Ο Όσιος Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε)
Ο Όσιος Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε) είναι ένας γέροντας με αγαθό χαμόγελο, ένας τολμηρός άγιος, που με την αγάπη του κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο. Όλοι τον γνωρίζουν, τον τιμούν και τον θαυμάζουν: επιστήμονες και απλοί άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, θρησκευόμενοι και μη. Έτσι ήταν και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του: οι άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά τον θεωρούσαν μεγάλο πνευματοφόρο γέροντα, αγαθό και στοργικό ποιμένα, ακούραστο εργάτη του Θεού, που έσωζε τις ψυχές των ανθρώπων. Βέβαια υπήρχαν και εκείνοι που τον αποκαλούσαν τρελό της πόλης, μέθυσο, ψυχικά άρρωστο. Αυτοί οι τελευταίοι μόνο μετά από χρόνια πείστηκαν ότι ήταν αληθινός ασκητής, άγιος γέροντας, δια Χριστόν σαλός, που διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα.
Παρουσιάζουμε στους αναγνώστες μας τις αναμνήσεις της Μαρίνας Κανκάβα, πνευματικής κόρης του γέροντα, η οποία μας μιλάει για την εμπειρία της προσωπικής επικοινωνίας της με τον άγιο της εποχής μας.
Γνώρισα τον γέροντα Γαβριήλ το 1991. Από την πρώτη μας συνάντηση, μέσα μου συντελέστηκε μια μεταμόρφωση. Ήταν σαν να μπήκε με όλη του την αγάπη στην καρδιά μου και έμεινε εκεί για πάντα. Κάποτε είχε πει: «Ο Κύριος με έστειλε στη Γεωργία για να κηρύξω την αγάπη». Πράγματι, ο γέροντας Γαβριήλ ήταν δάσκαλος της αγάπης, ακτινοβολούσε αγάπη. Μετά τη γνωριμία μου με τον γέροντα Γαβριήλ, τον επισκεπτόμουν σχεδόν κάθε μέρα.
Ο γέροντας Γαβριήλ ήταν δάσκαλος της αγάπης, ακτινοβολούσε αγάπη
Μια μέρα, η φίλη που μου γνώρισε τον παππούλη δεν μπορούσε να έρθει μαζί μου στο Σαμταβρό, οπότε αποφάσισα να τον επισκεφτώ μόνη μου. Στο δρόμο για το μοναστήρι σκεφτόμουν: «Θα φτάσω στο Σαμταβρό, θα ανέβω τα σκαλοπάτια, εκείνος όμως δεν θα με θυμηθεί. Σίγουρα θα με ρωτήσει: «Ποια είσαι; Τι θέλεις; Γιατί ήρθες;!»
Χωρίς να ξέρω τι να απαντήσω σε μια τέτοια περίπτωση, ανέβηκα στο κελί του, προσευχήθηκα έξω από την πόρτα, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Αυτό σήμαινε ότι δεν μου επέτρεπε να μπω. Κοίταξα το ρολόι: ήταν περίπου 11:30. Σκέφτηκα ότι αν ο γέροντας δεν βγει μέχρι τις 12, θα γυρίσω πίσω στην Τιφλίδα. Και τι νομίζετε! Μόλις ετοιμαζόμουν να φύγω, ο γέροντας Γαβριήλ βγήκε από το κελί του. Το ρολόι έδειχνε ακριβώς 12! Με χαρά πλησίασα για να πάρω την ευχή του, αλλά πριν προλάβω να πω κουβέντα, ο γέροντας μου έκανε τις ερωτήσεις που τριγυρνούσαν στο κεφάλι μου στο δρόμο: «Ποια είσαι; Τι θέλεις; Γιατί ήρθες;» Χωρίς να ξέρω τι να απαντήσω, σκέφτηκα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Λες και κάποια δύναμη να είχε παραλύσει όλο το σώμα μου, έτσι που δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ο γέροντας ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου και με εκπληκτική αγάπη στα μάτια, με τη χαρακτηριστική του χειρονομία, με ρώτησε: «Μαρίνα, πώς είσαι;» Χάρηκα και ξαφνιάστηκα ταυτόχρονα. Νόμιζα ότι δεν θα με δεχόταν και δεν θα με θυμόταν, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι θυμόταν ακόμα και το όνομά μου. Στη συνέχεια, ο γέροντας με προσκάλεσε στο κελί του. Τότε έγινα μάρτυρας του πρώτου θαύματος στο κελί του γέροντα. Μου έδωσε το βιβλίο με τους βίους των Αγίων Πατέρων και με πρόσταξε να του το διαβάσω φωναχτά. Άνοιξα το βιβλίο, αλλά δεν μπορούσα να δω το κείμενο, επειδή το κελί ήταν σκοτεινό. Ξαφνικά, το κελί φωτίστηκε λες και κάποιος άναψε προβολέα. Σκέφτηκα ότι άναψαν το φως, σήκωσα το κεφάλι, κοίταξα τη λάμπα, αλλά δεν ήταν αναμμένη. Τότε μόνο είχα εκπλαγεί πολύ και δεν μπόρεσα να αναλύσω τι είχε συμβεί, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν το Θείο φως. Το φως με το οποίο έλαμπε ο γέροντας Γαβριήλ όσο και όλα γύρω του.
Κάποτε ο γέροντας μου χάρισε ένα κομποσκοίνι και με ευλόγησε να μην το βγάζω. Όχι για να προσεύχομαι, απλά για να το φοράω ως κόσμημα. Πέρασαν μερικές μέρες και εγώ μαζί με φίλους μου πάθαμε τρομερό ατύχημα. Το αυτοκίνητό μας έκανε τρεις τούμπες, αλλά κανένας από εμάς δεν τραυματίστηκε, κανένας δεν είχε ούτε γρατζουνιά, μόνο ο σταυρός στο κομποσκοίνι, που μου είχε δώσει ο γέροντας και μου είχε πει να το φοράω σαν κόσμημα, έσπασε. Μετά από μέρες, όταν ήρθα στο μοναστήρι, ο παππούλης με ευλόγησε και μου είπε: «Ο Κύριος σας έσωσε! Όπως σε βλέπω τώρα, έτσι ακριβώς σας είδα να κάνετε τρεις τούμπες με το αυτοκίνητο».
Κάποτε, στη διάρκεια νηστείας των Χριστουγέννων, πήγαμε με τους φίλους μου σε ένα πάρτι γενεθλίων. Θεωρήσαμε ότι, αφού η νηστεία των Χριστουγέννων δεν είναι τόσο αυστηρή όσο η Μεγάλη Σαρακοστή, μπορούμε να χαλαρώσουμε και να διασκεδάσουμε. Παίζαμε μουσική, χτυπούσαμε τύμπανο, τραγουδούσαμε, χορεύαμε και με χαμόγελο λέγαμε ο ένας στον άλλο: «Αν ο γέροντας Γαβριήλ έβλεπε τι κάνουμε, τι θα έλεγε;». Το πάρτι γενεθλίων και η διασκέδαση τελείωσαν και πήγαμε στα σπίτια μας. Την επόμενη μέρα επισκεφτήκαμε τον γέροντα στο Σαμταβρό. Μόλις κάναμε την καθιερωμένη προσευχή και περάσαμε το κατώφλι του κελιού του, ο παππούλης μάς κοίταξε με νόημα και σαν να μην απευθυνόταν σε εμάς είπε: «Ναι... Η νηστεία των Χριστουγέννων είναι χαρούμενη: ο ένας παίζει τύμπανο, ο άλλος τραγουδάει, ο τρίτος χορεύει». Μείναμε άναυδοι και για άλλη μια φορά πειστήκαμε ότι ο γέροντας Γαβριήλ μπορούσε να παρίσταται αόρατος όπου ήθελε και ότι ήταν αδύνατο να του αποκρύψουμε οτιδήποτε.
Μου άρεσε πολύ όταν έκανε σαλότητες. Σε τέτοιες στιγμές ήταν και χαρούμενος και αυστηρός, αστείος και σοβαρός
Ήταν αληθινός ασκητής, είχε εκπληκτικά πνευματικά χαρίσματα και, το πιο σημαντικό, μεγάλη αγάπη. Μπορούσες να τον πλησιάσεις ανά πάσα στιγμή με οποιοδήποτε αίτημα και δεν υπήρχε περίπτωση να αγνοήσει ή να μην συμπάσχει με κάποιον. Μου άρεσε πολύ όταν έκανε σαλότητες. Σε τέτοιες στιγμές ήταν και χαρούμενος και αυστηρός, αστείος και σοβαρός. Όταν κήρυττε στην ώρα της σαλότητάς του, καταλάβαινε κανείς, ή μάλλον ένιωθε, ότι ο μοναχός αυτός δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Το πρόσωπό του και τα μάτια του γίνονταν τόσο διάφανα που μπορούσες να διακρίνεις όλα τα τριχοειδή αγγεία.
Μια μέρα, επισκέφτηκα τον παππούλη και όταν μπήκα στο κελί του, αυτός, παριστάνοντας τον σαλό, μου λέει: «Έχω άρρωστο στομάχι. Είναι ζωτικής σημασίας για μένα να φάω χας (παραδοσιακό γεωργιανό πιάτο παρόμοιο με τον ελληνικό πατσά – ΣτΜ). Πήγαινε τώρα και φέρε μου μοσχαρίσιο στομάχι και σαρδένι. Μόνο πρόσεξε, μην αγοράσεις μοσχαρίσια πόδια, δεν τα θέλω. Μόνο στομάχι και σαρδένι». Επέστρεψα στην Τιφλίδα, πήγα σε τέσσερις λαϊκές αγορές, αλλά πουθενά δεν μπόρεσα να βρω αυτό που μου είπε να αγοράσω ο γέροντας Γαβριήλ. Όλοι οι πωλητές πουλούσαν το σετ για το χάς μαζί με τα πόδια. Πολύ κουρασμένη και λυπημένη βγαίνω από την αγορά και εκεί συναντώ έναν γέρο που μου λέει: «Παιδί μου, σε παρακαλώ, αγόρασε αυτά για χάς, δεν θα το μετανιώσεις, έχω μόνο στομάχι και σαρδένι». Χάρηκα πολύ που βρήκα τελικά αυτά ακριβώς που μου είχε ζητήσει ο παππούλης, επέστρεψα στο μοναστήρι και έφερα στον γέροντα Γαβριήλ τα ψώνια. Αυτός όμως μου λέει με καλλιτεχνικό ύφος: «Καλά έκανες που τα αγόρασες, αλλά δεν τα θέλω πια. Με επισκέφθηκε ο Πατριάρχης και μου έφερε έτοιμο χάς».
Επισκεπτόμουν τον γέροντα Γαβριήλ σχεδόν κάθε μέρα, και αυτό δεν άρεσε στον πατέρα μου. Φοβόταν ότι θα με έκειραν μοναχή. Μια μέρα μου απαγόρευσε να πάω στον γέροντα Γαβριήλ, αλλά εγώ παρά ταύτα πήγα. Ανεβαίνω τις σκάλες για να τον δω και ο παππούλης με ρωτάει:
– Μαρίνα, πώς είσαι; Ο πατέρας σου δεν σε μαλώνει που έρχεσαι και με βλέπεις;
Έμεινα άναυδη από την έκπληξη, αλλά ο γέροντας συνέχισε:
– Ο Κύριος μου είπε ότι θα τα τακτοποιήσει όλα, μην ανησυχείς, ο πατέρας σου δεν θα σε μαλώνει πια.
Όταν γύρισα σπίτι, είδα τον πατέρα μου να προσεύχεται μπροστά στις εικόνες, κρατώντας στα χέρια του τη Βίβλο. Μετά από εκείνη την ημέρα, ο ίδιος πλέον μου υπενθύμιζε ότι έπρεπε να πάω στο μοναστήρι στο Σαμταβρό.
Ο πατήρ Γαβριήλ δεν άντεχε τους επαίνους, γι’ αυτό, όταν έκανε μια καλή πράξη, άρχιζε αμέσως τις σαλότητες: ταπεινωνόταν μπροστά στους ανθρώπους, προσποιούταν ότι δεν ήταν καλά.
Τότε αυτά τα αντιλαμβάνονταν όλοι όπως αυτός ήθελε. Μόνο μετά από χρόνια ο Κύριος αποκάλυψε με ποιον είχαν να κάνουν οι άνθρωποι γύρω του, ακόμα και αυτοί που τον συναντούσαν «τυχαία».
Ο πατήρ Γαβριήλ δεν άντεχε τους επαίνους, γι’ αυτό, όταν έκανε μια καλή πράξη, άρχιζε αμέσως τις σαλότητες
Αργότερα, όλοι άρχισαν να πείθονται για τη σοφία του. Δυστυχώς, οι περισσότεροι τότε δεν τον καταλάβαιναν και δεν τον αποδέχονταν. Στα μάτια του έλαμπε η αγάπη. Και μιλούσε κυρίως για την αγάπη: ότι η αγάπη είναι ανώτερη από κάθε κανόνα και ότι ο άνθρωπος θα σώζεται στα έσχατα χρόνια με την αγάπη, την καλοσύνη και την ταπείνωση. Συχνά δίδασκε ότι, αν ο άνθρωπος έχει πίστη, κανένας φόβος δεν μπορεί να τον νικήσει και ότι ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τον άνθρωπο. Συχνά επαναλάμβανε: «Δεν είναι ο Κύριος που εγκαταλείπει τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος είναι αυτός που εγκαταλείπει τον Θεό. Η κόλαση είναι απομάκρυνση από τον Θεό».
Για να τον δω, πήγαινα στο Μτσχέτα από την Τιφλίδα με τα πόδια. Όταν πλησίαζε η ώρα της αναχώρησής μου για το σπίτι, μου έλεγε προφητικά: «Σήμερα στο δρόμο σου θα σταματήσει ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Μπορείς να καθίσεις μέσα χωρίς να ανησυχείς και να πας». Και πράγματι, τα λόγια του γέροντα πάντα έβγαιναν αληθινά. Ήταν η δεκαετία του 1990, όταν είχαμε τεταμένη πολιτική κατάσταση στη χώρα: έκοβαν ρεύμα, οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και, φυσικά, ήταν επικίνδυνο να μπεις σε αυτοκίνητο άγνωστου. Αλλά όταν ο παππούλης έδινε την ευχή του, όλα ήταν ήρεμα, ήσυχα και δεν υπήρχε ο παραμικρός φόβος.
Μια μέρα μου είπε: «Σήμερα μην μπεις στο αυτοκίνητο κανενός, γιατί θα σε σκοτώσουν! Πήγαινε με το λεωφορείο!» Φοβήθηκα και, φυσικά, ήμουν έτοιμη να κάνω όπως με ευλόγησε. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα: δεν είχα αρκετά χρήματα για το εισιτήριο. Τότε τα χρήματα τα δίναμε στον οδηγό όταν κατεβαίναμε. Αφού ο γέροντας με προειδοποίησε για τον κίνδυνο και με ευλόγησε να πάω με το λεωφορείο στην Τιφλίδα, μπήκα στο λεωφορείο και όλο το δρόμο σκεφτόμουν πώς να δικαιολογηθώ στον οδηγό που δεν μπορούσα να πληρώσω ολόκληρο το εισιτήριο. Στο λεωφορείο κάθονταν πέντε γυναίκες. Φτάσαμε στην Τιφλίδα, περίμενα μέχρι που να βγουν όλες από το λεωφορείο και έμεινα τελευταία. Με αργά βήματα πλησιάζω τον οδηγό, απλώνω το χέρι μου με ένα ποσό που δεν ήταν επαρκές να καλύψει το εισιτήριο και ετοιμάζομαι να ζητήσω συγγνώμη και να του δώσω εξηγήσεις. Εκείνη τη στιγμή ο οδηγός μου λέει: «Το εισιτήριό σας το πλήρωσε ο γέρος που μόλις βγήκε από το λεωφορείο». Στο λεωφορείο δεν υπήρχε κανένας γέρος. Ήμασταν πέντε άτομα! Όλες γυναίκες! Πάγωσα, κατέβηκα από το λεωφορείο και κατάλαβα ότι ήταν ο γέροντας Γαβριήλ. Εμφανιζόταν αόρατα όπου ήθελε.
Ο παππούλης πάντα μας δίδασκε ότι πρέπει να πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά και να ευχαριστούμε τον Θεό. Ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει έναν πιστό άνθρωπο. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να μάθουμε να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον μας. Όποιος διατηρήσει την αγάπη, εκείνος θα σωθεί. Έλεγε το «δόξα τω Θεώ!» με τέτοιο τρόπο που δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Το έλεγε με τόση αγάπη, με ένα συναίσθημα που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια.
Ο γέροντας πάντα αγωνιζόταν ενάντια στη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια. Τα πάθη αυτά τα εξόντωνε σε κάθε άνθρωπο, είτε λαϊκό είτε ιερέα, είτε ενορίτη «με εμπειρία» είτε αυτόν που βρέθηκε τυχαία στον ναό. Όμως σε όλους ακολουθούσε ατομική προσέγγιση. Ένιωθε ποιος μπορούσε να αντέξει ποια δοκιμασία ή ποια επίπληξη. Έβλεπε τι έχουν οι άνθρωποι μέσα τους.
Πριν από μια νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, ο παππούλης μού έδωσε ευλογία να τηρώ αυστηρά τη νηστεία και να μην τρώω καθόλου Τετάρτη και Παρασκευή. Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα τα καταφέρω, γιατί στη διάρκεια της νηστείας έπρεπε να μένω στο εξοχικό των συγγενών μου, όπου κάθε μέρα ετοιμάζονταν υπέροχα γεύματα και, φυσικά, υπήρχαν πολλά αρτύσιμα φαγητά. Παρά ταύτα, νήστευα χωρίς πειρασμούς, έτσι που κανείς δεν το είχε αντιληφθεί. Επέστρεψα από το εξοχικό και πήγα αμέσως στο μοναστήρι. Ήμουν γεμάτη χαρά και υπερηφάνεια ταυτόχρονα, επαινούσα τον εαυτό μου για την πνευματική μου σταθερότητα και τη δύναμη της θέλησής μου. Ο γέροντας Γαβριήλ με κοίταξε με το διεισδυτικό του βλέμμα και μου είπε: «Τώρα νομίζεις ότι έκανες μεγάλο κατόρθωμα;!» Εγώ περίμενα επαίνους και επιβεβαίωση για το πόσο καλή και πιστή χριστιανή είμαι, και αντί για αυτό άκουσα αυτά τα λόγια! Αρχικά ξαφνιάστηκα, αλλά μετά κατάλαβα ότι με αυτά τα λόγια ο παππούλης σκότωσε την υπερηφάνεια μέσα μου και μου έδειξε ότι δεν πρέπει να την αφήνω να μπαίνει στην καρδιά μου, καθώς αδειάζει τον άνθρωπο και τον σπρώχνει σε διάφορα αμαρτωλά πάθη.
Νομίζω ότι όλοι όσοι ήταν κοντά στον γέροντα πέρασαν από την ακαδημία της αγάπης
Όταν ο γέροντας Γαβριήλ πέθανε, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μέχρι το τέλος πίστευα ότι θα σηκωνόταν, όπως και πριν, όταν έκανε σαλότητες: ξάπλωνε στο φέρετρο, προσποιούταν τον νεκρό και μετά σηκωνόταν με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό. Νόμιζα ότι ο γέροντας θα αναστηθεί, δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτόν, χωρίς τις οδηγίες του, χωρίς τα πρακτικά μαθήματα αρετής, απαραίτητα για τη σωτηρία. Αλλά και σήμερα αισθανόμαστε την αόρατη, καμιά φορά και ορατή, παρουσία του. Δεν μας εγκαταλείπει. Δεν εγκαταλείπει κανέναν άνθρωπο που με πίστη και αγάπη απευθύνεται σε εκείνον, που αγαπά τον πλησίον του, που κάνει καλές πράξεις. Συχνά επαναλάμβανε: «Ο Κύριος απαιτεί από εμάς και την καρδιά μας και τις καλές πράξεις. Ό,τι καλό κάνατε στον πλησίον σας, το κάνατε σε Μένα, διδάσκει ο Κύριος. Και αν μετά την προσευχή δεν ακολουθούν καλές πράξεις, η προσευχή είναι νεκρή».
Νομίζω ότι όλοι όσοι ήταν κοντά στον γέροντα πέρασαν από την ακαδημία της αγάπης. Με αυτή την αγάπη μας περιβάλλει σήμερα όλους μας, ολόκληρο τον κόσμο, κάθε άνθρωπο, αφού η αγάπη του έκαιγε, καίει και θα καίει, σαν άσβηστο ουράνιο καντήλι.

Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία