά να ζει;». Εξάλλου, έμειναν έκπληκτοι με την υπόφυση, η οποία, ως μαέστρος σε μια ορχήστρα, συντονίζει το έργο όλων των εσωτερικών οργάνων του σώματος. Όταν στη συνέχεια έκαναν μια μαγνητική τομογραφία, είπαν ότι εκεί που υπήρχε ο όγκος, τώρα βρίσκεται μια κάψουλα ασβεστίου, δηλαδή, η εγκεφαλική τομή έχει εξαφανιστεί, και δεν είναι σαφές πώς ένα τέτοιο άτομο μπορεί να συνεχίζει να ζει. Επίσης του διέγνωσαν μη σακχαρώδη διαβήτη. Αμέσως και πίνοντας ένα μπουκάλι με τρία λίτρα νερό, υπέφερε από δίψα.
Στην ίδια παιδική ηλικία διαγνώστηκε με σοβαρή ορμονική νόσο. Στη συνέχεια, το πρόσωπό του παρέμεινε μαλακό και όμορφο, η γενειάδα του δεν μεγάλωνε. Το πρόσωπό του έμοιαζε με κορίτσι. Εκείνοι που δεν τον γνώριζαν, απευθυνόμενοι τον αποκαλούσαν «μητερούλα», ενώ αυτός υπέμεινε ταπεινά όλα αυτά και τα υπέμεινε χωρίς δυσαρέσκεια. Ο Κύριος τον οδήγησε αρχικά σε κάποιο ιδιαίτερο αγγελικό μονοπάτι και εν μέσω των αντιξοοτήτων και του πόνου, στάθηκε υπεράνω των επίγειων συναισθημάτων και τα παθών.
Ο Κύριος τον οδήγησε αρχικά σε κάποιο ιδιαίτερο αγγελικό μονοπάτι και εν μέσω των αντιξοοτήτων και του πόνου, στάθηκε υπεράνω των επίγειων συναισθημάτων και τα παθών
Εκείνη την εποχή, υπέφερε τρομερές κρίσεις πονοκεφάλου, οι οποίες δεν τον άφηναν για αρκετές ημέρες. Όπως ο ίδιος ενθυμείτο, κάποιος θα χτυπούσε την πόρτα, ο αέρας θα φυσούσε, κι αμέσως, από αυτή την κίνηση του αέρα, άρχιζε να αντιμετωπίζει ένα ισχυρό σπασμό στο κεφάλι του. Φοβόταν ακόμη και να κουνήσει το μικρό δάχτυλό του, γιατί οι σπασμοί αμέσως ξεκινούσαν. Μπορεί κανείς να φανταστεί τις στενοχώριες της μητέρας του εκείνη την εποχή. Μετά τη δεύτερη τάξη, τον έγραψε στην τρίτη, αλλά ήταν ήδη άρρωστος για 2 χρόνια, γι αυτό στη συνέχεια επέστρεψε ξανά στη δεύτερη. Τελικά με μεγάλη δυσκολία τελείωσε και τις 7 τάξεις. Και ποιος θα πίστευε, ότι αργότερα θα γινόταν το θρυλικό κουδούνι της Λάβρας, θα δημιουργούσε μια μελωδία της καμπάνας, γνωστή ως το κουδούνισμα της Λάβρας της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου και ότι κωδωνοκρούστες από όλη τη Ρωσία θα ερχόντουσαν σε αυτόν για τις συμβουλές και την εμπειρία του.
Συνεχίζεται…