Θεωρώ πως δεν κάνω λάθος αν υποθέσω ότι οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τα περί δουλείας στον Αρχαίο κόσμο από τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία εξακολουθούν συχνά να έχουν μια μαρξιστική προσέγγιση στη μελέτη της ιστορίας, καθώς επίσης και από μυθιστορήματα και ταινίες. Προκειμένου να τονιστεί η οξύτητα της ταξικής πάλης στην δουλοκτητική κοινωνία ή να ενισχυθεί η δραματικότητα ενός έργου μυθοπλασίας, η έμφαση συνήθως δίνεται πρωτίστως στην μειονεκτική θέση των δούλων, στην άδικη μεταχείριση, στην αυθαιρεσία των αφεντικών, στην απάνθρωπη εκμετάλλευση, καθώς και στα βάσανα και τις στερήσεις των ανθρώπων σε καθεστώς δουλείας. Αναμφίβολα, όλα αυτά τα πράγματα υπήρχαν. Ωστόσο, η δουλεία ως φαινόμενο περιλάμβανε και άλλες πτυχές που είναι σημαντικές για την κατανόηση του γιατί τόσο οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων που ζούσαν σε καθεστώς δουλοκτητικής κοινωνίας, όσο και οι απόγονοί τους, αποκαλούσαν και συνεχίζουν να αποκαλούν τους εαυτούς τους δούλους του Θεού.
Οι μορφές δουλείας στον Αρχαίο κόσμο μπορεί να διέφεραν ανάλογα με την ιστορική περίοδο, το συγκεκριμένο λαό ή κράτος. Στον αρχαίο πολιτισμό, ο δούλος δεν θεωρούνταν κάτι περισσότερο από έμψυχο εργαλείο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο δούλος είναι το τελειότερο έμψυχο εργαλείο. Στο Ισραήλ, όπου κήρυττε ο Χριστός, ο οποίος χρησιμοποίησε επανειλημμένα την εικόνα του δούλου στις παραβολές του, η δουλεία χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη ανθρωπιά και συνεπαγόταν υψηλότερο βαθμό ελευθερίας και αξιοπρέπειας για τον δούλο.
Αλλά παρά τις διαφορές, η δουλεία είχε και κοινά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι το εξής: ο δούλος, καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλείας, ήταν η πλήρης και απόλυτη ιδιοκτησία του κυρίου του. Δεν μπορούσε να εργαστεί για κάποιον άλλον, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον κύριό του, όλη η περιουσία του ανήκε στον ιδιοκτήτη του. Ταυτόχρονα, κανένας άλλος εκτός από τον ιδιοκτήτη δεν μπορούσε χωρίς συνέπειες να θίξει τον δούλο άλλου ή να του προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά. Όσο υψηλότερη ήταν η θέση του ιδιοκτήτη, άλλο τόσο η ασυλία των δούλων του ήταν δεδομένη, απολαμβάνοντας αξιόπιστη προστασία με τους νόμους του κράτους και το κύρος του κυρίου τους. Ο δούλος έφερε ευθύνη μόνο απέναντι στον κύριό του και ο κύριος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τον δούλο του.
Ο Χριστός και οι απόστολοι, όταν αναφέρονταν στη δουλεία όσον αφορά στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, εννοούσαν ακριβώς την παραπάνω διάσταση της αμοιβαίας ευθύνης, της πλήρους και ανεπιφύλακτης παράδοσης του εαυτού στον Θεό, της ελευθερίας από κάθε άλλη εξουσία και εξάρτηση.
Το να αποκαλείς τον εαυτό σου δούλο του Θεού σημαίνει ότι παραδίδεσαι ολοκληρωτικά στον Θεό, δηλώνεις ξεκάθαρα και απερίφραστα ότι δεν είσαι πλέον δούλος κανενός και για τίποτα: ούτε ανθρώπων, ούτε των αδυναμιών σου, ούτε των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ούτε των χρημάτων. Κανενός άλλου εκτός από τον Θεό. Αν είσαι δούλος του Θεού, αυτό σημαίνει ότι δεν είσαι δούλος κανενός άλλου.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι που είναι αφοσιωμένοι στον Θεό αναφέρονται και με άλλα ονόματα στην Αγία Γραφή. Ο ίδιος ο Κύριος και οι απόστολοι αναφέρονται επανειλημμένα στους πιστούς ως παιδιά του Θεού, και ο Ιησούς Χριστός, σε μια συζήτηση κατά τον Μυστικό Δείπνο, αποκαλεί τους μαθητές Του φίλους (βλ. Ιω. 15:15).
Ο άνθρωπος, όταν δηλώνει ότι «είναι δούλος του Θεού», εκφράζει το θρησκευτικό του συναίσθημα. Και αν η δουλεία ως κοινωνικός θεσμός συνεπάγεται πάντοτε τον περιορισμό της ελευθερίας, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι εξ ορισμού ελεύθερο. Να πιστεύουμε στον Θεό ή όχι, να τηρούμε τις εντολές Του ή να τις απορρίπτουμε – αυτή είναι πάντα η ελεύθερη επιλογή μας. Η ίδια η πράξη του να παραδίδουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού είναι μια ελεύθερη απόφαση του ανθρώπου, ο οποίος αναζητά από τον Κύριο την βοήθεια για να ξεπεράσει τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες του πεπτωκότος κόσμου.
Η δουλεία στον Θεό, ο οποίος είναι Αγάπη και σύνολο όλων των τελειοτήτων, δεν συνεπάγεται καταπίεση του ανθρώπου, αλλά τον ύψιστο βαθμό έκφρασης της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία πραγματώνεται με την καθ’ ομοίωσιν Θεού αύξηση. Η εκούσια είσοδος σε μια τέτοια δουλεία είναι το ξεκίνημα της πορείας προς την αγιότητα, στην οποία ο Ίδιος ο Κύριος καλεί τους πιστούς Του: Ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν (Λευ. 19:2).