Ο Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής κοντά στο κελλί του
Αυτές οι ιστορίες δεν καταγράφηκαν σε καμία έκδοση του βίου του Αγίου Γέροντα Ιωσήφ, που συντάχθηκε από τον Γέροντα Εφραίμ Φιλοθείτη, εκτός από την αγγλική.
Η μητέρα του Φραγκίσκου (κοσμικό όνομα του Γέροντα Ιωσήφ) ήταν πολύ απλή γυναίκα. Όταν ο Φραγκίσκος ήταν ακόμα έφηβος, πήρε τη μητέρα του για πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Όταν είδε στην οθόνη το δωμάτιο να καίγεται, σκεπτόμενη ότι αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα, φώναξε: «Φωτιά! Φωτιά!».
***
Μια φορά τη νύχτα, όταν ο πατήρ Ανατόλιος (δηλαδή ο πατήρ Αρσένιος) ήταν ακόμα στα Ιεροσόλυμα, είδε ένα όραμα στον ύπνο του, ότι ένας Άγγελος του έφερε ένα γράμμα. Το γράμμα αυτό φαινόταν να ήταν από τη μητέρα του, αλλά στην πραγματικότητα ήταν από την Παναγία. Το γράμμα έλεγε: «Παιδί Μου, εάν θέλεις να σωθείς, έλα στο Περιβόλι Μου, στο Άγιον Όρος».
***
Πέρασαν χρόνια πριν να έλθει η Θεία Χάρις στον πατέρα Αρσένιο. Αυτό πήρε πολύ καιρό, επειδή στην αρχή ο πατήρ Αρσένιος έπρεπε να εξοντώσει τα πάθη του, που βασίζονταν στις κακές συνήθειες του. Όμως, μια φορά, νύχτα, όταν πέρασαν οχτώ χρόνια, ο πατήρ Αρσένιος έπεσε στα πόδια του Γέροντα με δάκρυα: «Αχ, Γέροντα! Τι μου έδωσες σήμερα τη νύχτα με τις προσευχές σου; Ήμουν γεμάτος από φως, τόσο εσωτερικά όσο εξωτερικά. Ήρθε ο Χριστός και μου χαμογέλασε». Ακούγοντας αυτά, έκλαψε από χαρά και ο Γέροντας και είπε: «Αυτό είναι, Αρσένιε».
***
Μόνο μια φορά στη ζωή του ο Γέροντας Ιωσήφ δεν σηκώθηκε για την αγρυπνία. Μια φορά ο πατήρ Ανανίας του είπε:
– Γέροντα, υπάρχει σε όλο το Άγιον Όρος, ή κάπου αλλού, κάποιος που να προσηλώνεται με τόση προσοχή και σοβαρότητα στον ησυχασμό, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη; Δεν νομίζω να υπάρχει. Είσαι μοναδικός.
Αμέσως σκανδαλίστηκε απ’ αυτό το κομπλιμέντο ο Γέροντας, και το πρόσωπό του πάγωσε από έκπληξη. Αλλά σ’ ένα λεπτό συνήλθε και αναφώνησε:
«Φύγε από μένα, Σατανά!» και χτυπώντας τον εαυτό του στον γοφό με όλη του τη δύναμη, ξαναείπε: «Ελέησόν με, Κύριέ μου!».
Ως επιτίμιο, την ερχόμενη νύχτα ο Κύριος του έστειλε τόσο μεγάλο νυσταγμό, που ο Γέροντας κοιμήθηκε όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί κι έχασε την αγρυπνία του. Για ν’ αναπληρώσει τον μοναχικό κανόνα του, τον οποίο συνήθιζε να κάνει τη νύχτα, τον έκανε στη διάρκεια της ημέρα, αντί της δουλειάς.
Ο Γέροντας ήξερε πόσο επικίνδυνοι είναι οι λογισμοί κενοδοξίας και μας προειδοποιούσε: «Μην επαινείτε ο ένας τον άλλον, όταν είναι παρών ο άλλος, τον οποίο επαινείτε»
Ύστερα, όταν κατάλαβε στην πράξη πόσο εύκολο είναι ν’ αποδεχθεί κανείς τους λογισμούς κενοδοξίας και πόσο μεγάλη είναι η ζημιά, έγραψε σε κάποιον:
«Να προσέχεις [...] Μην επαινείτε ο ένας τον άλλον, όταν είναι παρών ο άλλος, τον οποίο επαινείτε, γιατί εάν οι έπαινοι κάνουν ζημιά στους τέλειους, ακόμη πιο πολύ θα βλάψουν εσάς, τους αδύνατους».
***
Ο Γέροντας Ιωσήφ και ο πατήρ Αρσένιος, όταν έμεναν στη σκήτη του Αγίου Βασιλίου, έσκαψαν δύο τάφους για τους εαυτούς τους. Ήθελαν όρθιοι να προσεύχονται μέσα σ’ αυτούς τους τάφους. Ο Γέροντας Ιωσήφ, τότε, είπε στον πατέρα Ιωάννη:
– Εμείς με τον πατέρα Αρσένιο σκοπεύουμε να στεκόμαστε όρθιοι μέσα στους τάφους αυτούς και να προσευχόμαστε. Έχουμε αρκετά παξιμάδια, όμως θα χρειαστούμε και νερό. Θα μπορέσεις να μας φέρνεις λίγο νεράκι κάθε μέρα;
Και ο πατήρ Ιωάννης απάντησε:
– Για τι με έχετε; Γαϊδούρι είμαι;
– Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου; – απάντησε ο πατήρ Ιωσήφ, απογοητευμένος.
***
Ο Γέροντας Ιωσήφ έμαθε στην εντέλεια την τέχνη να χαλιναγωγεί τον εαυτό του. Παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια ακολουθιών στο εκκλησάκι είχε έντονες επισκέψεις της Θείας Χάριτος, μόνο δύο φορές στη ζωή του η Χάρις τον κατέκλυσε με τόση δύναμη, που δεν μπόρεσε να πει τον Χερουβικό Ύμνο.
***
Συνέβαινε μετά από μια ιδιαίτερα ευλογημένη αγρυπνία ο Γέροντας Ιωσήφ ν’ αναστενάζει και μετά με χαρούμενη φωνή να λέει ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι: «Τι με περιμένει σήμερα!».
– Τι εννοείτε, Γέροντα; – ρωτούσε ο πατήρ Εφραίμ Κατουνακιώτης.
– Στην πνευματική ζωή υπάρχει νόμος. Εάν ξαφνικά ζήσεις την άφθονη επίσκεψη της Θείας Χάριτος, ενώ βρίσκεσαι σε μια κανονική πνευματική κατάσταση, αυτό σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι πλησιάζει ο πειρασμός, ανάλογος με την ποσότητα της Χάριτος που δέχτηκες. Ο Θεός δεν δίνει τα γλυκίσματά Του δωρεάν. Πρέπει να τα πληρώσεις ακριβά. Αφού πριν δεν είχα αγώνα, αυτό το Θείο χάδι δεν ήταν ανταμοιβή για τους κόπους μου, αλλά ήταν προειδοποίηση για τον πειρασμό που πλησιάζει.
– Μα, Γέροντα, φτάσατε στη θέωση. Πώς μπορεί να συμβεί κάτι κακό σ’ εσάς;
– Θα δεις – έλεγε ο Γέροντας.
Ο Γέροντας έλεγε: «Αφού πριν δεν είχα αγώνα, αυτό το Θείο χάδι δεν ήταν ανταμοιβή για τους κόπους μου, αλλά ήταν προειδοποίηση για τον πειρασμό που πλησιάζει»
Σε δύο μέρες, όταν ο πατήρ Εφραίμ γύρισε για να λειτουργήσει, ο Γέροντας, μάλλον, βρισκόταν σε μια τέτοια εκστατική διάθεση, που έλεγε ακόμη και αστεία. Ενώ βαθιά μέσα του, στην πραγματικότητα, ζούσε μια φοβερή κόλαση. Όταν ήθελε, μπορούσε να λέει τέτοια αστεία, που εμείς σχεδόν σκάγαμε απ’ τα γέλια.
Βλέποντας τον Γέροντα τόσο ευτυχισμένο, ο πατήρ Εφραίμ του είπε:
– Τι σας περιμένει; Χαρά και ευλογίες!
Και ο Γέροντας του αποκρίθηκε:
– Έλα εδώ – και πήγε τον πατέρα Εφραίμ σε άλλη μεριά, για να μην τον ακούσει κανένας άλλος. – Τώρα καταλαβαίνω τι πόνο νιώθουν οι δαιμονισμένες ψυχές. Εκεί βλέπω τον εχθρό των ψυχών μας, ο οποίος παρατηρεί, αν τα δηλητηριασμένα κοντάρια του έφτασαν στον στόχο τους. Όμως εγώ δεν σκοπεύω να δίνω ευχαρίστηση σ’ αυτό το κερασφόρο τέρας, με το να με βλέπει σε σύγχυση και σε θλίψη.
***
Κάποιες φορές εγώ [Γέρων Εφραίμ] δεν καταλάβαινα τον Γέροντα και αυτό οδηγούσε σε κωμικές καταστάσεις. Όταν ήμουν ακόμα δόκιμος, για να με προστατέψει από την επικοινωνία με τους κοσμικούς επισκέπτες μού είπε:
– Εάν δεις έναν κοσμικό, εξαφανίσου, τρέξε μακριά.
Μετά από κάποιον καιρό, ο Γέροντας με είδε όλο ιδρωμένο και λαχανιασμένο.
– Τι συνέβη, παιδί μου; – με ανησυχία με ρώτησε ο Γέροντας.
– Γέροντα – απάντησα, λαχανιασμένος – είδα να πλησιάζει ένας κοσμικός κι έτρεξα για να μη συναντηθώ μαζί του! Παραλίγο να πάθω έμφραγμα, τρέχοντας σ’ αυτούς τους απότομους δρόμους!
– Έλα, παιδί μου! Δεν ήταν δαίμονας, αλλά ένας απλός κοσμικός!
***
Μετά από μια λογομαχία με τον πατέρα Βαρθολομαίο, πάνω στο θέμα του ημερολογίου, ο Γέροντας Ιωσήφ γύρισε στο κελλί του να ξεκουραστεί, όμως ακόμα ήταν ανήσυχος. Μόλις μπήκε στο κελλί του, άκουσε να γρατζουνίζει κάποιος κάτω από τα ξύλα, πάνω στα οποία κοιμόταν. Όταν σήκωσε τα ξύλα για να δει, είδε έναν δαίμονα με κέρατα και ουρά!
«Εσύ με κάλεσες – του απάντησε ο δαίμονας – όταν λογομαχούσες με θυμό»
Επειδή η ψυχή του Γέροντα ήταν γεμάτη από Χάρη, δεν φοβήθηκε ο Γέροντας. Όμως, με έκπληξη βέβαια, ρώτησε τον δαίμονα:
– Τι κάνεις εδώ;
– Εσύ με κάλεσες – του απάντησε ο δαίμονας – όταν έλεγες όλα εκείνα στον Βαρθολομαίο.
Ακούγοντάς το, σοκαρίστηκε και απογοητεύτηκε ο Γέροντας. Τότε είπε στον εαυτό του: «Λέγοντας εκείνα τα βαριά λόγια εναντίον των νεοημερολογητών, εγώ, μάλλον, βλασφήμησα την Εκκλησία του Θεού κι έτσι επέτρεψα στον δαίμονα να παρεισφρήσει. Μπορεί, άραγε, να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από μας;».
Ο δαίμονας εξαφανίστηκε αμέσως μετά, όταν ο Γέροντας έκανε τον σταυρό του. Ύστερα, με πολλά δάκρυα άρχισε να προσεύχεται, για να του φανερωθεί η αλήθεια. Μετά από κάποιες ώρες προσευχής, κοιμήθηκε.
Ο Κύριος του έστειλε ένα όραμα στον ύπνο του, στο οποίο ο Γέροντας είδε τον εαυτό του πάνω σ’ ένα αποσπασμένο τμήμα του Αγίου Όρους, το οποίο έπλεε μέσα στη θάλασσα, κινδυνεύοντας από τα κύματα.
***
Εγώ [Γέρων Εφραίμ] είχα διακόνημα να μαγειρεύω τα κόλλυβα για μνημόσυνο, που κάναμε κάθε Σάββατο και τα πανηγύρια. Πριν πάω τα κόλλυβα στον ναό, τα δοκίμαζα, για να ελέγξω πόσο γλυκά ήταν. Ήμουν τόσο ηλίθιος, που δεν ήξερα ότι πρέπει να κοινωνώ νηστικός.
Για να μου φανερώσει το λάθος μου και να το διορθώσει, ο Γέροντας μια φορά μετά τη Λειτουργία μού είπε:
– Να δοκιμάσουμε τα κόλλυβα, που έφτιαξε ο βαβούλης.
– Ω, είναι πάρα πολύ νόστημα! –του είπα, μη καταλαβαίνοντας γιατί τα λέει όλα αυτά.
– Πού το ξέρεις ότι είναι νόστημα; – ρώτησε αυστηρά ο Γέροντας.
– Τα δοκίμασα.
– Τι λες;! Δοκίμασες τα κόλλυβα και μετά κοινώνησες; – και μου έδωσε χαστούκι – Ανόητε! Καλά που σ’ έπιασα. Δεν ήξερες ότι κοινωνούμε μόνο νηστικοί;
– Από πού να το μάθω; Δεν ξέρω τίποτα.
– Βέβαια, που να το ξέρει ένας ηλίθιος, όπως εσύ!
***
Όταν ο πατήρ Αθανάσιος είπε στους πατέρες στη Λαύρα ότι ο Γέροντας Ιωσήφ αποφάσισε να εγκαταλείψει τους ζηλωτές, δεν τον πίστεψαν και του είπαν:
– Πώς μπορεί ένας άνθρωπος με τόσο ζήλο και τόση αυστηρότητα να εγκαταλείψει τους ζηλωτές;
Ο πατήρ Αθανάσιος απάντησε:
– Τι μπορώ να κάνω για να σας αποδείξω ότι λέω την αλήθεια;
Και του απάντησαν:
– Θέλουμε να κοινωνήσεις μαζί μας.
Και αυτός διανυκτέρευσε εκεί και το επόμενο πρωί κοινώνησε μαζί τους. Τότε τον πίστεψαν.
***
Ο Γέροντας Ιωσήφ μάς (τους μαθητές του) έκανε τα εξής μαθήματα διορατικότητας:
– Όταν στη διάρκεια της προσευχής αισθάνεσαι κάτι ασυνήθιστο με μια από τις πέντε αισθήσεις σου και η ψυχή εκείνη την ώρα δεν αισθάνεται τίποτα, τότε μη δίνεις σημασία σε αυτό. Ο Θεός είναι πάνω από τις πέντε αισθήσεις. Όμως, εάν έρχονται η χαρά και η ελπίδα στην ψυχή σου, όταν νιώθεις την ευωδία, βλέπεις το όραμα, ακούς και αισθάνεσαι κάτι άλλο, μην το δέχεσαι, όμως και να μην το αρνείσαι, αλλά αμέσως να το πεις στον πνευματικό σου. Εάν στην αρχή της προσευχής έχεις πίστη, ελπίδα και αγάπη, ας πούμε, στους δέκα βαθμούς, και μετά την προσευχή ο βαθμός τους έχει ανέβει στους 100, τότε αυτή είναι η μεταμόρφωση από τον Θεό. Ο εχθρός δεν είναι ικανός να σε γεμίζει με πίστη, ελπίδα και αγάπη, γιατί ο ίδιος δεν τα έχει. Εάν μετά την προσευχή νιώθεις ότι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη έχουν αυξηθεί μέσα σου, να ξέρεις ότι η προσευχή σου έγινε δεκτή. Εάν εκείνα έχουν μείνει στο ίδιο επίπεδο, να ξέρεις ότι προσεύχεσαι σαν κοσμικός. Εάν εκέινα έχουν μειωθεί, τότε προσευχόσουν σαν μεθυσμένος. Και αν μετά την προσευχή νιώθεις κάποια σαρκική επιθυμία, άρα προσευχόσουν λάθος.
***
Όταν στον Άγιον Όρος έφεραν το ραδιόφωνο, οι μεγάλοι μοναχοί, που ήταν αποκομμένοι από τον κόσμο επί δεκαετίες, έμειναν κατάπληκτοι. Όταν μερικοί από τους απλούς μοναχούς είδαν πως όλοι γοητεύτηκαν από αυτό, αναφώνησαν:
– Είναι κουτί του Διαβόλου!
Οι άλλοι προσπάθησαν να το εξηγήσουν:
– Όχι δεν είναι. Είναι απλώς μια σύγχρονη εφεύρεση.
– Όχι, δεν μπορεί να είναι έτσι! – έλεγαν οι απλοί μοναχοί – πώς μπορούν όλα τα μουσικά όργανα που ακούμε να χωρέσουν σ’ αυτό το μικρό κουτί; Δεν μπορούν. Άρα, είναι κάποιο πράγμα του διαβόλου.
Κάποιοι από τους πατέρες ήταν τόσο σίγουροι γι’ αυτό, που όρισαν κιόλας κανόνα ότι όποιος ακούει αυτό το «κουτί του Διαβόλου» και δεν κλείνει τ’ αυτιά του, δεν μπορεί να κοινωνήσει.
Ο Γέροντας ποτέ δεν είχε ακούσει για το ραδιόφωνο, αλλά ήταν οξυδερκής άνθρωπος και ήξερε ότι αυτό είναι απλώς μια εφεύρεση των ανθρώπων
Παρ’ όλο που ο Γέροντας Ιωσήφ ποτέ δεν είχε ακούσει για το ραδιόφωνο, ήταν οξυδερκής άνθρωπος και ήξερε ότι αυτό, μάλλον, είναι μια εφεύρεση των ανθρώπων. Σκεφτόταν ότι η απλοϊκότητα αυτών των ανθρώπων είναι αστεία! Όμως, για να κλείσει το θέμα, είπε στους άλλους:
– Κοιτάξτε. Εάν θέλουμε να μάθουμε αν είναι του Διαβόλου αυτό το κουτί, θα παρακαλέσουμε τον ιερέα να μας φέρει το Αρτοφόριο και να το βάλει πάνω στο κουτί. Αν το κουτί είναι του Διαβόλου, τότε αυτό θα εκραγεί, γιατί οι δαίμονες δεν μπορούν ν’ αντέξουν το πλησίασμα του Χριστού. Όμως, αν η μουσική συνεχίσει ν’ ακούγεται, θα καταλάβουμε ότι είναι μια απλή εφεύρεση.
Τελικά, ο ιερέας έφερε το Αρτοφόριο και το κουτί δεν εξεράγη. Τότε όλοι συμφώνησαν ότι το κουτί είναι μια απλή εφεύρεση και όλοι οι μοναχοί, που το άκουγαν, έλαβαν ξανά την άδεια να κοινωνήσουν.
***
Όταν μετακομίσαμε στη Νέα Σκήτη, διαμέναμε στο καλύβι των Αγίων Αναργύρων, στον πατέρα Θεοφύλακτο, όμως εκείνος ο χώρος δεν μας βόλευε εντελώς. Μάθαμε ότι ο πατήρ Ιωάννης είχε σκοπό να μετακομίσει από τη Νέα Σκήτη σε άλλο μέρος και πήγαμε να δούμε αν μας κάνει το καλύβι του. Όταν μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε αυτά, που είδαμε! Ο πατήρ Ιωάννης, με τα χρήματα που κέρδισε με την αγιογράφηση, επίπλωσε το καλύβι του με πολλή πολυτέλεια: Αγόρασε καναπέδες, τοποθέτησε διάφορα περίεργα κηροπήγια, ακόμη είχε και ψυγείο αερίου. Εκείνα τα χρόνια στο Άγιον Όρος ούτε είχε ακούσει κανείς για τέτοια πράγματα.
Όταν ο Γέροντας τα είδε όλα αυτά, στεναχωρημένος, είπε:
– Μπορεί, άραγε, ο μοναχός που διαμένει σ’ έναν τέτοιον χώρο, να λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Επειδή έχει ήδη ελεηθεί. Δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να προσεύχεται εδώ.
***
Όταν ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ άκουσε για τον Γέροντα Ιωσήφ, αμέσως πήγε να τον βρει. Από τότε άρχισε να τον επισκέπτεται, επειδή ένιωθε μεγάλο σεβασμό προς τον Γέροντα. Αργότερα έλεγε ότι ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους ασκητές του Αγίου Όρους, που είχε συναντήσει ποτέ. Σε μια επιστολή, ο Γέροντας Σωφρόνιος έγραψε για τη συνάντησή του με τον Γέροντα:
«Ήθελα ν’ ακούσω από αυτόν τον άνθρωπο, που είχε τη Χάρη του Θεού, κάποιον πνευματικό λόγο. Κατά το πλείστον μιλούσε για την ησυχαστική ζωή ενός αναχωρητή και είπε ότι μερικές φορές είχε δει το Άκτιστο Φως. Η συνομιλία με τον Γέροντα μου έκανε μεγάλη εντύπωση... Είχα την αίσθηση ότι μπροστά μου βρίσκεται ένας πνευματικός στρατηλάτης».
Όντως, ήταν «δάσκαλος», όπως θα τον αποκαλούσαν από βαθύ σεβασμό οι ευλαβείς ησυχαστές του Αγίου Όρους.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ είχε περιγράψει τις συνθήκες διαμονής του Γέροντα Ιωσήφ:
«Το καλύβι τους ήταν απομονωμένο από τους άλλους ερημήτες, για περισσότερη ησυχία. Ήταν χτισμένο από μεγάλες πέτρες και αποτελούταν από μερικά μικρά δωματάκια. Εκείνην τη βραδιά ο Γέρων Ιωσήφ μού επέτρεψε να διανυκτερεύσω μέσα στον πέτρινο «σάκκο», δηλαδή στο κελλί του πατρός Αθανασίου. Το μέγεθός του ήταν ένα μέτρο επί ενάμιση. Εγώ, που δεν είχα μεγάλο ύψος, μόλις χώρεσα στο μικρό κρεβατάκι, λυγίζοντας τα πόδια μου και βάζοντας τα πέλματα πάνω στο κουτάκι, που βρισκόταν σε μια τρύπα μέσα στον τοίχο. Το πρωί ο πατήρ Ιωσήφ μού έδειξε τον βράχο με θέα στη θάλασσα, που βρισκόταν σε κάποια απόσταση από το βασικό καλύβι, και πάνω στο οποίο έχτισε ένα μικρό καλυβάκι, για ιδιαίτερη ησυχία. Το μηκός του μόλις του επέτρεπε να κοιμηθεί. Είχε μόνο ένα παράθυρο, το οποίο χρησιμοποιούσε ως πόρτα».
***
Στη Νέα Σκήτη ο Γέροντας Ιωσήφ έχασε εκείνην την ιδιαίτερη Χάρη, που έλαβε όταν ζούσε με περισσότερες στερήσεις. Έλεγε:
– Όταν έμενα στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, το φρέσκο ψάρι ήταν σπάνια πολυτέλεια κι εδώ μπορώ να το τρώω όλη την ώρα. Όμως τώρα, όταν έχω υλικές παρηγοριές, ο Κύριος δεν μου δίνει πνευματικές με τόση δύναμη, όπως συνέβαινε στον Άγιο Βασίλειο. Τώρα πλησιάζω το παλάτι του Βασιλιά και χτυπάω την πύλη και αυτή δεν ανοίγει. Ενώ νωρίτερα όχι μόνο άνοιγα την πύλη, αλλά και έμπαινα μέσα και μιλούσα με τον Βασιλιά.
***
Λίγο πριν το θάνατο του Γέροντα Ιωσήφ, όταν ο πόνος από υδρωπικία δυνάμωσε πιο πολύ, ο Γέροντας αντί για αναστεναγμούς έβγαζε μια γλυκιά φωνή, σαν να τον χάιδευε κανείς.
Όταν ο πόνος δυνάμωσε πιο πολύ, ο Γέροντας αντί για αναστεναγμούς έβγαζε μια γλυκιά φωνή, σαν να τον χάϊδευε κανείς
Ο πατήρ Εφραίμ Κατουνακιώτης προβληματίστηκε, όταν το άκουσε και ρώτησε:
– Γέροντα, τι συμβαίνει; Τι αισθάνεστε, πόνο ή απόλαυση;
– Πεθαίνω από τον πόνο, παιδί μου – απάντησε ο Γέροντας. – Αλλά ταυτόχρονα αισθάνομαι και χαρά. Τι καλός που είναι ο Θεός! Μου έστειλε αυτούς τους πόνους, για να μ’ ανταμείψει με την άφθονη Χάρη Του στην αιώνια ζωή.
***
Εκείνην τη μέρα, όταν εκοιμήθη ο Γέροντας, ενημερώσαμε την αδελφή Ευπραξία στην Ουρανούπολη. Όταν η αδελφή κρατούσε το γράμμα και έκλαιγε πάνω του, ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Γέροντας! Της εμφανίστηκε έτσι, όπως τον ήξερε, με μόνη διαφορά ότι ήταν διαφανής. Έμοιαζε με κρύσταλλο, γιατί η αδελφή μπορούσε να βλέπει μέσω αυτού. Ήταν ακτινοβόλος και χαρούμενος και το σώμα του δεν έριχνε σκιά. Με έκπληξη σκούπισε τα μάτια της και του είπε:
– Γέροντα, Γέροντα! Εδώ λένε ότι πεθάνατε.
– Αλήθεια, παιδί μου, πέθανα. Όμως, όπως με βλέπεις, είμαι ζωντανός.
Τότε η αδελφή Ευπραξία πλησίασε τον Γέροντα για να τον αγκαλιάσει, αλλά αυτός εξαφανίστηκε και η αδελφή αγκάλιασε τον αέρα. Τέτοιες εμφανίσεις και διάλογοι είναι σημάδια της αγιότητας του Γέροντα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι είχαν περάσει πέντε ώρες από τον θάνατό του.
***
Ο Γέροντας μας μάθαινε ότι ο μοναχός που παλεύει με κάποιο πάθος, ανεξάρτητα με ποιο συγκεκριμένα, πρέπει να του αντισταθεί από την αρχή μέχρι την απόλυτη εξολόθρευσή του. Ακόμη και η πιο μικρή υποχώρηση μπορεί να τον οδηγήσει στην ήττα. Πραγματικά, υπάρχουν τέτοιες αληθινά ηρωικές ψυχές, που έχουν τόσο μεγάλη αγάπη και έλξη στον Θεό, που μόλις νιώσουν ότι μια ακάθαρτη απόλαυση προσπαθεί να υπονομεύσει την ελευθερία τους και να θολώσει το μυαλό τους, αμέσως βιάζονται να διώξουν την απόλαυση, προξενώντας φυσικό πόνο στους εαυτούς τους, για να μπορέσουν, τελικά, να διατηρήσουν την πνευματική καθαρότητα στα μάτια του Θεού. Είναι βαριά λόγια, αλλά η ψυχή, που νιώθει ανέκφραστη αγάπη προς τον Θεό, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της ν’ αμαρτήσει.
Ακριβώς έτσι ήταν ο Γέροντάς μου. Όταν ήταν κοσμικός και νέος, ήταν τολμηρός και αποφασιστικός να παλέψει μέχρι το τέλος. Δεν ήταν επιεικής με τον εαυτό του, πάλευε με τον εαυτό του, πίεζε τον εαυτό του και πάντοτε είχε άφθονη υπομονή. Με τέτοιες καλές προθέσεις πώς μπορούσε η Χάρις του Θεού να μην τον βοηθήσει και να μην τον υψώσει εκεί, που βρέθηκε τελικά;