Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

«Είμαι καλός άνθρωπος: δεν σκότωσα και δεν λήστεψα κανέναν»

Πρόσφατα, κάτω από ένα από τα βίντεό μου (για την Τελική Κρίση), βρήκα το ακόλουθο σχόλιο:

«Τι δηλαδή, εκτός από τους αμαρτωλούς και τους αγίους, δεν υπάρχει τίποτα άλλο; Υπάρχει όμως και κάτι ενδιάμεσο: δηλαδή, άνθρωπος που δεν είναι ούτε άγιος, αλλά ούτε και πολύ αμαρτωλός: δεν εξαπάτησε κανέναν, δεν σκότωσε κανέναν, όμως ούτε καλό έκανε. Ζούσε λίγο για τον εαυτό του και λίγο για τους άλλους».

Ο σχολιαστής είναι φανερά δυσαρεστημένος με το γεγονός ότι οι αμαρτωλοί θα υποστούν αιώνια τιμωρία μετά θάνατον. Αυτή η ανησυχία φαίνεται να προδίδει βαθύ αίσθημα ενοχής και ανασφάλεια για την άποψή του. Σαν να συνδέει ασυνείδητα τον εαυτό του με τους καταδικασμένους – αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς μια τέτοια ανησυχία;..

Ζωγράφος: Λέσλι Όλντακερ Ζωγράφος: Λέσλι Όλντακερ

Λοιπόν, αυτή η άποψη είναι συνηθισμένη. Ακούμε αρκετά συχνά παρόμοιες φωνές πνευματικής αυτάρκειας. Αυτοί οι άνθρωποι, που μπορεί ακόμα και να πιστεύουν ειλικρινώς ότι είναι ορθόδοξοι, είναι απολύτως βέβαιοι πως το γεγονός ότι δεν έχουν «ξεπεράσει τα όρια» των σοβαρών εγκλημάτων αυτομάτως εγγυάται σε αυτούς αν όχι τον παράδεισο, σίγουρα τουλάχιστον την απαλλαγή από την κόλαση. Η Τελική Κρίση και η ιδέα της ανταπόδοσης τούς φαίνονται υπερβολικά αυστηρές, άδικες σε σχέση με τους «μέτριους», των οποίων η ζωή, κατά την άποψή τους, πέρασε σε μια ουδέτερη, αβλαβή ζώνη μεταξύ αγιότητας και κραυγαλέου κακού. Όντως, υπάρχουν κακοί, όπως ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, ο Αντρέι Τσικατίλο και άλλοι. Άραγε, για κάτι τέτοιους κακοποιούς δεν είναι η κόλαση; Αυτή η εσωτερική άμυνα – «Εγώ δεν σκότωσα!» – γίνεται το κύριο επιχείρημα κατά του ευαγγελικού μηνύματος για την καθολική κρίση και τη ριζικότητα της αμαρτίας, που απαιτούσε την ενσάρκωση του Θεού, δηλαδή την προσωπική και ριζική παρέμβαση του Θεού, και όχι απλώς την απουσία κακών πράξεων.

Δηλαδή, το ζήτημα δεν είναι η σύγκριση των αμαρτιών μας με τις αμαρτίες των άλλων, αλλά το πώς εμείς ανταποκρινόμαστε στο κάλεσμα του Θεού για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου. Ακόμη και ένας «καλός» άνθρωπος, που ζει σύμφωνα με την αρχή «μη βλάπτεις», μπορεί να απέχει πολύ από την αληθινή εν Θεώ ζωή, αν η αρετή του στερείται αγάπης προς τον πλησίον και της προσπάθειας για πνευματική αύξηση.

Είναι προφανές ότι είναι πολύ χαμηλός ο βαθμός πνευματικής εμπειρίας και διορατικότητας των ανθρώπων που θεωρούν τους εαυτούς τους «μη δολοφόνους» και «μη ληστές». Η ιερατική εμπειρία δείχνει ότι, κατά κανόνα, πίσω από τις φράσεις «δεν εξαπάτησα κανέναν», «δεν σκότωσα κανέναν» και άλλες παρόμοιες κρύβεται όχι ευαγγελική τελειότητα, αλλά στοιχειώδης άγνοια και πνευματική τύφλωση.

Κατά κανόνα, πίσω από τις φράσεις «δεν εξαπάτησα κανέναν», «δεν σκότωσα κανέναν» κρύβεται όχι η ευαγγελική τελειότητα, αλλά η πνευματική τύφλωση

Η προσφιλής δικαιολογία αυτής της ομάδας ανθρώπων είναι: «Ζω όπως όλοι οι άλλοι». Αλλά στην πραγματικότητα, αυτοί που «δεν εξαπατούν κανέναν» μπορούν να δικαιολογούν με δεξιοτεχνία τις προσκολλήσεις και τα πάθη τους, συμπεριλαμβανομένου και του ψεύδους, και αυτοί που «δεν έχουν σκοτώσει κανέναν» συχνά εχθρεύονται αδιάλλακτα τους συγγενείς ή τους γείτονές τους ή μπορεί να έχουν στο ενεργητικό τους περισσότερες από μία σκοτωμένες αγέννητες παιδικές ζωές. Τους είναι επί της αρχής ξένη η πνευματική εγρήγορση και η φυλακή της καρδιάς, και γι' αυτό δεν μπορούν να κατανοήσουν το ότι όποιος μισεί τον πλησίον του είναι κιόλας ανθρωποκτόνος (βλ. Α΄ Ιω. 3, 15), και όποιος κοιτάζει μια γυναίκα με πονηρή επιθυμία είναι μοιχός (βλ. Μτ. 5, 28).

Η διδαχή περί μιας κάποιας «μεσαίας κατάστασης» είναι ευθύς εξαρχής λανθασμένη. Η Αγία Γραφή διακρίνει σαφώς δύο τελικές εκβάσεις της ανθρώπινης ιστορίας: τη σωτηρία και την καταδίκη, την αιώνια ζωή και την αιώνια τιμωρία (βλ. Μτ. 25, 46). Όπως λέγεται, tertium non datur (τρίτο δεν υπάρχει). Οι πολυάριθμες παραβολές του Σωτήρα για τα πρόβατα και τα κατσίκια, για τους δύο δρόμους, τον στενό και τον ευρύ, για το γάμο, για τις δέκα παρθένες και άλλες υπογραμμίζουν τη διττότητα της μεταθανάτιας κατάστασης της ψυχής. Δεν υπάρχει έννοια «μισός άγιος» και «μισός αμαρτωλός», όπως δεν μπορεί κανείς να είναι «λίγο δολοφόνος», «εν μέρει κλέφτης» και «ελάχιστα ψεύτης». Με αυτή την έννοια, τα λόγια του Σωτήρα ακούγονται απολύτως κατηγορηματικά:

«Όποιος δεν είναι με το μέρος μου, είναι εναντίον μου κι όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει» (Μτ. 12, 30).

Σε αυτά τα λόγια δεν υπάρχει ο παραμικρός υπαινιγμός για κάτι ενδιάμεσο. Αν δεν είσαι με τον Χριστό, δηλαδή, αν δεν είσαι στην Εκκλησία με το σώμα, το πνεύμα, την καρδιά και τον τρόπο της ζωής σου, τότε είσαι εναντίον Του. Αν δεν μαζεύεις με τον Χριστό, δηλαδή αν δεν επιδιώκεις να αποκτήσεις την αγαθότητα και το έλεος του Θεού, την συμφιλίωση με τον Θεό, τότε σκορπίζεις τα ουράνια δώρα και τη Θεία υπομονή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κοινωνεί «εν μέρει» τον Χριστό. Ή είσαι μέρος του Σώματός Του (της Εκκλησίας), ή όχι. Επομένως, οι δικαιολογίες των «όχι πολύ αμαρτωλών» ανθρώπων δεν έχουν καμία βάση.

Η πνευματική αρχή: «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμός 33) καταγγέλλει την ανειλικρίνεια και την απιστία των «καλών» ανθρώπων. Το να είσαι καλός σημαίνει ακριβώς να είσαι άγιος, ενάρετος, να μην έχεις απλώς εγκαταλείψει τον δρόμο της αμαρτίας, αλλά να έχεις εισέλθει αμετάκλητα στον δρόμο της ευαρέσκειας του Θεού.

Το να είσαι καλός σημαίνει ακριβώς να είσαι άγιος, ενάρετος, να μην έχεις απλώς εγκαταλείψει τον δρόμο της αμαρτίας, αλλά να έχεις εισέλθει αμετάκλητα στον δρόμο της ευαρέσκειας του Θεού

«…το «λοξοδρόμησε από το κακό» δηλαδή απόφυγε γενικά κάθε κακό, λοξοδρόμησε από κάθε πράγμα που φέρει αμαρτία. Και δεν είπε τούτο μόνο και σιώπησε, αλλά προσέθεσε, «και κάνε το αγαθό» (Ψαλμ. 33, 15)· διότι υπάρχουν περιπτώσεις που δεν κακοποιεί κανείς, αλλά ούτε αγαθοποιεί· υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που δεν αδικεί κανείς, αλλά ούτε ελεεί· υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μισεί κανείς, αλλ’ ούτε αγαπά. … Διότι, εάν κανείς αξιωθεί να κόψει το κακό και να φύγει από αυτό, εντελώς φυσικά ενεργεί το αγαθό»[1].

Έτσι, σύμφωνα με τον Όσιο Δωρόθεο, ο άνθρωπος που δεν πράττει το καλό, δεν έχει στην πραγματικότητα εγκαταλείψει το κακό, διότι αν το είχε εγκαταλείψει, θα είχε φυσικά στραφεί προς το καλό. Και το να είσαι χλιαρός σημαίνει ότι απορρίπτεσαι από τον Θεό (βλ. Αποκ. 3, 16).

Ωστόσο, και το να ελπίζουμε στις καλές μας πράξεις μπορεί και αυτό να εμπεριέχει παραποίηση των εννοιών. Πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι το εκ φύσεως καλό που κάνει κάποιος τον καθιστά καλό. Μια τέτοια πεποίθηση βασίζεται σε μια επιφανειακή κατανόηση της πνευματικής πραγματικότητας. Οι αρετές της πεπτωκυΐας φύσης, που είναι εγγενείς σε όλους τους λαούς, δεν έχουν αιώνια αξία, αν δεν έχουν τις ρίζες τους στην πίστη και δεν έχουν ανάγκη τον Χριστό. Το θεμελιώδες λάθος εδώ είναι να ταυτίζονται η γενική ανθρώπινη τιμιότητα ή ακόμα και οι γνήσιες ηθικές προσπάθειες με το σωτήριο έργο στο οποίο καλεί το Ευαγγέλιο. Οι φυσικές αρετές, όπως ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, η τιμιότητα στις συναλλαγές, η ευσπλαχνία προς τους πάσχοντες, είναι πράγματι εγγενείς σε πολλές κουλτούρες και θρησκείες. Είναι καταγεγραμμένες στους άγραφους νόμους της συνείδησης και συχνά κωδικοποιημένες σε κανόνες. Κάθε κουλτούρα και θρησκεία περιέχει ηθικούς κανόνες. Στην Ινδία τιμούν τους μεγαλύτερους, στην Κίνα τιμούν τους προγόνους, στο Ισλάμ είναι σημαντική η φιλανθρωπία, στον βουδισμό η συμπόνια προς όλα τα ζωντανά όντα. Ακόμη και στις παγανιστικές παραδόσεις τιμάται η φιλοξενία, η δικαιοσύνη, η γενναιότητα, η τιμιότητα. Αυτές οι αρετές μαρτυρούν την έμφυτη τάση του ανθρώπου προς το καλό, αφού όλοι φέρνουμε μέσα μας το πνεύμα του Θεού (το πνεύμα της ζωής), αλλά δεν αντικαθιστούν την προσωπική σχέση με τον Θεό.

Οι αρετές μαρτυρούν την έμφυτη τάση του ανθρώπου προς το καλό, αφού όλοι φέρνουμε μέσα μας το πνεύμα του Θεού (το πνεύμα της ζωής), αλλά δεν αντικαθιστούν την προσωπική σχέση με τον Θεό

Οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού τηρούσαν τα έθιμα, τον Μεσσία όμως δεν τον αναγνώρισαν. Οι Φαρισαίοι ήταν επιδεικτικά ευσεβείς και πολύ αυστηροί στην τήρηση των νόμων, αλλά ο Χριστός τους αποκαλούσε «ασβεστωμένους τάφους» (Μτ. 23, 27). Η επιδίωξη της ηθικής τελειότητας χωρίς ενεργό αγάπη προς τον Θεό θα οδηγήσει σε αυταρέσκεια και απιστία. Διότι η πίστη δεν είναι απλώς η πεποίθηση στην ύπαρξη του Θεού, αλλά η αποδοχή των εντολών Του, η καρδιακή εμπιστοσύνη σε Αυτόν, η προσωπική συμμετοχή στη ζωή Του, μέσω της οποίας ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε «καινή κτίση» (βλ. Β΄ Κορ. 5, 17). Η εκ φύσεως ηθικότητα, ως καρπός της γης, παραμένει προσωρινή. Μπορεί να συγκρατεί το κακό, αλλά δεν είναι ικανή να λυτρώσει από την αμαρτία ή να αποκαταστήσει την ενότητα με τον Δημιουργό που διακόπηκε με την πτώση. Διότι ένας είναι «ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός» (Α΄ Τιμ. 2, 5).

«Τυφλοί είναι εκείνοι που δίνουν μεγάλη σημασία στ καλά, όπως τα αποκαλούν, έργα της πεσμένης μας φύσεως. Επαινετά, βέβαια, και αυτά τα έργα, καθώς έχουν τη δική τους αξία. Αλλά η αξία τους είναι πρόσκαιρη και αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους, όχι από τον Θεό, από τον οποίο “όλοι απομακρύνθηκαν, όλοι εξαχρειώθηκαν” (Ψαλ.13: 3). Όσοι στηρίζουν τις ελπίδες τους στα καλά έργα της πεσμένης φύσεως, δεν γνώρισαν τον Χριστό, δεν αντιλήφθηκαν το μυστήριο της λυτρώσεως. Αυτοί, καθώς είναι μπλεγμένοι στα δίκτυα της ψεύτικης σοφίας τους, προβάλλουν ενάντια στην ήδη κλονισμένη και σχεδόν νεκρωμένη πίστη τους τον εξής ανούσιο ισχυρισμό: “Είναι, άραγε, τόσο άδικος ο Θεός, ώστε τα καλά έργα των ειδωλολατρών και των αιρετικών να μην τα αμείψει με την αιώνια σωτηρία;” Έτσι, την σφαλερότητα και την αδυναμία της δικής τους κρίσεως τις μεταθέτουν στην κρίση του Θεού.

Αν τη σωτηρία την εξασφάλιζαν τα καλά έργα που συμφωνούν με τα αισθήματα της μεταπτωτικής ανθρώπινης καρδιάς, τότε η έλευση του Χριστού θα ήταν περιττή, η λύτρωση της ανθρωπότητας με τα παθήματα και τον σταυρικό θάνατο του Θεανθρώπου θα ήταν άσκοπη, οι ευαγγελικές εντολές θα ήταν άχρηστες. Είναι ολοφάνερο, λοιπόν, πως ειεκίνοι που θεωρούν τη σωτηρία δυνατή μόνο με τα έργα της μη ανακαινισμένης ανθρώπινης φύσεως, απορρίπτουν τον Χριστό, εκμηδενίζουν τη σημασία του λυτρωτικού Του έργου»[2].

Η ελπίδα ότι τέτοιες πράξεις σώζουν είναι λεπτή μορφή πνευματικής υπερηφάνειας. Βάζει τον Θεό στη θέση του οφειλέτη έναντι του ανθρώπου: «Έκανα το ελάχιστο – τώρα Εσύ οφείλεις να με ανταμείψεις». Αυτό ισοδυναμεί με την άρνηση του ευεργετικού χαρακτήρα της σωτηρίας, η οποία είναι δώρο και όχι αμοιβή για τα έργα (βλ. Εφ. 2, 8–9). Η θυσία του Χριστού γίνεται περιττή σε μια εικόνα του κόσμου, όπου το «δεν σκότωσα, δεν έκλεψα» ανοίγει αυτόματα τις πύλες του παραδείσου, καθώς «αν η σωτηρία εξασφαλίζεται με την τήρηση του νόμου (τα έργα), τότε ο Χριστός πέθανε χωρίς λόγο» (Γαλ. 2, 21).

Η Γραφή είναι ανελέητη απέναντι στην ίδια την ιδέα της αυτάρκειας της ανθρώπινης καλοσύνης. Ο προφήτης Ησαΐας αποκαλεί «κάθε δικαιοσύνη μας» βρώμικο ρούχο (Ησ. 64, 6). Ο Απόστολος Παύλος υποστηρίζει ότι χωρίς τον Χριστό όλοι έχουν αμαρτήσει και στερούνται της δόξας του Θεού (βλ. Ρωμ. 3, 23), και ότι η επιθυμία να πράττουμε το αληθινά καλό έχει παραλύσει στον πεπτωκότα άνθρωπο και με αυτόν τον τρόπο κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε, ενώ αυτό που θέλουμε, δεν το κάνουμε (βλ. Ρωμ. 7, 18–19). Ακόμη και οι πιο ειλικρινείς πράξεις, που δεν έχουν καθαριστεί από την πίστη και δεν έχουν μεταμορφωθεί από τη χάρη (δηλαδή αυτές που δεν γίνονται για χάρη του Χριστού), φέρουν τη σφραγίδα του εγωισμού, της ματαιοδοξίας ή της απληστίας, καθώς αυτές έχουν ως αφετηρία μια ήδη διεφθαρμένη πηγή. Η αληθινή χριστιανική πράξη γεννιέται όχι ως προσπάθεια να «κερδίσουμε» τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά ως απάντηση αγάπης στην ήδη αποκαλυφθείσα πάνω στο Σταυρό ευσπλαχνία και ως καρπός της εν Χριστώ ζωής. Χωρίς αυτή τη ζωντανή σύνδεση με την Πηγή, κάθε καλό είναι νεκρό για την αιωνιότητα. Η κρίση του Θεού δεν θα είναι εξέταση πάνω στην κοσμική ηθική, ούτε καταμέτρηση των γιαγιάδων τις οποίες βοηθήσαμε να περάσουν το δρόμο, αλλά αποκάλυψη της βαθειάς ή της ανύπαρκτης σχέσης με τον ενσαρκωμένο Θεό, ο οποίος Αυτός και μόνο Αυτός έχει τη δύναμη να δικαιώσει τον άνθρωπο.

Επομένως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ζωή εν Θεώ δεν είναι συμβιβασμός μεταξύ σάρκας και πνεύματος, ούτε επιλεκτική τήρηση ορισμένων εντολών, αλλά ολοκληρωτική παράδοση του εαυτού μας στα χέρια του Δημιουργού. Η αντίληψη «ούτε άγιος ούτε αμαρτωλός» δεν ευσταθεί. Αν το σκεφτούμε καλά, η Αγία Γραφή είναι απόλυτη στο θέμα του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο Θεός χρειάζεται ολόκληρο τον άνθρωπο, απόλυτα αφοσιωμένο, γεμάτο πίστη και ακραία αυταπάρνηση υπέρ της αιωνιότητας. Ούτε τα γήινα ενδιαφέροντα, ούτε η εργασία, ούτε τα χόμπι, ούτε οι συγγενικές σχέσεις (βλ. Μτ. 10, 37), ούτε καν η ίδια η προσωρινή ζωή (βλ. Ιω. 12, 25) είναι δυνατόν να αποτελέσουν εμπόδιο για όποιον ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Θεού και επέλεξε τη σωτηρία. Με αυτή την έννοια, είναι αδύνατο ένας πιστός να ζει σύμφωνα με την αρχή «λίγο για τον εαυτό του, λίγο για τους άλλους». Όσον αφορά τον εαυτό του, ο χριστιανός αναζητά κάθε ευκαιρία για τελειότητα εν Χριστώ. Μέρα και νύχτα αναζητά τον Θεό, επιδιώκει τη συμφιλίωση μαζί Του μέσω της αυτογνωσίας και της ομοιότητας με Αυτόν ως προς την ταπεινότητα και την εκπλήρωση του θελήματός Του. Διότι ο Θεός δεν μας κάλεσε σε μια «μέτρια καλοσύνη», αλλά στη Θεία τελειότητα. Δεν μας είπε απλώς: Να είστε καλοί. Μας είπε: «Να γίνετε, λοιπόν, κι εσείς τέλειοι, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας σας ο Ουράνιος» (Μτ. 5, 48) και «Να γίνετε άγιοι, γιατί Εγώ είμαι άγιος» (Λευ. 11, 44; Α΄ Πέτ. 1, 16).

«Δὲν ἀρκεῖ το νὰ πιστεύση κανεὶς καὶ ν’ ἀγωνισθῇ ὅπως τύχη· ἀλλ’εάν δὲν τρέξωμεν ἔτσι, ὥστε μέχρι τὸ τέλος νὰ παραδώσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀμέμπτους καὶ νὰ πλησιάσωμεν τὸ βραβεῖον, δὲν θὰ ὑπάρξη πλέον τίποτε δι’ημάς»[3]

Όσον αφορά τους άλλους (τους πλησίον μας), αυτοί ακριβώς είναι για μας οι οδηγοί προς τον Θεό, οι απεσταλμένοι Του, μέσω των οποίων συντελείται είτε η σωτηρία μας είτε η καταστροφή μας:

«Αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδελφούς μου, τα κανατε για μένα» (Μτ. 25, 40).

Μέσω των πλησίον μας ο Θεός μας δείχνει τις πληγές της ψυχής μας, τις κρυφές μας ασθένειες, που συχνά κρύβονται και από εμάς τους ίδιους. Και μέσω των πλησίον μας αποκαλύπτεται η αγάπη μας για τον αόρατο Θεό (βλ. Α΄ Ιω. 4, 20), η κορύφωση της οποίας είναι η θυσία της ζωής μας για τον πλησίον. Όλα αυτά είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν, αν ο άνθρωπος δεν καταβάλλει προσπάθεια να τηρεί πλήρως τις εντολές τόσο σε σχέση με τον πλησίον όσο και σε σχέση με τον εαυτό του.

Η αγιότητα δεν είναι η απουσία του κακού, αλλά η παρουσία της αγάπης. Δεν είναι η παθητική αποχή από την αμαρτία, αλλά η ενεργός συμμετοχή στο σχέδιο σωτηρίας του Θεού. Είναι προφανές ότι το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του «καλό», χωρίς να κάνει τίποτα το καλό, είναι μια σαφής πλάνη. Σε αντίθεση με τους υποτιθέμενους δίκαιους, που θεωρούν τους εαυτούς τους «καλούς», οι άγιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απέλπιδες αμαρτωλούς και τους αγώνες τους ανεπαρκείς. Ο Ποιμήν ο Μέγας έλεγε: «Πιστέψτε με αδελφοί, ότι εις τον τόπον όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι». Αυτός είναι ο καρπός εγγύτητας προς τον Θεό, την Πηγή της αγιότητας. Τότε που ακόμη και τα πιο μικρά ελαττώματα είναι ορατά, σαν στην παλάμη του χεριού. Όποιος θεωρεί τον εαυτό του καλό, προφανώς, βρίσκεται στο σκοτάδι, μακριά από τον Θεό, και γι' αυτό δεν βλέπει τα ελαττώματά του.

Επομένως, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποχή από το κακό δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αγώνα. Σύμφωνα με τα λόγια του Σωτήρα, η ανταμοιβή ανήκει σε όσους αγωνίζονται και προσπαθούν να κάνουν το καλό (βλ. Μτ. 11, 12). Ο Χριστός υπέστη φρικτό θάνατο όχι για να ικανοποιούνται οι άνθρωποι από την απουσία του κακού, αλλά για να δώσει το παράδειγμα της ανιδιοτελούς διακονίας και της θυσίας. Μόνο οι ενεργοί ακόλουθοι του Χριστού κληρονομούν τη Βασιλεία των Ουρανών, ενώ οι αδιάφοροι, «ούτε θερμοί ούτε ψυχροί», κινδυνεύουν να μείνουν έξω από τις πύλες της Ουράνιας Πόλης.

Ιερομόναχος Ρωμανός (Κρόποτοβ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Pravoslavie.ru

9/29/2025

[1] Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά. Περί Θείου φόβου

[2] Ιγνατίου Μπραντσανίνοφ, Ασκητικές Εμπειρίες, Τόμος Β΄, σελ.323-324

[3] Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Υπόμνημα εις την Α΄ Κορινθίους, Λόγος ΚΓ΄

×