«Κοιτάξτε, έρχεται η Καρίνα», είπε ένας από τους κληρικούς, και όλοι το έβαλαν στα πόδια για να την αποφύγουν.
Την Καρίνα την γνώριζαν όλοι: ήταν μια γυναίκα περίπου 50 ετών, η οποία, σύμφωνα με τους κατοίκους μικρής πόλης της Γεωργίας, «έχασε τα λογικά της», μετά από μια οικογενειακή τραγωδία. Έβαζε τις φωνές σε όσους δεν της άρεσαν, έμπαινε στην εκκλησία, όπου και όταν βόλευε για να διαταράξει την ιερή ακολουθία: άλλοτε απάγγελνε ποιήματα, άλλοτε διηγούνταν παραμύθια. Άλλοτε άρχιζε να χορεύει και μετά να κλαίει, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν γύρω της. Κανείς δεν την θυμόταν ήρεμη. Μόνο ένας μοναχός την έκανε παρέα. Άλλοτε περπατούσε δίπλα μαζί της, άλλοτε τραγουδούσε μαζί της, άλλες φορές καθόταν με τις ώρες στο παγκάκι δίπλα της και της μιλούσε.
– Έχεις φάει κάτι σήμερα, Καρίνοτσκα;
– Όχι! Αφού ξέρεις πως έχω πάρα πολύ καιρό να μαγειρέψω! Ποιος θα μαγειρεύει για μένα; Κανένας δε με αγαπάει!
– Αχ, εσύ, χολικός άνθρωπος! Πόσο θα ήθελα να σου ξεριζώσω τα μαλλιά, αλλά έτσι κι αλλιώς μοιάζεις με τσουρουφλισμένη κότα. Δεν σε αγαπάει ο Κύριος; Ο Χριστός μου έχει πει προσωπικά ότι σε αγαπάει, και μάλιστα με ανάγκασε αρκετές φορές να σου φτιάξω σούπα. Να, χτες, για παράδειγμα!
– Δεν με κοροϊδεύεις; Ορκίσου τώρα αμέσως!
– Όρκους έδωσα, Καρίνα μου, όταν με έκειραν.
Πολλές φορές μπορούσε κανείς να ακούσει παρόμοιες συζητήσεις ανάμεσα στην τρελή Καρίνα και στον απλό αυτό μοναχό. Τόσες φορές της έφερνε φαγητό: μαγείρευε για εκείνη άλλοτε σούπα, άλλοτε κρεμμύδια σιγομαγειρεμένα με ντομάτες. Συχνά διαφωνούσαν, αλλά μετά από αυτό γελούσαν πολύ δυνατά. Όλοι αναρωτιόντουσαν: γιατί η Καρίνα δεν «τα έβαζε» μαζί του, γιατί δεν του φώναζε, γιατί δεν τον πρόσβαλλε;
«Ποιος ξέρει τι βλέπει αυτή, όταν χορεύει με δάκρυα στα μάτια;» - είπε κάποτε ο μοναχός με συγκίνηση... «Ποιος μπορεί να καταλάβει τον πόνο που νιώθει; Να, έχει γραφεί: “Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί”. Της ζητάω συχνά να προσεύχεται για μένα, τον αμαρτωλό! Τέτοιοι άνθρωποι έχουν ιδιαίτερη χάρη».
***
«Τέτοιοι άνθρωποι έχουν ιδιαίτερη χάρη!» – έλεγε ο γέροντας Γαβριήλ για την «τρελή» Καρίνα
Πολλή χάρη είχε και ο ίδιος ο μοναχός. Τον έλεγαν Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε): Αυτόν ακριβώς τον μοναχό είχαν δει πολλές φορές να κάθεται στο παγκάκι δίπλα στην Καρίνα και να τραγουδάει μαζί της γεωργιανά τραγούδια. Αυτή ήταν η καρδιά του παππούλη... Ευαίσθητη, στοργική, τρυφερή, γεμάτη συμπόνια. Ποιος ξέρει τι έβλεπε, όταν τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα και αγάπη κάθε φορά που συναντούσε την Καρίνα.
Τα μάτια του γέροντα τους έβλεπαν όλους μέσα από το πρίσμα της αγάπης και γι’ αυτό ζέσταιναν την «τρελή» Καρίνα, που είχε τόση ανάγκη από ανθρώπινη φροντίδα. Μπορούσε να κάθεται μαζί της για ώρες, να την ενθαρρύνει! Και αυτή ήταν ευτυχισμένη δίπλα στον μοναχό, καθώς ένιωθε ότι ήταν και αυτή ένα πλάσμα του Θεού, όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω της, αυτοί που συχνά την αποκήρυσσαν, την απέφευγαν, επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε στην ψυχή μιας δυστυχισμένης γυναίκας.
Βέβαια, μόνο ο Θεός το γνωρίζει, αλλά δεν με εγκαταλείπει η πεποίθηση ότι τώρα ο δια Χριστόν σαλός Γαβριήλ και η «τρελή» Καρίνα προσεύχονται μαζί από τη Βασιλεία των Ουρανών για όλους μας...
Πρόσφατα, στα δίπτυχα του γέροντα Γαβριήλ βρέθηκε ένα σημείωμα με το όνομα Καρίνα.
Ο γέροντας Γαβριήλ προσευχόταν συχνά για εκείνη, και οι παραπάνω διάλογοι ταιριάζουν απόλυτα στον χαρακτήρα του γέροντα. Μπορούσε να εκφράζεται πολύ σκληρά, να σοκάρει τους γύρω του με βρισιές, αλλά πίσω από αυτά τα φαινομενικά σκληρά λόγια κρυβόταν μεγάλη αγάπη. Με αυτόν τον τρόπο ο γέροντας Γαβριήλ προσπαθούσε να δίνει την εντύπωση ενός απλού τρελού. Μερικές φορές έκανε τόσο καλές παραστάσεις, όπως θυμούνται τα πνευματικά του παιδιά, που όλοι εκπλήσσονταν και... βυθίζονταν σε αυτές τις «παραστάσεις» που έμεναν για πολύ καιρό στη μνήμη τους. Βέβαια είχαμε ανάγκη από όλες αυτές τις επιπλήξεις, τις βρισιές, που ο γέροντας μας «χάριζε» συχνά. Αλλιώς, όπως έλεγε ο ίδιος, «θα νομίζαμε ότι είμαστε φτερωτοί άγγελοι».
***
Μια μέρα, κάποιοι κληρικοί έφεραν στον γέροντα ένα νεαρό που έπασχε από αλκοολισμό. Νόμιζαν ότι ο γέροντας Γαβριήλ θα τον νουθετούσε, θα του διάβαζε στίχους από το Ψαλτήρι, παραβολές από το Ευαγγέλιο, αλλά πού!
Ο γέροντας χαμογέλασε και… έβγαλε από κάτω από το κρεβάτι ένα κάνιστρο με κόκκινο κρασί
Ο γέροντας τους υποδέχτηκε όλους στο κελί του, τους άκουσε, έριξε μια ματιά στον νεαρό, χαμογέλασε, έβγαλε από κάτω από το κρεβάτι ένα κάνιστρο με κόκκινο κρασί και πρότεινε να πιουν όλοι μαζί. Το πρότεινε με τόση πειστικότητα που κανείς δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Έκανε προπόσεις και ευχαριστούσε συνεχώς τον Κύριο και την Παναγία.
Τα πρώτα τρία ποτήρια τα ήπιαν ήρεμα. Όταν όμως γέμισε τα ποτήρια για τέταρτη φορά και έκανε την πρόποση, κούνησε τα χέρια του προς τον νεαρό, έσπρωξε το ποτήρι του και το κρασί χύθηκε. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Όλοι ντράπηκαν, ειδικά οι ιερείς, οι οποίοι είχαν πει στον νεαρό ότι τον πάνε σε έναν μεγάλο θεοφόρο γέροντα με το χάρισμα της προσευχής και της προορατικότητας.
Αλλά τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Κάθονταν σιωπηλοί και ονειρεύονταν να βγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το κελί, αλλά ο παππούλης δεν τους άφηνε. Η ευλογία του γέροντα είχε τόση δύναμη που όλοι ήταν αναγκασμένοι να υπακούσουν. Σύντομα, ο γέροντας σηκώθηκε και άρχισε να τους βρίζει όλους γύρω του με τέτοιες αισχρότητες, που οι ιερείς που βρίσκονταν στο κελί του έμειναν άναυδοι και κοκκίνισαν από ντροπή. Αφού τους έβρισε με τα χειρότερα λόγια, ξαφνικά ανέβηκε σε ένα σκαμνί και άρχισε να χορεύει και να λέει ότι τώρα θα τους κάνει «στριπτίζ». Οι παρευρισκόμενοι δεν το άντεξαν πλέον αυτό και έτρεξαν βολίδα έξω από το κελί του, πεπεισμένοι ότι ο μοναχός Γαβριήλ δεν ήταν παρά τρελός!
Πέρασαν μερικοί μήνες. Ο γέροντας πέθανε. Εκείνος ο νεαρός επισκέφτηκε το μοναστήρι με όλη την οικογένειά του. Ήταν... εντελώς θεραπευμένος από το αμάρτημα της μέθης. Όπως διηγήθηκαν οι γονείς του και ο ίδιος, τότε που τον είχαν επισκεφτεί στο κελί του, ο γέροντας Γαβριήλ επαναλάμβανε ακριβώς τις πράξεις και τα λόγια αυτού του νεαρού σε κατάσταση μέθης. Όπως διηγόταν η μητέρα του, «ο γιος μου μας έβριζε όλους με τα χειρότερα λόγια. Μερικές φορές, όντας σε τελείως ανεξέλεγκτη κατάσταση λόγω μέθης, πηδούσε πάνω στο τραπέζι και άρχιζε να κάνει στριπτίζ, τόσο δαιμονισμένος και διεφθαρμένος ήταν!»
Όλοι δάκρυσαν, όταν άκουσαν αυτή την ιστορία. Τότε έγινε σαφές γιατί ο γέροντας συμπεριφερόταν με αυτόν τον τρόπο εκείνο το βράδυ! Έδειξε στον νεαρό όλη την αηδία του αμαρτήματος που τον είχε κυριεύσει. Αυτό το έκανε χωρίς να σκεφτεί ούτε τη δική του φήμη, ούτε τι θα έλεγαν και θα σκεφτόντουσαν για αυτόν! Και… τον θεράπευσε!
Στη ζωή του ο γέροντας Γαβριήλ είχε βρεθεί μπροστά σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Πίσω από κάθε πράξη και κάθε λέξη του (ακόμη και τις βρισιές!) κρυβόταν ένας μεγάλος αγώνας και μια μεγάλη αγάπη, με την οποία και σήμερα μας σκεπάζει όλους σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς!