«Σπουργίτια» στον φράχτη. Ζωγράφος: Ιλαρίων Πριανίσνικοφ
Οι Άγιοι Πατέρες μας προειδοποιούν να μην εμπιστευόμαστε τα όνειρα και μας προφυλάσσουν με αυστηρές συστάσεις από «αυτόν τον δόλο των δολίων δαιμόνων». Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις όταν τα όνειρα, όπως γράφει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, προέρχονται από τους αγγέλους:
«Οι άγγελοι μας δείχνουν την κόλαση, την Κρίση και τον χωρισμό, και έτσι μας κάνουν να ξυπνούμε έντρομοι και περίλυποι… Πίστευε μόνο σ΄ εκείνα πού σου αναγγέλλουν για την κόλαση και την Κρίση. Εάν όμως δημιουργείται μέσα σου απόγνωση, τότε και αυτά τα όνειρα προέρχονται από τους δαίμονες» (Κλίμακα. Λόγος Γ΄).
***
Στην Εκκλησία με έφερε ο αδελφός μου Βίτια, χωρίς ο ίδιος να την γνωρίζει. Και μάλιστα με έφερε μετά τον θάνατό του…
Ο αδελφός μου ήταν μικρότερος, και αυτός ήταν ο λόγος που τον φρόντιζα από μικρή ηλικία, όπως συμβαίνει συνήθως σε οικογένειες με κάμποσα παιδιά, όπου τα μεγαλύτερα παιδιά, παρόλο που και τα ίδια μόλις που έχουν μάθει να κουμπώνουν τα ρούχα τους, είναι υποχρεωμένα να φροντίζουν τα μικρότερα. Και ειδικά στο χωριό, όπου τα παιδιά, σαν τα πουλιά που ανυπομονούν να πετάξουν από τις φωλιές, την κλεισούρα του σπιτιού, στην ύπαιθρο – στο δρόμο, στο χωράφι, στο δάσος, στη λίμνη! Υπάρχουν, άλλωστε, τόσα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα εκεί!
Το μόνο που σε προφταίνει, την ώρα που φεύγεις τρέχοντας, είναι η φωνή που ακούς:
– Πάρε στην τσέπη σου τσουρεκάκι και μην αφήνεις το χέρι του αδελφού σου από το δικό σου χέρι! Και μόλις ο ήλιος σταθεί πάνω από τα κεφάλια σας, να τρέξετε στο σπίτι για μεσημεριανό!
Οπότε, αν και μόλις και μετά βίας μπορούσε να βαδίσει, αναγκαζόμουν να τον παίρνω μαζί μου στα «κοριτσίστικα» παιχνίδια μου, ένα από τα οποία, το αγαπημένο μου ήταν, φυσικά, το αρχαίο όσο και ο κόσμος και το ποτέ κουραστικό παιχνίδι «της ζωής».
Εύκολα φτιάχναμε ένα «σπίτι», κάπου κάτω από ένα λόφο, στην εξοχή ή στον κήπο, στους θάμνους. Επινοούσαμε για «τραπέζι» και «καρέκλες» ό,τι βρίσκαμε μέσα στα πόδια μας, «σκεύη» από αποθηκευμένα εκ των προτέρων κάθε λογής βαζάκια, καπάκια, ακόμα και απλά σπασμένα κομμάτια. Ορίζαμε «μητέρες» και «παιδιά». Τα μικρότερα αδέρφια μας ήταν ό,τι έπρεπε για να παίξουν τα παιδιά. Οι πατέρες ήταν δεδομένο ότι απουσίαζαν «στη δουλειά» και, κατά κανόνα, δεν τους λογαριάζαμε.
Οι «μητέρες» έπλεκαν κοτσιδάκια στα «παιδιά» τους, τα τάιζαν με τσουρεκάκια και κουλουράκια που έπαιρναν από το σπίτι, τα πήγαιναν «σχολείο», τα «θεράπευαν», «αγόραζαν» «κούκλες» από τριχωτά καλαμπόκια που μάζευαν στα κρυφά από τους λαχανόκηπους...
Πέρασαν κάπου δύο χρόνια, και μια μέρα η μητέρα μας εμπιστεύτηκε σε εμένα και τον Βίτια τις πραγματικές μέριμνες του επιούσιου άρτου μας! Ναι, ακριβώς έτσι! Εκείνη την εποχή, φυσικά, δεν υπήρχε πλέον έλλειψη ψωμιού, αλλά υπήρχαν ορισμένες δυσκολίες για να το προμηθευτούμε. Το αρτοποιείο βρισκόταν 12 χιλιόμετρα μακριά, σε ένα γειτονικό χωριό, και το χειμώνα (στους χειμώνες είχαμε πολύ χιόνι, καμιά φορά και πολυήμερες χιονοθύελλες) το φορτηγό που θα έφερνε ψωμί δεν μπορούσε να έρθει για αρκετές μέρες, καθώς οι δρόμοι ήταν σκεπασμένοι με πολλά μέτρα χιόνι, οπότε τότε το χωριό ταπεινά στρεφόταν σε παξιμάδια που είχαν προετοιμάσει.
Αλλά μόλις ο καιρός άνοιγε, καθάριζαν το δρόμο και από το πρωί όλοι περίμεναν το φορτηγό με το ψωμί.
Οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά έπαιρναν θέση στην ουρά, γιατί οι υπόλοιποι δεν είχαν χρόνο: δουλειά στο κολχόζ, δουλειές του σπιτιού, μωρά.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες με μεγάλη, καθώς φαινόταν, ευχαρίστηση (με τους αγαπημένους τους ηλιόσπορους) κάθονταν όλη μέρα στη θαλπωρή του μικρού «πέτρινου μαγαζιού», κοντά στη στρογγυλή σόμπα, όπου καίγονταν κούτσουρα σημύδας και μπρικέτες άνθρακα. Τα παιδιά, από την άλλη, πατούσαν με απερίγραπτη ζωηρότητα τις φρέσκες χιονοστιβάδες στο δρόμο με τα έλκηθρα, τα σκι, καθώς και με τα πλευρά τους. Αναπλήρωναν έτσι τον χαμένο χρόνο, καθώς κάθονταν άπραγοι στο σπίτι όσο κρατούσε η κακοκαιρία.
Ανά διαστήματα στο κατώφλι του καταστήματος έβγαινε κάποια γιαγιά και φώναζε:
– Ελάτε όλοι στη σόμπα να ζεσταθείτε! Το χιόνι έχει παγώσει πάνω σας! Έχετε κρυώσει τόσο πολύ που δεν νιώθετε τα πόδια σας, είμαι σίγουρη!
Τα παιδιά, καλυμμένα από την κορυφή ως τα νύχια με χιόνι, με κατακόκκινα μάγουλα, έμπαιναν στον ζεστό αέρα του μαγαζιού, που μύριζε χαλβά, μπισκότα και ηλιόσπορους, και έκαναν κύκλο γύρω από τη στρογγυλή σόμπα, αλλά όχι για πολύ....
Η χειμωνιάτικη μέρα είναι σύντομη, σκοτεινιάζει γρήγορα. Να που επιτέλους εμφανίζεται το φορτηγό με δύο καρότσες και την επιγραφή «ΨΩΜΙ». Αρχίζουν αμέσως να ξεφορτώνουν ξύλινες παλέτες με ζεστό ακόμα ψωμί, που αποπνέει ένα μεθυστικό, μα τόσο σπιτικό, ειρηνικό και χαρούμενο άρωμα: καρβέλια σικάλεως, σιταρένια, «τριπλά» και βουνά από τσουρεκάκια με ροδισμένο χρώμα και με γλυκό πασπάλισμα.
Φτάνει η σειρά μας και η πωλήτρια μας ρωτάει:
– Ως συνήθως, τέσσερα μαύρα, σιταρένιο, τριπλό και έξι τσουρεκάκια; – και μας τα βάζει όλα στην δικτυωτή τσάντα. Της δίνω ένα ρούβλι με κάτι κέρματα και βγαίνουμε από το μαγαζί στο έντονο φως από τις λάμπες του δρόμου;
Το χιόνι αστράφτει κάτω από τα πόδια και στον σκοτεινό ουρανό τα αστέρια άναψαν για τα καλά.
Στο σπίτι κανείς από τους δικούς μας δεν ανησυχεί, καθώς κάθε τόσο και χωρίς τα τηλέφωνα ενημερώνονται: «οι δικοί σου παίζουν κοντά στο μαγαζί», «έχουν ήδη φέρει το ψωμί», «οι δικοί σου στέκονται στην ουρά πίσω από τη γειτόνισσά σου, τη γιαγιά Τατιάνα», και ούτω καθεξής.
Ο Βίτια και εγώ βγάζουμε το έλκηθρό μας από την χιονοστιβάδα. Βάζω τον αδελφό μου πάνω και του φορτώνω από πάνω την τσάντα με το ψωμί:
– Κράτα το καλά, μην σου πέσει!
Με δυσκολία σέρνω το έλκηθρο στο χιονισμένο πατημένο δρόμο προς το σπίτι και είμαι πολύ χαρούμενη: αγοράσαμε ψωμί, ο Βίτια, κουρασμένος από το τρέξιμο, κάθεται αναπαυτικά (το έλκηθρο είναι με πλάτη) και δαγκώνει μια μυρωδάτη φρατζόλα μέσα από τις οπές της δικτυωτής τσάντας. Τι ωραία!
Οι φίλες της μαμάς που συναντάμε στο δρόμο σταματούν και, κουνώντας το κεφάλι τους, λένε επιτιμητικά:
«Γιατί έβαλες τον Βίτια στο έλκηθρο; Αφού δυσκολεύεσαι! Βάλτε το ψωμί στο έλκηθρο και να το τραβάτε μαζί!»
Όμως, δε θέλω να τις ακούσω, αφού ο Βίτια κάθεται τόσο ωραία και αναπαυτικά. Είναι, άλλωστε, πολύ μικρός και έχει κουραστεί!
Και εγώ επιμένω να τραβάω το έλκηθρο στο δρόμο…
***
Όταν μεγαλώσαμε, από συνήθεια δεν έχανα την ευκαιρία να νουθετώ και να εποπτεύω τον αδελφό μου, καθώς θεωρούσα ότι δυσκολεύεται με τα πρακτικά και είναι ευάλωτος στη ζωή. Ήταν πράγματι «μη πρακτικός» και «μη διεκδικητικός» και κατά κάποιον τρόπο πολύ αφελής...
Δεν έχανα την ευκαιρία να νουθετώ και να εποπτεύω τον αδελφό μου, καθώς θεωρούσα ότι δυσκολεύεται με τα πρακτικά
– Πού είναι η μεγάλη σου δερμάτινη τσάντα; – του έκανα ανάκριση.
Ακολουθούσε η συνήθης απάντηση:
– Ε, ένας φίλος μου έφευγε για την Άπω Ανατολή και δεν είχε τσάντα για το δρόμο, οπότε, του έδωσα τη δική μου…
Μια άλλη φορά:
– Γιατί πέφτεις με τα μούτρα στο βραδινό λες και δεν έχεις φάει τίποτα όλη μέρα; Αφού κάθε πρωί σου ετοιμάζω για τη δουλειά το θερμό και σου φτιάχνω ένα σορό σάντουιτς!
– Τα δίνω στα παιδιά, αφού αυτά ζουν στην εστία. Εκεί δεν έχουν κάποιον να τους μαγειρεύει, εγώ όμως ξέρω ότι μόλις έρθω σπίτι θα φάω καλά!
Όταν ζούσε μόνος του, στο σπίτι του πάντοτε συνωστίζονταν κατά καιρούς ένα σορό από περιθωριοποιημένους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Κάτι που δεν άρεσε καθόλου σε εμένα και στην αδελφή μου.
– Ελάτε, μην θυμώνετε, – απαντούσε με τις συνήθεις εξηγήσεις. – Αφού δεν έχει που να μείνει τώρα, πώς να του πω όχι; Δεν με ενοχλεί καθόλου, αφού συμφωνεί κιόλας να κοιμάται στο πάτωμα, σε στρώμα.
Έφτασε η σκληρή δεκαετία του 1990, τότε που πολλοί «μη διεκδικητικοί» άνθρωποι δεν άντεξαν το βάρος της σκληρής εποχής και κατέρρευσαν. Τον αδελφό μας τον έπληξε, εκτός των άλλων και ο εθισμός στο αλκοόλ. Με αποτέλεσμα, σε ηλικία μόλις 39 ετών, να νοσήσει από ηπατική νόσο που συνετέλεσε στον πρόωρο θάνατό του.
Η αδελφή μου και τα ανίψια μου τον κηδεύσαμε, και μετά το εννιαήμερο μνημόσυνο επέστρεψα στο σπίτι μου, στη Μόσχα.
***
Ήταν ενδέκατη μέρα μετά το θάνατό του. Εγώ, εξαντλημένη από όλα όσα είχα βιώσει, εξουθενωμένη καθώς ήμουν και άυπνη όλη τη νύχτα στο τρένο – με τα σύνορα και τα δύο τελωνεία – έπεσα στο κρεβάτι μου και... είδα κάτι ανάμεσα σε όνειρο και την πραγματικότητα.
Εδώ πρέπει να πω ότι σε θέματα πίστης, Εκκλησίας και γενικά στα μυστικιστικά πράγματα οι γνώσεις μου ήταν ουσιαστικά μηδαμινές: δεν φορούσα σταυρό και είχα μια πολύ θολή ιδέα για το ποιος είναι ο Χριστός... Ευτυχώς που δεν είχα μπλέξει και σε καμιά αίρεση, οπότε δεν μπορούσα να έχω εκ των προτέρων κάτι «τέτοιο» στη φαντασία μου.
Εξαντλημένη από όλα όσα είχα βιώσει, έπεσα στο κρεβάτι μου και... είδα κάτι ανάμεσα σε όνειρο και την πραγματικότητα
Και να που βλέπω ξαφνικά τον Βίτια, ζωντανό, αλλά με κάποια αχνή και παράξενη μορφή: ήταν ημιδιαφανής με μπλε-γκρι απόχρωση και χωρίς βαρύτητα στο φωτεινό φόντο που κάνει το πρωινό παράθυρο. Τον αναγνωρίζω αμέσως, και σαν να τρέχω με όλη μου την ψυχή προς το μέρος του, κλαίω, χαίρομαι και αναφωνώ:
– Βίτια, Βίτια, πώς είσαι, πού είσαι τώρα, τι συμβαίνει εκεί με σένα;
Τον ρωτούσα σαν να ήξερα σίγουρα ότι ζει και βρίσκεται κάπου «εκεί», και δεν εξαφανίστηκε εντελώς, όπως θεωρούσα τις προάλλες.
Και μου απαντάει, με εκείνον τον γνώριμο, συνηθισμένο του τρόπο, σιγανά, κάπως ντροπαλά και τρυφερά, με λύπη γέρνοντας το κεφάλι του:
– Είναι τόσο σκοτεινά εδώ, αιώνιο σκοτάδι. Και χιονίζει συνέχεια, αιώνιο, αιώνιο χιόνι....
Βλέπω κι εγώ, σαν σε μια τεράστια οθόνη, αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, αυτό το σκότος, που στο φόντο του, λοξά, πέφτει και όλο πέφτει πυκνό, ανήσυχο χιόνι...
– Μα θα παγώσεις εκεί έξω, κρυώνεις, έτσι δεν είναι; – του λέω, κλαίγοντας και υπονοώντας ότι είναι «εκεί» μόνο με το κοστούμι με το οποίο θάφτηκε.
– Όχι, δε θα κρυώσω, πώς να κρυώσω, – μου απαντάει και καταλαβαίνω τι θέλει να πει: αφού δεν έχει πώς να κρυώσει εκεί, μια και δεν έχει σώμα, παρά μόνο ψυχή.
Και στη συνέχεια, απροσδόκητα για μένα, λες και ήταν κάτι το αυτονόητο, τον ρωτάω:
– Έχεις δει εκεί Κάποιον;
Καταλαβαίνει και αυτός για Ποιον ρωτάω και μου απαντάει με ακόμα περισσότερη λύπη:
– Ναι, είδα… Και φοβάμαι: τι θα απογίνει τώρα με μένα;
Τότε εγώ, κλαίγοντας, με πολλή λύπη και αγάπη του λέω:
– Να Τον παρακαλάς, να Τον παρακαλάς ώστε να σε συγχωρέσει. Και εμείς εδώ θα προσευχόμαστε, θα προσευχόμαστε για σένα.
Η ίδια, όμως, μέχρι τότε δεν είχα καμία ιδέα για το τι είναι «να προσεύχεται κανείς» και πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Γενικώς, δεν είχα προσευχηθεί ποτέ ούτε σκόπευα να το κάνω στο μέλλον.
Αλλά κλαίω και όλο επαναλαμβάνω την απρόσμενη υπόσχεσή μου:
– Θα προσευχόμαστε, θα προσευχόμαστε, θα προσευχόμαστε για σένα…
Με αυτά τα λόγια, η ψυχή του, ελαφριά σαν την ομίχλη, παρηγορημένη και ευγνώμων, με πλησιάζει, και αυτός, όπως όταν ήταν μικρός, ξαπλώνει στην άκρη του κρεβατιού, κουλουριασμένος, και ακουμπάει το κεφάλι του στην παλάμη του απλωμένου χεριού μου.
Ανοίγω τα μάτια μου, το πρόσωπό μου και ο γιακάς της πιτζάμας είναι βρεγμένα από τα δάκρυα. Στην ανοιχτή μου παλάμη αισθάνομαι πολύ καθαρά τη ζεστασιά... Αλλά δεν έχω χρόνο να κλάψω. Υποσχέθηκα να «προσεύχομαι». Ο Βίτια το έχει μεγάλη ανάγκη. Αλλά και εγώ η ίδια φοβάμαι πολύ για αυτά που άκουσα και είδα, για αυτό το σκοτάδι, το κρύο, το άγνωστο. Επομένως, πρέπει το συντομότερο δυνατό να μάθω πώς να προσεύχομαι, πώς γενικώς γίνεται αυτό.
Είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να τρέξω αμέσως στην εκκλησία, αλλά το πρόβλημα είναι ότι εγώ (ζώντας στη Μόσχα!) δεν μπορώ να θυμηθώ τον δρόμο για καμία εκκλησία, και μόνο μετά από αρκετή προσπάθεια έρχεται στη μνήμη μου η εικόνα του Καθεδρικού Ναού του Σωτήρος Χριστού. Έχει καθαγιαστεί πρόσφατα και όλοι έχουν ακούσει για αυτόν.
***
Ήταν φωτεινές ημέρες του Πάσχα. Εγώ, όμως, που εννοείται πως δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω καμία εκκλησιαστική περίοδο, μόλις μπήκα μέσα στην εκκλησία στην οδό Βολχόνκα, είχα κάπως σαστιστεί από την ασυνήθιστα χαρούμενη, εορταστική, κοκκινόχρυση διάθεση που υπήρχε στην εκκλησία, κάτι που ήταν εντελώς απροσδόκητο για μένα έχοντας ως φόντο το πρόσφατο όνειρό μου.
Η εξυπηρετική γυναίκα, πίσω από το ψηλό γραφείο από σκούρο ξύλο, μου εξήγησε ότι χρειάζεται να γράφω το όνομα του αδελφού μου στα δίπτυχα για σαρανταλείτουργα, ότι θα ήταν καλό να εξομολογούμαι και να κοινωνώ συχνά και γενικά να αλλάξω τη ζωή του προς το καλύτερο. Μου εξήγησε ότι αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο από όλα την ψυχή του αποθανόντος.
Αποφάσισα να αρχίσω αμέσως να εφαρμόζω όλα αυτά και επί τόπου, ακολουθώντας τη συμβουλή της, αγόρασα ένα σορό βιβλία για τα σχετικά θέματα.
Και εδώ με περίμενε μια μεγάλη ανακάλυψη! Αποδεικνύεται ότι υπάρχουν απαντήσεις σε όλα σχεδόν τα ερωτήματα και ότι οι απαντήσεις είναι αξιόπιστες, αναντίρρητες! Εγώ, όμως, νόμιζα ότι είναι αδύνατον να γνωρίζουμε οτιδήποτε συμβαίνει πέρα από τα όρια της επίγειας ζωής – αν υπάρχει κάτι που να συμβαίνει – και ότι υπάρχουν μόνο εικασίες και υποθέσεις. Και ότι οι άνθρωποι προσεύχονται στους ναούς, συνθέτοντας προσευχές, όπως συνθέτουν ποιήματα, κάτι σαν ποιητικές σκέψεις. Και ότι η ίδια η Εκκλησία είναι, τρόπον τινά, ένας θεσμός ηθικής, σεβαστός και απαραίτητος, αλλά τίποτα περισσότερο...
Όμως, αποδείχτηκε ότι όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Οπότε βούτηξα με τα μούτρα στα βιβλία, πνιγμένη σε μια θάλασσα απίστευτων, συγκλονιστικών ανακαλύψεων και γνώσεων για έναν διαφορετικό κόσμο που δεν είχε όρια. Διάβαζα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Καταλάβαινα ότι έρχεται το βράδυ μόνο τότε που δεν μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω τις γραμμές και τα γράμματα στις σελίδες. Διάβαζα μέχρι να πονέσουν τα μάτια μου. Δεν είχα χρόνο να ψωνίζω, να μαγειρεύω και να καθαρίζω το σπίτι μου. Η ψυχή μου διψούσε για αυτή τη γνώση, όπως η ξεραμένη και ραγισμένη γη διψάει για νερό.
Η ψυχή μου διψούσε για αυτή τη γνώση, όπως η ξεραμένη και ραγισμένη γη διψάει για νερό
Όπως οι περισσότεροι «νεόφυτοι», ρίχτηκα στη μελέτη αυτής της επιστήμης αρχίζοντας από τα πιο σημαντικά: αγόρασα τη Βίβλο και τα έργα σχεδόν όλων των αγίων πατέρων της αρχαιότητας. Ανυπομονούσα να μάθω όλα τα βασικά πράγματα και από τις πιο έγκυρες πηγές. Μια από τις πρώτες, ευτυχώς, ήταν ο αββάς Δωρόθεος, και χαιρόμουν που τόσο απλά και προσιτά μιλάει για τόσο πολύπλοκα και ακατανόητα για το νου πράγματα!
Όμως, μετά στα χέρια μου βρέθηκε η «Κλίμακα» του Οσίου Ιωάννη και σκόνταψα στο πρώτο κιόλας «Σκαλοπάτι».
– Παππούλη, δεν καταλαβαίνω την «Κλίμακα», - είπα στον πατέρα Ανδρέα στον Ιερό Ναό του Σωτήρος Χριστού, – πώς πρέπει να κάνω αυτά που λέει ο Όσιος, ώστε να γίνονται όλα σύμφωνα με τα «Σκαλοπάτια»;
– Ούτε εγώ τα καταλαβαίνω όλα, – χαμογέλασε ο παππούλης. – Πόσο μάλλον δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν άνθρωπο να τα κάνει όλα πράξη… Εδώ στο ναό έχουμε κατηχητικό σχολείο για ενήλικες. Δεν το επισκέπτεστε ακόμα; Οπωσδήποτε να ρθείτε, θα προσπαθήσουμε μαζί να βγάλουμε άκρη.