Συνάντησα πρόσφατα έναν παλιό μου φίλο. Είχαμε να ειδωθούμε πολλά χρόνια. Ήταν έκπληξη για αυτόν, όταν άκουσε για τις πνευματικές μου αναζητήσεις, καθώς στο παρελθόν ήμουν μακριά από την πίστη. Ο ίδιος μεγάλωσε σε μια αρκετά θρησκευόμενη οικογένεια: η μητέρα του τον πήγαινε στην εκκλησία και του διάβαζε την Αγία Γραφή από πολύ μικρή ηλικία.
Αυτός μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
– Κάποτε, όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, ο παππούς μου άρχισε κάπως να αρρωσταίνει. Όχι κάτι συγκεκριμένο, αλλά τον κυρίευε μια ακατανόητη αδυναμία. Αυτός, που κάποτε ήταν ένας γερός, φωνακλάς άνθρωπος, άρχισε όλο και πιο πολύ να κοιμάται και να σιωπά. Έσβηνε, η οικογένειά μου το έβλεπε, αλλά οι γιατροί μας έλεγαν: «Είναι γηρατειά, τι θέλετε...»
Ο παππούς μου ήταν φανατικός κομμουνιστής, σιδερένιο στήριγμα του τότε καθεστώτος. Η γιαγιά μου, όταν την επισκεπτόμουν και πίναμε τσάι μαζί, συχνά αναστέναζε και μου έλεγε: «Ο παππούς σου πολλές φορές με τραβούσε με βία για να με βγάλει από την εκκλησία και έπαιρνε τις εικόνες από το μπαούλο της γιαγιάς μου και τις έκρυβε». Για αυτόν η πίστη ήταν «απομεινάρι του παρελθόντος», «όπιο του λαού», και πολεμούσε αυτό το «απομεινάρι» με όλο το πάθος ενός νεαρού οικοδόμου ενός λαμπρού μέλλοντος. Δεν φώναζε, όχι, αλλά μπορούσε να μιλάει για ώρες με πειστικότητα και σκληρότητα για την αντιεπιστημονικότητα και τον επιβλαβή χαρακτήρα της θρησκείας.
Κάποτε όμως ο παππούς μου μού διηγήθηκε μια άλλη, απροσδόκητη για μένα ιστορία. Για τη μητέρα του, τη προγιαγιά μου. Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που η πίστη τους ήταν ειλικρινής και ισχυρή, ήταν μέρος του εαυτού τους. Τον πήγαινε στην εκκλησία όταν ήταν μικρός και, όταν όλοι γύρω του έγιναν άθεοι, του έμαθε κρυφά την μοναδική προσευχή, το «Πάτερ ημών». Τίποτα άλλο. Ο παππούς μου δεν ήξερε ούτε δόγματα, ούτε κανόνες, ούτε καν τις δέκα εντολές, μόνο το «Πάτερ ημών». Τα παραπάνω μου τα διηγήθηκε μάλλον με ειρωνικό χαμόγελο, σαν κάτι παράξενο, αλλά εγώ το κράτησα στη μνήμη μου. Αν και μέσα στα λόγια του ένιωθα μια νοσταλγία, μια αγάπη για έναν άνθρωπο που είχε φύγει από καιρό, δηλαδή για τη μαμά του.
Μια μέρα, όπως πάντα, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ανάσαινε ήσυχα και αραιά πλέον, το θυμάμαι καλά. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
Κάποια στιγμή άκουσα μέσα σε αυτή τη σιωπή ότι ο παππούς μου ξαφνικά κούνησε τα χείλη του. Αρχικά αθόρυβα, μετά άκουσα έναν ψίθυρο, ίσα-ίσα που ακουγόταν, πολύ σιγανό και διακοπτόμενο. Και άκουσα τις γνωστές λέξεις: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς...».
Δεν άνοιξε τα μάτια του. Απλώς ψιθύριζε αυτή την προσευχή, λέξη προς λέξη, χωρίς κανένα λάθος, λες και κάποιος είχε ενεργοποιήσει μέσα του μια ηχογράφηση που είχε κάνει η αγαπημένη του μητέρα, όταν ήταν μικρός. Την ψιθύριζε μέχρι τέλους. Μετά από δύο-τρείς ώρες πέθανε.
Τότε κατάλαβα, Μιχάλη, ότι όλοι καταλήγουν στην πίστη. Όλοι.