Η ιστορία που ακολουθεί έχει να κάνει με το πώς λειτουργεί το Ευαγγέλιο στην καθημερινή μας ζωή. Με το ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι βιβλίο για διάφορα αρχαία γεγονότα, ούτε για αφηρημένες παραβολές. Η ιστορία μιλάει για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τις επιλογές του στον 21ο αιώνα.
Μερικά χρόνια πριν είχα πάει σε επαγγελματικό ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη. Πήγα για να κάνω ρεπορτάζ για ένα μοναστήρι στην Περιφέρεια Λένινγκραντ. Μας υποδέχτηκε, εμένα και τον φωτογράφο μας, ένας ψηλός και γερός άνδρας. Φορούσε μαύρο μπουφάν και μαύρα γάντια. Έμοιαζε με άνθρωπο που περνάει πολλές ώρες στο τιμόνι. Γενικώς, δεν θύμιζε άνθρωπο που έρχεται από μοναστήρι. Δεν περίμενα να δω οπωσδήποτε έναν άνθρωπο με ζωστικό, αλλά η εμφάνιση αυτού του άνδρα είχε, κατά κάποιον τρόπο, μη ορθόδοξη αισθητική. Μας πήγαινε με αυτοκίνητο στο μοναστήρι και στο δρόμο μας διηγήθηκε την ιστορία του.
Τη δεκαετία του 1990 ήταν ολιγάρχης. Δεν ξέρω βέβαια το ύψος των εισοδημάτων του. Αλλά, όλο αυτό που σχετιζόταν με την επιχειρηματικότητα της δεκαετίας του 1990, όπως το με ποιους νόμους ή, μάλλον, με ποιες ανομίες γινόταν αυτή η επιχειρηματικότητα, και γενικά, ό,τι ξέρουμε για εκείνη την εποχή, όλο αυτό ήταν η ζωή του. Και όπως διηγείται ο ίδιος, διέθετε τόσα χρήματα που δεν ήξερε πού τα είχε. Και όπως συχνά συμβαίνει με ανθρώπους που έχουν πάρα πολλά χρήματα, ήρθε η στιγμή που αναγκάστηκε να κρυφτεί, να εξαφανιστεί για ένα διάστημα. Οι φίλοι του σκέφτηκαν ότι ο καλύτερος τόπος για αυτό το σκοπό ήταν μοναστήρι. Κι αυτό, επειδή τον συγκεκριμένο άνθρωπο, γνωρίζοντας τη ζωή του, δεν θα τον έψαχνε ποτέ κανείς σε ένα τέτοιο μέρος.
Οπότε, βρήκαν αυτό το μικρό μοναστήρι στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης. Το συγκεκριμένο μοναστήρι, όπως και πολλά άλλα, εκείνη την εποχή, βρισκόταν σε ελεεινή κατάσταση. Ο ολιγάρχης πήγε στο μοναστήρι, μίλησε με τον ηγούμενο, είδε όλα αυτά τα χάλια και είπε στον ηγούμενο: «Παππούλη, έχω πάρα πολλά χρήματα, θέλετε να σας χτίσω έναν ναό; Μεγάλο ναό, με λευκή πέτρα. Θέλετε δύο ναούς; Έχω αρκετά χρήματα για αυτό». Και τότε ο ηγούμενος του λέει: «Βλέπω ότι δεν έχετε τι να κάνετε; Έχετε πολύ ελεύθερο χρόνο; Δεν χρειαζόμαστε ναό. Έχουμε όμως στάβλο με αγελάδες. Χρειαζόμαστε άνθρωπο για να καθαρίζει το στάβλο από τις κοπριές. Θέλω να σας προτείνω αυτή την δουλειά. Είμαι έτοιμος να σας πληρώνω μάλιστα για αυτήν την δουλειά». Και εδώ πάλι γυρίζουμε στη γνωστή συζήτηση με το θέμα των ευεργεσιών. Αν πρέπει να δεχόμαστε δωρεές από όπου και αν προέρχονται. Υποθέτω ότι το μοναστήρι εκείνη την εποχή είχε μεγάλη ανάγκη και δε θα ήταν αμαρτία για τον ηγούμενο να δεχτεί κάποια χρήματα από τον ολιγάρχη, αν όχι για έναν ναό, τουλάχιστον για κάποιες τρέχουσες ανάγκες. Αλλά πόσο σοφός και πνευματικά ευαίσθητος ήταν ο ηγούμενος που αρνήθηκε τα χρήματα! Δε νομίζω ότι το έκανε επειδή υπέθετε ότι τα χρήματα είχαν αποκτηθεί με μη νόμιμες δραστηριότητες. Βέβαια, δεν αποκλείεται να αρνήθηκε και για αυτό το λόγο. Αλλά πόσο πιο σημαντικό ήταν για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον ολιγάρχη, να εκτιμήσει τις πραγματικές διαστάσεις που έχουν οι αξίες. Ότι δηλαδή δεν είναι μόνο τα χρήματα που αξίζουν, ούτε μπορείς να αγοράσεις τα πάντα με χρήματα. Δεν μπορείς να αγοράσεις τη σωτηρία με χρήματα.
Οπότε, ο ολιγάρχης άρχισε να ζει σε αυτό το μοναστήρι, καθαρίζοντας το στάβλο με τις αγελάδες. Σιγά-σιγά, η ζωή του άρχισε να αλλάζει. Θυμάμαι ότι μας ανέφερε και μια λεπτομέρεια: Κάθε φορά που μιλούσε στον πνευματικό του για τα συναισθήματά του την ώρα της Θείας Κοινωνίας και της προσευχής, ότι νιώθει πολύ ωραία κτλ., ο πνευματικός του τού είπε: «Πρόσεχε, η χάρη μπορεί να σε καταπλακώσει». Πολύ σημαντικά λόγια, γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι η χάρη είναι και ευθύνη, είναι βάρος που δε θα μπορέσεις να το κουβαλήσεις αν δεν είσαι σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση. Ακόμα και η ευτυχία μπορεί να είναι βαριά, μπορεί να σε πληγώσει, με την έννοια ότι σε αλλάζει.
Και πράγματι, όταν πέρασε αυτή η πρώτη περίοδος της εκκλησιαστικής ζωής, τότε που ο άνθρωπος έχει φτερά και πετάει, ξεκίνησαν οι δοκιμασίες. Γιατί ο κάθε χριστιανός πρέπει να εργάζεται σκληρά για να εξαλείψει τα πάθη του.
Παρόλα αυτά, αυτή η αναγκαστική φυγή προκειμένου να κρυφτεί είχε πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Όταν τελείωσε η περίοδος του κινδύνου και ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορούσε πλέον να επιστρέψει στην επιχείρησή του, στην καθημερινότητά του, αρνήθηκε να φύγει από το μοναστήρι. Και τι έκανε; Πήγε στην Αγία Πετρούπολη για μια μέρα, πήρε δύο λευκές κόλλες χαρτί Α4, υπέγραψε στο κάτω μέρος και των δυο σελίδων, τα έδωσε στους δικηγόρους του και τους είπε: «Έχω μόνο έναν όρο, να μην μπορεί κανένας να μου αφαιρέσει τα δικαιώματά μου ως γονέα». Αυτός ήταν παντρεμένος δύο φορές και είχε παιδιά και από τους δυο γάμους. Οπότε, έδωσε εντολή στους δικηγόρους να μοιράσουν όλη την περιουσία του στις δύο γυναίκες του, στα παιδιά του, να διαθέσουν μέρος της για φιλανθρωπικούς σκοπούς, χωρίς να κρατήσει για τον εαυτό τίποτα. Μοίρασε όλα τα χρήματά του και πήγε στο μοναστήρι. Το άρθρο που βγήκε στο περιοδικό «Ο Θωμάς», μετά από αυτήν την επίσκεψη, είχε τον ακόλουθο τίτλο: «Μοίρασε τα χρήματα και πήγε σε μοναστήρι». Τότε που τον γνώρισα δεν είχε γίνει ακόμα μοναχός, δεν είχε δώσει υποσχέσεις, ήταν δόκιμος. Όμως, είχε πάει στο μοναστήρι με την έννοια ότι αρνήθηκε τον πλούτο του, την χλιδάτη ζωή του και έγινε ένας απλός εργάτης παντός καιρού και βοηθός ηγουμένου. Ο άνθρωπος αποφάσισε να ζει στο μοναστήρι, επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, εκεί βρήκε μια τέτοια ελευθερία που δεν είχε βρει πουθενά αλλού. Μια ελευθερία που δεν μπορείς να την βρεις πουθενά αλλού εκτός από το μοναστήρι, τη στιγμή που αρνείσαι τα πάντα για να έχεις τη δυνατότητα να υπηρετείς τον Θεό.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι παράδοξο. Συνήθως θεωρούμε ότι η πίστη, η θρησκευτική ζωή έχει να κάνει με αυτοπεριορισμούς, επειδή έχουμε εντολές, κανόνες, νηστείες, απαγορεύεται το ένα, το άλλο, περιορίζουμε τους εαυτούς μας σε πολλά. Πόσο πιο ελεύθερη είναι η ζωή στον κόσμο!? Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτός ο άνθρωπος, με βάση την εμπειρία του, μας λέει ότι οι αντιστοιχίες είναι αντίστροφες. Στον κόσμο μοιάζει να είσαι εξωτερικά ελεύθερος, εσωτερικά όμως είσαι υποδουλωμένος και δεμένος. Ενώ στο μοναστήρι συμβαίνει το αντίστροφο, εξωτερικά ίσως βάζεις τον εαυτό σου σε ένα χώρο υπακοής, αλλά εσωτερικά ανθίζει μέσα σου η ελευθερία.
Όταν διηγήθηκα αυτήν την ιστορία σε έναν γνωστό μου, αυτός έκανε το σχόλιο ότι ο ολιγάρχης έδρασε εγωιστικά. Θα μπορούσε να γυρίσει στον κόσμο, να αρχίσει να βγάζει χρήματα με νόμιμο τρόπο και να ευεργετεί, να βοηθάει τα μοναστήρια και αυτούς που έχουν ανάγκη. Αλλά αυτός έκανε όπως τον βόλευε. Ίσως, θα μπορούσε να είναι έτσι, αν δεν υπήρχε η ευαγγελική παραβολή για την Βασιλεία των Ουρανών, στην οποία γίνεται λόγος για έναν έμπορο, ο οποίος είχε βρει μαργαρίτη, τον καλύτερο, τον πιο όμορφο, τόσο που παρόμοιο δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του, και ύστερα πήγε, πούλησε όλα τα υπάρχοντά του και τον αγόρασε. Οπότε, για αυτόν τον άνθρωπο ένας τέτοιος μαργαρίτης ήταν η θεοκοινωνία, εμπειρία που αποδείχθηκε τόσο σημαντική που δεν συγκρινόταν με τίποτα άλλο. Μια εμπειρία, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να μοιράσει τα πάντα και να αποσυρθεί στο μοναστήρι. Κάτι που έκανε.

Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία