Μπορεί να πιστέψει στον Θεό ένας άνθρωπος τον οποίον βάπτισαν με τη βία; Πολλά εξαρτώνται από τους ανθρώπους, τους οποίους θα συναντήσει σε αυτήν την πορεία. «Έχω δει ανθρώπους πρόθυμους να πεθάνουν για έναν πάσχοντα ασθενή, όπως για τον Χριστό», διηγείται ένας άνθρωπος, άνθρωπος της Εκκλησίας πλέον, τον οποίον κάποτε, στην εφηβική ηλικία, είχαν αναγκάσει να φορέσει το σταυρό.
Με βάπτισαν με τη βία το 1990, όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Σε αυτό επέμενε η μητέρα μου που μόλις και η ίδια είχε πιστέψει και είχε προσχωρήσει στην Εκκλησία. Εγώ δεν το ήθελα αυτό ακριβώς για τον λόγο ότι ήμουν πάντα σίγουρη ότι υπάρχει Θεός. Ήθελα, ωστόσο, να ζήσω τόσο πολύ χωρίς Αυτόν... Αυτό το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Ραΐσα Τσατσούρινα, στη μητέρα μου, σε όλες τις αδελφές του ελέους και στον πνευματικό μου πατέρα. Με ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι είμαι, παρά ταύτα, με τον Θεό.
Ποιος είναι ο Επικεφαλής
Από την παιδική μου ηλικία μέσα μου ήδη είχε γεννηθεί η πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον Θεό. Από πού προήλθε αυτή η γνώση, δεν μπορώ να καταλάβω. Όταν ήμουν άρρωστη, η μητέρα μου συνήθιζε να μου ζεσταίνει τα πόδια με το καυτό νερό. Θυμάμαι να κάθομαι στο κρεβατάκι, να κοιτάζω μέσα στην κατσαρόλα τα κόκκινα από το ζεστό νερό πόδια μου και να περιμένω με τρόμο τη μητέρα μου να φέρει άλλη μια κανάτα για να «προσθέσει βραστό νεράκι». Το νερό να χύνεται στα πόδια μου και να καίει, αφήνοντας ατμό, και η μαμά να μού λέει: «Να επαναλαμβάνεις: “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς”». – «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς...» Να συνεχίσω την προσευχή μου φαινόταν περιττό. Αμέσως κατάλαβα ότι ο Πατήρ ημών είναι ο Επικεφαλής όλων μας. Έκραζα προς Αυτόν, προσπαθώντας να επαναλάβω το «ξόρκι» όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, βάζοντας μέσα σε αυτό όλη τη δύναμη της ελπίδας για σωτηρία – και αυτό βοηθούσε. Παρά το μάθημα της αθεΐας στο πανεπιστήμιο και την πλήρη αποχή από την εκκλησιαστική ζωή, η μητέρα μου πάντα έφτιαχνε για το Πάσχα πασχαλινά τσουρέκια και έβαφε αυγά. Επίσης, πάντα απολάμβανα τα προνόμια της μακάριας ημέρας της Κυριακής της Συγχώρεσης. Εκείνη την ημέρα μου συγχωρούσαν τα πάντα! Πώς μπήκαν αυτές οι εμβολές της εκκλησιαστικής ζωής στην αβάπτιστη οικογένειά μας; Δεν ξέρω.
Το πρώτο βάπτισμα
Το 1990 ήρθαμε για καλοκαίρι σε σπίτι που μόλις είχαμε αγοράσει σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος τελέστηκε στη μικρή εκκλησία του χωριού, στον Ιερό Ναό του Αγίου Προφήτη Ηλία. Την προηγούμενη μέρα, είχαμε καυγά. Δεν ήθελα να βαφτιστώ, επειδή δεν ήθελα να γίνω «διπλός πράκτορας». Καταλάβαινα ότι όσο δεν είμαι βαπτισμένη, μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να προσποιηθώ ότι δεν γνωρίζω κανέναν Θεό. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών, σχολικές ντισκοτέκ, έρωτας, είχα ήδη προβλέψει ότι όλες οι πρώτες πρόβες της ζωής μετά το βάπτισμα θα αμαυρώνονταν για μένα από την υποκρισία μου. Αλλά δεν μπορούσα να το πω αυτό στη μητέρα μου, οπότε αντιστεκόμουν «για λόγους αρχής».
Εκείνο το πρωινό είχε καύσωνα. Η μαμά μου περπατάει κατά μήκος σκονισμένου επαρχιακού δρόμου. Γύρω μας παντού έχει κυανές κενταύριες. Εγώ σέρνομαι πίσω της, δείχνοντας με όλη μου την έκφραση ότι μου φέρονται άτιμα, βρίζω με όλες τις λέξεις που επιτρέπονται στην περίσταση, αλλά προχωρώ. Στραμπούλιξα το πόδι μου. «Δε μου φτάνει τώρα που με κουβαλάει η μαμά για αυτή τη βάφτιση, θα πονάω κιόλας!» Έχω ήδη αρχίσει να κλαίω. Η μαμά είναι αποφασισμένη: «Τι σθεναρή αντίσταση είναι αυτή! Άρα, σίγουρα πρέπει να βαφτιστείς». Επιτέλους, φτάσαμε στο ναό. «Πώς! Θα βαφτιστείς με αυτά;» – Η μαμά είχε δει στο χέρι μου βραχιόλια φιλίας. Είχα ήδη αρχίσει να δείχνω σημάδια ζωής των χίπις. Στην Εκκλησία δεν μου εξήγησε κανείς τίποτα. Βέβαια, δεν θα είχε νόημα για μένα τότε. Ένας ηλικιωμένος ιερέας του χωριού με βάφτισε με επίχυση νερού. Η αφαίρεση των βραχιολιών φιλίας σήμαινε τη δική μου «αποκήρυξη του Σατανά» και την «υπόσχεση στον Χριστό».
Τα θαύματα στην κόλαση
Στο σχολείο τα πήγαινα πολύ άσχημα. Η μητέρα μου, μην μπορώντας να το παλεύει άλλο, αποφάσισε ότι, αφού δεν διάβαζα, έπρεπε να δουλεύω. Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, και πάλι με την επιμονή της μητέρας μου, έγινα καθαρίστρια στο Τμήμα τραυμάτων ενός νοσοκομείου της πρωτεύουσας. Ήταν το 1991. Το νοσοκομείο άμεσης βοήθειας εκείνης της εποχής απεικόνιζε τη συσσώρευση της ανθρώπινης δυστυχίας και τον τελευταίο κύκλο της επίγειας κόλασης. Όμως, εδώ δούλευαν οι αδελφές του ελέους μιας πρόσφατης Ορθόδοξης Αδελφότητας. Ήταν γυναίκες πολύ μεγαλύτερες από μένα, που είχαν επιλέξει συνειδητά τον δρόμο της προσφοράς προς τους συνανθρώπους τους. Νέοι ασθενείς, ταλαιπωρημένοι και εγκαταλελειμμένοι, βλέποντας μια αδελφή με το παράξενο χιονόλευκο μαντήλι με κόκκινο σταυρό, το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν ήταν: «Από πού είσαι;». Ήταν εντελώς αδιανόητο ότι κάποιος ήθελε πραγματικά να βοηθήσει. Ήταν λες και οι ίδιες οι λέξεις «βοήθεια» και «έλεος» είχαν εξαφανιστεί για πάντα από τον κόσμο μας.
Νωρίς το πρωί, πηγαίνοντας στην πρώτη βάρδια της ζωής μου, κάπνισα νωχελικά ένα τσιγάρο. Αν και, σύμφωνα με το νόμο, στα δεκαπέντε μου, μπορούσα να δουλεύω μόνο μέχρι τις τέσσερις, στις έντεκα το βράδυ, καθώς σερνόμουν από το μετρό προς το σπίτι και κοίταζα τα φωτισμένα παράθυρά μου, σκέφτηκα: «Έχω ξεριζωθεί και έχω μεταφυτευτεί σε άλλη γη. Τώρα που γνωρίζω πόσο μπορεί να υποφέρουν οι άνθρωποι, δεν θα μπορέσω ποτέ να ζήσω τη ζωή μου όπως παλαιά». Παρόλο που είχα ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με το ζόρι, δεν μπόρεσα ποτέ να την εγκαταλείψω.
Με Αυτόν και χωρίς Αυτόν
Όχι, δεν σταμάτησα το κάπνισμα, δεν σταμάτησα να πηγαίνω σε ντισκοτέκ, δεν έτρεξα στο ναό για εξομολόγηση και δεν άρχισα να προσεύχομαι. Αντίθετα, η υποκρισία μου απέκτησε ακόμη πιο ριζοσπαστική μορφή. Καθώς στεκόμουν πια πολύ κοντά στον Θεό, με όλη μου τη δεύτερη εξωνοσοκομειακή ζωή ήταν σαν να Του έλεγα: «Αν και υπάρχεις, αν και λυπάμαι τους πάσχοντές Σου, εγώ δεν ζήτησα να έρθω κοντά Σου. Ναι, υπάρχεις Εσύ, με όλες αυτές τις αδελφές του ελέους, και υπάρχω εγώ με την επιθυμία μου να ζήσω όπως θέλω». Έτσι έζησα για δύο χρόνια. Σε όλη αυτήν την χρονική περίοδο, οι αδελφές του ελέους δεν με ρώτησαν ούτε μια φορά γιατί δεν εκκλησιάζομαι. Και παρακολουθούσα κάθε μέρα ότι, χωρίς αστεία, ήταν έτοιμες να πεθάνουν για οποιονδήποτε πάσχοντα ασθενή, όπως για τον Χριστό, ακόμη και αν αυτός ο θάνατος θα ανακούφιζε τον πόνο του κατ΄ ελάχιστο. Αργότερα, αποφοίτησα από την νοσηλευτική σχολή, αφιέρωσα άλλα οκτώ χρόνια της ζωής μου στο νοσοκομείο, έγινα άνθρωπος της Εκκλησίας. Αλλά θυμάμαι ακόμα και τώρα ένα περιστατικό που ήταν πραγματικό βάπτισμα για μένα.
Το δεύτερο βάπτισμα
Έγινα 17 ετών. Άρχισα και εγώ πλέον να εφημερεύω τη νύχτα νόμιμα. Όταν λέγαμε ότι είχαμε βαριά βάρδια σήμαινε ότι μπορείς να μπεις στο δωμάτιο των νοσηλευτριών μόνο στις τρεις το πρωί για να πέσεις στο κρεβάτι για δύο ώρες. Μια φορά είχα βάρδια με την αδελφή του ελέους Ραΐσα Τσατσούρινα. Είχαμε «βαριά βάρδια». Ήδη βαθιά μέσα στη νύχτα έπλυνα το διάδρομο και ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω. Πλησιάζοντας στην πόρτα του δωματίου των νοσηλευτριών, κοντοστάθηκα. Από το δωμάτιο ακουγόταν ένας ψίθυρος. Κατάλαβα ότι η Ραΐσα ήταν εκεί και διάβαζε τον βραδινό κανόνα προσευχής. «Ουάου», σκέφτηκα, «μετά από μια τέτοια βάρδια, διαβάζει κιόλας τον κανόνα!» Για μένα ήταν κάτι εντελώς ξένο. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ, αλλά αποφάσισα να περιμένω, να μην μπω μέσα. Σκέφτηκα να πάω να κοιτάξω έναν θάλαμο, αλλά κάτι με σταμάτησε. Ο ψίθυρος πίσω από την πόρτα ήταν τόσο κλαψιάρικος και επέστρεφε συνεχώς σε προηγούμενη νότα, σαν τη βελονιά «ανάποδη πλέξη». Αποφάσισα να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα, τι γινόταν τελικά εκεί μέσα; Δεν είδα τίποτα το ιδιαίτερο πίσω από την πόρτα. Η Ραΐσα στεκόταν όρθια στη μέση του δωματίου απέναντι από το εικονοστάσι, κρατώντας το προσευχητάρι κοντά στα μάτια της, και προσευχόταν, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της στο ρυθμό των λέξεων. Η γεροδεμένη φιγούρα της κουνιόταν λίγο, σαν να κρατιόταν από το προσευχητάρι με όλη της τη δύναμη. Από την κούραση μπέρδευε τις λέξεις και σχεδόν κάθε τρίτη λέξη έβγαινε παραμορφωμένη. Αλλά η Ραΐσα δεν το έβαζε κάτω. Ξανά και ξανά επέστρεφε στη λέξη που είχε καταπιεί και την έλεγε ξανά, μέχρι να ακουστεί ομοιόμορφα και καθαρά μπροστά στον Κύριο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ακριβώς μετά από αυτό το περιστατικό μου έγινε ξεκάθαρο ότι δεν μπορώ να κρυφτώ από την πραγματική αλήθεια, ότι δεν θα μπορώ να προσποιούμαι ποτέ ξανά ότι δεν έχω ανάγκη τον Θεό και ότι τώρα θα πρέπει να δουλέψω σκληρά για να κάνω τη ζωή μου όλη να αξίζει έστω ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου εκείνης της νυχτερινής προσευχής που είχα κρυφακούσει.