Πολλές φορές συμβαίνει ενορίτης (ή πιο συχνά ενορίτισσα) να πλησιάζει τον ιερέα και να του λέει: «Παππούλη, η ζωή στην οποία μας καλείτε στα κηρύγματά σας, είναι, βεβαίως, σωστή, αλλά δεν έχω καθόλου χρόνο όχι μόνο να την ζω, δεν έχω χρόνο ούτε να την σκεφτώ. Οικογένεια, παιδιά, άρρωστη γιαγιά… Και στη δουλειά, βεβαίως, και εκεί έχω πολλά προβλήματα και δυσκολίες. Και όλο πρέπει κάπου να τρέχω. Το πρωί δεν έχω χρόνο για προσευχή και το βράδυ δεν έχω δυνάμεις. Συνέχεια γύρω μου υπάρχουν άνθρωποι και όλοι κάτι θέλουν από μένα. Δεν έχω καθόλου ευκαιρία για να μείνω με τον εαυτό μου και τον Θεό, να σκεφτώ για την κατάσταση της ψυχής μου. Για ποια Ακολουθία της Θείας Μετάληψης μπορούμε να μιλάμε, για ποια Παλαιά Διαθήκη, ποιο πνευματικό ημερολόγιο! Με δυσκολία βρίσκω χρόνο να εκκλησιάζομαι τις Κυριακές και πάλι η οικογένεια δεν είναι ικανοποιημένη»…
Ζητήσαμε από τον ιερέα Διονύσιο Κάμενσικοφ, προϊστάμενο του Τμήματος Ιεραποστολής της Μητρόπολης Σαράτοβ, να απαντήσει στην παραπάνω ερώτηση.
Ίσως, πρέπει να ξεκινήσουμε από το ότι κανείς δεν μας υποσχέθηκε εύκολη ζωή: πουθενά στο Ευαγγέλιο δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Νομίζουμε ότι η υπεραπασχόληση, η υπερφόρτωση είναι σημάδι της εποχής μας. Στην πραγματικότητα, όμως, οι άνθρωποι ήταν πάντα απασχολημένοι. Την εποχή της επίγειας ζωής του Σωτήρα μια γυναίκα, για να θρέψει την οικογένειά της, έπρεπε να σηκωθεί πριν τα χαράματα, να αλέσει σιτηρά σε πέτρινες μυλόπετρες, να φέρει νερό από το πηγάδι, να ανάψει φωτιά... Είναι πολύ βαριά εργασία. Όμως, κάποτε οι γυναίκες τα άφηναν αυτά στην άκρη για να ακούν τον Χριστό, να Τον ακολουθούν, να Τον υπηρετούν με τα υπάρχοντά τους... Και στο τέλος, να πάνε με αρώματα στον Τάφο: αυτό ήταν η απόλυτη αυταπάρνηση. Γιατί έκαναν αυτή την επιλογή; Μήπως επειδή γνώριζαν τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον στην ανθρώπινη ζωή, τι είναι προσωρινό και τι αιώνιο; Η εποχή μας δεν χαρακτηρίζεται για την απασχόληση του ανθρώπου γενικά, αλλά για την αφθονία της μάταιης πολυπραγμοσύνης, πίσω από την οποία δεν βλέπει τι είναι βασικό στη ζωή του.
Πώς να συνδυάζουμε τις καθημερινές έγνοιες, την φροντίδα για τους οικείους μας, την εργασία με την πνευματική ζωή; Από όλα αυτά κανείς δεν μας απάλλαξε, προσέξτε, ακόμα και ο ίδιος ο Κύριος. Απλώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι αν ένας άνθρωπος έχει τον Θεό στην πρώτη θέση, όλα τα άλλα θα είναι στη θέση τους. Αν βάλουμε σε πρώτη θέση τον Θεό, θα καταλάβουμε αμέσως ότι το «δεν υπάρχει χρόνος για προσευχή» είναι μια δικαιολογία. Μπορεί να είναι τέχνασμα του διαβόλου, μια και ο άνθρωπος θεωρεί ότι η προσευχή δεν είναι το κύριο πράγμα για αυτόν τώρα, αλλά μια κάποια επείγουσα καθημερινή δουλειά ή ένα πρόβλημα στην εργασία, το οποίο πρέπει να λύσει άμεσα... Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θα λύσουμε τίποτα σε αυτά τα δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά ούτε στη δουλειά ούτε στην οικογένεια. Ωστόσο, μπορούμε να αλλάξουμε πολλά στην πνευματική μας κατάσταση, αν αφιερώσουμε αυτά τα λεπτά στην προσευχή.
Ο Ιερέας Διοσύνσιος Κάμενσικοφ Πολλοί άνθρωποι σήμερα φορτώνονται σκόπιμα με δουλειές. Γιατί; Για να είναι απασχολημένοι. Ειδικά μεταξύ των νέων ανθρώπων είναι πολύ της μόδας να λένε: «Δεν έχω χρόνο, δεν μπορώ να ασχοληθώ με αυτό, είμαι πολύ απασχολημένος». Είσαι απασχολημένος σημαίνει ότι είσαι περιζήτητος, ότι είσαι στην κορυφή του κύματος, ότι η ζωή σου είναι γεμάτη κίνηση, ότι είσαι επιτυχημένος, σημαντικός. Επιπλέον, σημαίνει ότι είσαι αναντικατάστατος, ότι χωρίς εσένα δεν γίνεται τίποτα!
Πρόκειται όμως για ψευδή αυτοεπιβεβαίωση, από την οποία μερικές φορές βγαίνει κανείς βίαια: για παράδειγμα, λόγω ασθένειας ή άλλης ατυχίας που καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της προηγούμενης έντονης δραστηριότητας. Μια τέτοια κατάσταση δείχνει πόσο λάθος ζούσαμε, καθώς ο άνθρωπος βλέπει πλέον ότι τίποτα καταστροφικό δεν συμβαίνει στη δουλειά του χωρίς αυτόν. Ο χώρος που καταλάμβανε κάποτε οργανώνεται σιγά-σιγά χωρίς αυτόν, και μάλιστα καλύτερα από ό,τι ήταν επί των ημερών του. Δεν ήταν στην πραγματικότητα αναντικατάστατος ούτε τόσο σημαντικός, όπως νόμιζε.
Μια τέτοια «απογοήτευση» μπορεί να κινητοποιήσει έναν άνθρωπο να σκεφτεί το αληθινό νόημα της ζωής. Να απαλλαγεί από την υπερηφάνεια που του λέει «χωρίς άνθρωπο σαν εσένα, όλα εκεί θα καταρρεύσουν!» και να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τι θέλει ο Θεός από εμάς – αυτά τα απανωτά χτυπήματα στα πλήκτρα του υπολογιστή στο γραφείο ή την προσευχή; Να ικανοποιούμε το πλήθος των απαιτήσεων της δουλειάς μας ή να ζούμε μαζί Του; Έτσι, με τη βοήθεια των ασθενειών και άλλων θλίψεων, ο Κύριος μερικές φορές μας βγάζει από τη μάταιη πολυπραγμοσύνη μας, από την κίβδηλη υπεραπασχόληση.
Βεβαίως, είναι προτιμότερο να μπορεί κάποιος να ορίζει, χωρίς ασθένειες, χωρίς συμφορές, την ιεράρχηση των αξιών για τον εαυτό του, και μάλιστα με σαφήνεια. Δεν πρέπει να μας ορίζει η μάταιη πολυπραγμοσύνη. Κάποιος θα πει, βέβαια, ότι αυτό είναι απλό μόνο στη θεωρία, αλλά στην πράξη δεν λειτουργεί. Για να λειτουργήσει στην πράξη, χρειαζόμαστε αυτοπειθαρχία και προσευχή, αλλά και συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες, επειδή οι ιερές ακολουθίες είναι η εμπειρία της ζωής εκτός χρόνου, είναι η εξοικείωσή μας με την αιωνιότητα. Ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο, με όσο γρήγορες ταχύτητες κι αν ζει ο κόσμος, η Θεία Λειτουργία παραμένει όπως ήταν. Δεν μπορεί να συντομευτεί. Δεν μας βγάζει απλώς από την μάταιη πολυπραγμοσύνη, αλλά φέρνει όλες τις εσωτερικές μας διεργασίες σε αρμονία με αυτήν: μπαίνουμε στον Θείο ρυθμό. Γνωρίζετε ότι μετά την Μεγάλη Είσοδο ο ιερέας δεν έχει δικαίωμα να αποσπαστεί, να διακόψει την ιερουργία, ό,τι κι αν συμβεί; Ακόμη κι αν εκραγεί βόμβα στο ναό. Και αν ένας ιερέας πεθάνει στη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας, ένας άλλος ιερέας πρέπει να την ολοκληρώσει. Αν δεν υπάρχει άλλος ιερέας στο ναό, πρέπει να κληθεί από άλλο ναό. Πάντως, η αναίμακτη θυσία πρέπει να ολοκληρωθεί. Πρόκειται για κατάσταση εκτός χρόνου που είναι ανεξάρτητη από επίγειες περιστάσεις και γεγονότα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Θεία Λειτουργία αρχίζει με την εκφώνηση «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Οι πόρτες της Βασιλείας του Θεού έχουν ανοίξει και δεν υπάρχει πλέον χώρος για μάταιη πολυπραγμοσύνη. Και το νιώθουμε άμεσα. Ένας άνθρωπος μπορεί να έρχεται τρέχοντας στον ναό, αναστατωμένος, έχοντας πολλές σκοτούρες και δουλειές... Όμως, βγαίνει από τον ναό εντελώς διαφορετικός: έχει ηρεμήσει, έχει βρει μια στέρεα βάση μέσα του, έχει κοινωνήσει της αιωνιότητας. Και ο ιερέας, που τέλεσε τη Λειτουργία, βγαίνει από το ναό διαφορετικός. Η Λειτουργία σώζει. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μάθουμε πώς να την αξιοποιούμε ως ανεκτίμητο θησαυρό.
Και αυτός ο χρόνος που τον περνάμε εκτός χρόνου, δηλαδή στο ναό, πρέπει να ξέρουμε να τον προστατεύουμε από κάθε ενδεχόμενη απόπειρα εις βάρος του. Ναι, αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Αν δεν υπάρχει ομοφωνία στην οικογένεια, αν ένας πιστός δεν γίνεται κατανοητός από τους συγγενείς του, δεν υπάρχει τρόπος να εξαλείψουμε αυτό το πρόβλημα. Πρέπει πραγματικά να είστε άκακοι σαν τα περιστέρια και φρόνιμοι σαν τα φίδια. Αν βλέπετε ότι το έτερό σας ήμισυ που δεν εκκλησιάζεται είναι ξαφνικά έτοιμο να εκραγεί, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να λάβετε υπόψη σας την περίσταση. Δεν χρειάζεται να καταστρέφετε τις οικογενειακές σχέσεις με την ασυμβίβαστη στάση σας, αλλά δεν πρέπει ούτε και να παραιτείστε. Αν κάποιος κάτω από την πίεση των συγγενών του λυγίζει και παραιτείται, αυτό είναι δειλία και, ίσως, ολιγοπιστία. Και δεν πρέπει να πιστεύετε ότι ο χρόνος, τον οποίο θα διαθέσετε στην οικογένεια τελικά, θα είναι καρποφόρος για αυτήν. Αντίθετα, αυτός ο χρόνος είτε θα ξοδευτεί μάταια (για παράδειγμα, ο κάθε σύζυγος να είναι απορροφημένος στη δική του οθόνη), είτε θα είναι χρόνος στον οποίο θα συνεχιστεί η σύγκρουση, αλλά με άλλες αφορμές.
Το ζήτημα της οργάνωσης του χρόνου έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη στον Θεό. Αν πιστεύεις ότι ο Θεός κυβερνάει τη ζωή σου, τότε όντως ο Θεός θα κυβερνάει τη ζωή σου. Και αν θεωρείς ότι όλα εξαρτώνται μόνο από εσένα, μόνο από τις ικανότητές σου, από το τι μπορείς να κάνεις, τι προλαβαίνεις, τότε με την απιστία σου δεν αφήνεις τον Θεό να ενεργεί στη ζωή σου. Το ξέρω αυτό από τη δική μου εμπειρία. Πριν από κάποια υπεύθυνη υπόθεση έρχονται στο μυαλό μου πάντα σκέψεις του τύπου: Τι θα γίνει αν δεν βγει τίποτα καλό από αυτό; Αν δέχομαι αυτές τις σκέψεις, αν αρχίσω να τις κανακεύω, τότε σίγουρα θα αποτύχω. Αυτές τις σκέψεις πρέπει να τις κόβουμε με την προσευχή. Θα πρέπει να λέμε στον εαυτό μας ότι αφού οι προθέσεις μας είναι καλές, ο Κύριος σίγουρα θα μας βοηθήσει.
Βλέπετε, ο πονηρός πάντα κερδοσκοπεί πάνω σε αυτά που είναι αγαπητά σε εμάς, σε αυτά που είναι ανεκτίμητα: στη δουλειά χωρίς την οποία δεν μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου· στην ευημερία των παιδιών μου· στην υγεία των ηλικιωμένων γονέων μου... Πώς μπορείς να τα αφήσεις αυτά στην άκρη – ψιθυρίζει ο εχθρός – άραγε, δεν είναι σημαντικά για σένα, σημαντικές είναι μόνο οι προσευχές σου; Όμως, πού εντοπίζεται η αντίφαση σε αυτό; Ο Θεός τα έχει κανονίσει όλα αυτά για το καλό μας. Η φροντίδα των δικών μας είναι το καλύτερο σχολείο ταπεινότητας, υπομονής, υπακοής και αγάπης· και αυτό συνδυάζεται τέλεια με την προσευχή, η οποία μας δίνει κιόλας τη δύναμη για το καρδιακό αυτό έργο.
Το να περιμένουμε κάποιες ιδανικές συνθήκες για πνευματική ζωή είναι σημάδι πνευματικής ανωριμότητας. Κανείς δεν μας υποσχέθηκε ιδανικές συνθήκες, ούτε θα μας τις δώσει. Ο Κύριος τα κανονίζει όλα πάνσοφα, γνωρίζει ότι δεν θα αρχίσουμε να ζούμε πνευματική ζωή, επειδή θα μας βάλουν σε αποστειρωμένες συνθήκες. Ελάτε να δούμε πώς ζούσαν οι άγιοι ασκητές. Ο Όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα δεχόταν ανθρώπους μέχρι πλήρους εξάντλησης. Ήταν όμως πολύ άρρωστος, ανίκανος ακόμη και να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάποιοι θα πουν ότι δεν είχε οικιακές έγνοιες εκεί στο μοναστήρι. Είχε όμως τόσες πολλές έγνοιες άλλων ανθρώπων, τόσες φροντίδες για άλλους που εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να φανταστούμε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, για τον Άγιο Αλέξιο Μετσώφ, για τον γέροντα Ιωάννη Κρεστιάνκιν... Σε ποιες συνθήκες κήρυττε ο ίδιος ο Σωτήρας και οι Απόστολοι; Τον Χριστό δεν Τον άφηναν να μείνει μόνος Του με τον Πατέρα (βλ.: Μκ. 1: 35-39). Αλλά και το γνωστό επεισόδιο τότε που οι μαθητές Του περνούσαν μέσα από τα σπαρμένα χωράφια και έκοβαν στάχυα, έτριβαν και έτρωγαν άγουρους σπόρους (βλ.: Μκ. 2, 23-28, Λουκ. 6, 1-5). Για ποιο πράγμα μιλάει; Για το ότι δεν είχαν χρόνο να ετοιμάσουν το φαγητό τους και να φάνε κανονικά, με τόσους κόπους είχαν να κάνουν συνέχεια...
Πολλοί άνθρωποι ασυνείδητα παραβλέπουν, αντί να επεξεργαστούν, τα πνευματικά και ηθικά τους προβλήματα με πρόφαση τη δουλειά τους, τη φαντασιακή ή πραγματική υπεραπασχόληση. Ένας άνθρωπος στη δουλειά του είναι αφεντικό, πρέπει, όμως, να εισέλθει στο ναό, να πλησιάσει το Ποτήριο ως ο τελευταίος αμαρτωλός. Του είναι δύσκολο αυτό, βαρύ, δυσάρεστο. Είναι πιο εύκολο να αναβάλει και να πει: «Δεν έχω χρόνο». Και να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Με τον ίδιο τρόπο, πολλοί άνθρωποι παρακάμπτουν τα οικογενειακά προβλήματα και επιδίδονται στην εργασία. Η οικογένεια είναι πνευματική έννοια, καθώς ο άνθρωπος φτάνει στην πληρότητα της ζωής – σωματική, ψυχική, πνευματική – ακριβώς μέσα στην οικογένεια.
Ο άνθρωπος που ρωτάει πού μπορεί να βρει χρόνο για την πνευματική ζωή θα πρέπει μάλλον να του απαντήσουμε ως εξής: «Μη διακρίνετε τη ζωή σε πνευματική και μη πνευματική. Η ζωή που μας έδωσε ο Θεός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μη πνευματική».