Την ιστορία αυτή την άκουσα σε μια πόλη της Περιφέρειας Νίζνι Νόβγκοροντ. Εκεί συμμετείχαμε σε εκκλησιαστική-κοσμική εκδήλωση, μετά την οποία ακολούθησε γεύμα. Στο τραπέζι, όπου είχαν συγκεντρωθεί πιστοί, φιλικώς προσκείμενοι και, πιθανώς, άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με την Εκκλησία, ξεκίνησαν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Για τον μητροπολίτη Νικόλαο (Κουτέποβ), στον οποίο ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση, για τη Ρωσία, για τον Άγιο Σεραφείμ (λόγω της μικρής απόστασης από το Ντιβέεβο) και για τα θαύματα. Ώσπου στη συζήτηση υπάλληλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, ονόματι Ναταλία (η οποία μου επέτρεψε να μην αλλάξω το όνομά της), πολύ δυναμική, που αρχικά μου φάνηκε άκρως κοσμική, είπε: «Εγώ είδα τον Φύλακα Άγγελό μου» και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία.
Αποχαιρετισμός στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ζωγράφος: Μιχαήλ Αλντόσιν
Ήταν Σεπτέμβριος του 1994. Η Ναταλία επρόκειτο να ταξιδέψει στην Ιταλία με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής νέων, μόνο που πρώτα έπρεπε να πάει στη Μόσχα για να βγάλει βίζα, όπως γινόταν εκείνη την εποχή. Η Ναταλία και μια άλλη κοπέλα πήγαν στην πρωτεύουσα. Όλη την ημέρα περίμεναν στην ουρά, πήραν τη βίζα και ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν στο σπίτι. Έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό Καζάνσκι μισή ώρα πριν την αναχώρηση του τρένου.
Όπως διηγείται η ίδια: «Ήμασταν και οι δύο κουρασμένες και πεινασμένες, αφού δεν είχαμε φάει όλη μέρα. Μπήκαμε στο βαγόνι. Ο χρόνος που έμενε πριν από την αναχώρηση ήταν λίγος. Ωστόσο, πεινούσαμε πολύ. Προσφέρθηκα να τρέξω να αγοράσω τουλάχιστον πιροσκί ή μπισκότα από το πλησιέστερο περίπτερο. Άφησα όλα τα έγγραφα και τα χρήματα, πήρα μόνο λίγα ψιλά για τα πιροσκί. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα.
Ξαφνικά το τρένο ξεκίνησε! Και εγώ άρχισα να τρέχω για να το προλάβω…
Τρέχω προς τα περίπτερα. Και, το θυμάμαι σαν τώρα, το πρώτο ήταν με βιβλία και περιοδικά, το δεύτερο ήταν κλειστό, στο τρίτο τελικά αγόρασα αυτά που ήθελα. Όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου το τρένο που το έβλεπα στη θέση του. Ξαφνικά το τρένο ξεκίνησε! Και εγώ άρχισα να τρέχω για να το προλάβω.
Το τρένο μας ήταν σταματημένο στη δεξιά πλευρά της αποβάθρας. Στην αριστερή πλευρά, το θυμάμαι καλά, ήταν το τρένο για την Τασκένδη. Αυτό το θυμάμαι, μάλλον, επειδή προς τα εκεί κατευθύνονταν άνθρωποι με παραδοσιακές ενδυμασίες. Παραδοσιακά καπέλα, σαλβάρια... Και όλοι τους κρατούσαν μεγάλες καρό τσάντες. Πηδούσα πάνω από τις τσάντες, λες και ήμουν επαγγελματίας αθλήτρια, πραγματικός δρόμος μετ’ εμποδίων... Έτρεχα με όλες μου τις δυνάμεις! Δεν το πρόλαβα το τρένο».
Εκείνη τη στιγμή, άκρα του τάφου σιωπή επικράτησε στο τραπέζι. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο γεύμα άκουγαν πολύ προσεκτικά τη Ναταλία και περίμεναν η ιστορία να έχει αίσιο τέλος.
Και συνεχίζει: «Εκείνη τη στιγμή, όλη μου η ζωή πέρασε μπρος στα μάτια μου. Είμαι ολομόναχη στη Μόσχα, χωρίς χρήματα, χωρίς έγγραφα. Στο χέρι μου έχω λίγα ψιλά, που μου φτάνουν μόνο για το μετρό. Μετά θα έπρεπε να πάω ως λαθρεπιβάτης στη θεία μου (τότε η θεία μου ζούσε στη Μόσχα). Και τότε μου ήρθε μια δεύτερη σκέψη... Πρέπει οπωσδήποτε να είμαι σήμερα στο σπίτι, για να μαζέψω τα πράγματά μου και αύριο να επιστρέψω πάλι στη Μόσχα για να πάω στο αεροδρόμιο! Θεέ μου, τι φρίκη! Σκέφτομαι πυρετωδώς αν υπάρχουν άλλα δρομολόγια τρένων για σήμερα μέχρι την πόλη μου, αφού αυτό που έχασα ήταν το απογευματινό, στις 18.00... Αλλά πώς να αγοράσω εισιτήριο;! Τώρα τα διηγούμαι αυτά πολλή ώρα, ενώ στην πραγματικότητα όλα πέρασαν από το μυαλό μου, μάλλον, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τότε απλά πάγωσα... Και ξαφνικά...
Κάποιος με χτυπάει στον ώμο:
– Δεσποινίς, ταξιδεύετε στο «Σερέμπριανιε Κλιουτσί»;
– Ναι.
– Να το τρένο σας.
Και διαπιστώνω ότι έτρεχα για να προλάβω λάθος τρένο! Κοιτάζω το δικό μου και βλέπω ότι αρχίζει να βγάζει καπνούς και να ξεκινά. Τι να κάνω; Δεν προλαβαίνω να κάνω το γύρο της πλατφόρμας, έχω φύγει πολύ μακριά... Σκέφτηκα να πάω κατευθείαν στην άλλη πλατφόρμα και να πηδήξω στις ράγες... Αλλά ο ίδιος πάλι με πιάνει από πίσω από τη ζώνη και μου λέει:
– Πού πάτε; Να η διάβαση.
Και μου δείχνει την υπόγεια διάβαση στη μέση της πλατφόρμας. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω τρέξει τόσο γρήγορα. Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι.
Δεν θυμάμαι καθόλου την εμφάνιση που είχε ο σωτήρας μου. Ούτε το πρόσωπό του, ούτε την ηλικία, ούτε το χρώμα των μαλλιών, ούτε τα ρούχα – τίποτα! Ούτε καν τη φωνή του!
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πρόλαβα! Ύστερα η δεύτερη… Δεν θυμάμαι καθόλου την εμφάνιση που είχε ο σωτήρας μου. Ούτε το πρόσωπό του, ούτε την ηλικία, ούτε το χρώμα των μαλλιών, ούτε τα ρούχα – τίποτα! Ούτε καν τη φωνή του! Προσπαθούσα να θυμηθώ – μάταια. Τρίτη σκέψη. Πώς κατάλαβε ότι χρειαζόμουν ακριβώς αυτό το τρένο; Και πώς βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από μένα; Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί αν ήμουν, ας πούμε, μια γνωστή προσωπικότητα ή αν είχα μια εμφάνιση που ήταν αδύνατο να μην προσελκύει την προσοχή. Όχι, ήμουν ένα συνηθισμένο κορίτσι.
Αλλά υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο... Λίγο καιρό μετά από αυτό το περιστατικό, βρέθηκα ξανά στον σταθμό Καζάνσκι. Βρήκα το σημείο όπου με άγγιξε στον ώμο. Αλλά δεν υπήρχε υπόγεια διάβαση εκεί! Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι απλά μπέρδεψα το σημείο, αλλά τα τρένα για το μέρος μας σταματούν πάντα στις ίδιες γραμμές, οι επιλογές δεν είναι πολλές. Τα έλεγξα όλα.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Και τώρα πηγαίνω τακτικά στο σταθμό Καζάνσκι της Μόσχας. Και αναπόφευκτα ψάχνω με το βλέμμα μου αυτή την υπόγεια διάβαση. Δεν υπάρχει. Εγώ όμως την διέσχισα! Μάλιστα, έπαθα διάστρεμμα στον αστράγαλο και μετά περπατούσα με ελαστικό επίδεσμο... Νομίζω ότι ήταν ο Φύλακας Άγγελός μου. Είδα τον Φύλακα Άγγελό μου! Δεν θυμάμαι ούτε το πρόσωπο, ούτε τα ρούχα, ούτε τη φωνή του. Όμως, θυμάμαι μέχρι και σήμερα τα λόγια του: «Δεσποινίς, ταξιδεύετε στο “Σερέμπριανιε Κλιουτσί”; Να, το τρένο σας» και «Πού πάτε; Να, η διάβαση». Όπως τα είπε ακριβώς».
Όταν θυμάμαι την διήγηση της Ναταλίας, σκέφτομαι ότι ο Κύριος μάς έχει όλους στην παλάμη Του. Και ότι στον καθένα από εμάς δίνει τις καλύτερες συνθήκες για τη σωτηρία και την ενδυνάμωση της πίστης μας.