Το "Σημειώσεις από το Υπόγειο" του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι ως χριστιανικό κείμενο. Τι σημαίνει "υπόγειο" στo μυθιστόρημα; Και τι κρύβεται πίσω από την εικόνα του "κρυστάλλινου παλατιού";
Τατιάνα Κασάτκινα: Διδάκτορας Φιλολογίας, Πρόεδρος της Επιτροπής για τη μελέτη της δημιουργικής κληρονομιάς του Φ. M. Ντοστογιέφσκι, του Επιστημονικού Συμβουλίου «Ιστορία του Παγκόσμιου Πολιτισμού» της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών (ΣτΜ: Ρ.Α.Ε.) και Επικεφαλής του Τμήματος Θεωρίας της Λογοτεχνίας Α. Μ. Γκόρκι (Ρ.Α.Ε.)
1ο μέρος: "Σημειώσεις από το υπόγειο". Μια κραυγή για τον Χριστό
(Κείμενο-καταγραφή προφορικής παρουσίασης της Τ.Κ.)
Το όνομά μου είναι Τατιάνα Κασατκίνα. Είμαι φιλόλογος, θεωρητικός της λογοτεχνίας, καλλιτέχνης. Θα μιλήσουμε για το "Σημειώσεις από το υπόγειο", του Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι.
Θα μιλήσουμε για το τι είναι το "Eγώ", συσχετίζοντας μάλιστα το κείμενο του "Σημειώσεις από το υπόγειο" με το κείμενο "Η Masha κείται στο τραπέζι, θα την ξαναδώ άραγε τη Masha;"[1]
Θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από το σημείωμα "Η Masha κείται στο τραπέζι...", με στόχο να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι συζητά για το «Εγώ».
«Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου ως τον εαυτό σου, όπως προτρέπει η εντολή του Χριστού, είναι αδύνατον. Ο επί γης νόμος του Προσώπου μπαίνει στη μέση. Το «Εγώ» βάζει εμπόδια. Μόνο ο Χριστός μπορούσε να το κάνει, αλλά ο Χριστός ήταν ιδανικός, αιώνιος στους αιώνες, και ο άνθρωπος τείνει προς αυτόν, σύμφωνα με το νόμο της φύσης. Μετά την εμφάνιση του Χριστού ως ιδεώδους του ανθρώπου εν σαρκί, κατέστη ηλίου φαεινότερον ότι η ανάπτυξη του ατόμου θα πρέπει να φτάσει σε αυτό το ανώτατο όριο, ακριβώς στο σημείο της επίτευξης του στόχου... (Σημειώστε εδώ τις λέξεις-κλειδιά –π.χ. «στόχου», στο σημείο όπου βρίσκεται ο στόχος.) Και πρέπει να φτάσει σε αυτό το σημείο της επίτευξης του στόχου, ώστε να βρει, να συνειδητοποιήσει, και με όλη τη δύναμη της φύσης του να πειστεί, ότι η μέγιστη δυνατή χρήση του Προσώπου του, αυτή η χρήση που συμβαδίζει με την πληρότητα της ανάπτυξης του «Εγώ», είναι να καταστρέψει αυτό το «Εγώ» και να το προσφέρει εξ ολοκλήρου σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά, πλήρως και ολόψυχα. Και αυτό θα είναι η ύψιστη ευτυχία. Με αυτόν τον τρόπο, ο νόμος του «Εγώ» συγχωνεύεται με τον νόμο του ανθρωπισμού και στη συγχώνευσή τους το «Εγώ» και το «όλοι» (τα οποία είναι προφανώς τα άκρως αντίθετα) καταστρέφονται αμοιβαία κι επιτυγχάνουν, ταυτόχρονα, τον υψηλότερο στόχο της ατομικής τους ανάπτυξης».[2]
Έτσι, το «Εγώ», σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι, είναι μια κατηγορία που συσχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με την κατηγορία «όλοι» ή «όλα». Και πάλι, θυμόμαστε ότι το δεύτερο μέρος του "Σημειώσεις από το υπόγειο" αρχίζει με αυτήν την περίεργη αυτογνωσία του ήρωα: Εγώ είμαι εδώ μόνος μου και αντίπερα είναι «όλοι». Αυτή η παράξενη αυτοσυναίσθηση είναι στην πραγματικότητα οικεία στον καθέναν από μας, που έχει τουλάχιστον περάσει από την περίοδο της εφηβείας. Αυτή η αίσθηση του «είμαι μόνος» και όλοι είναι «όλοι», η οποία προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια, είναι κάτι που το βιώνει, αργά ή γρήγορα, ο καθένας μας και μπορούμε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε από πού προέρχεται και τι είδους αίσθηση είναι αυτή. Σ’ ένα άλλο κείμενο, το οποίο γράφτηκε ταυτόχρονα, δηλαδή μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους του «Σημειώσεις από το υπόγειο», το «Σοσιαλισμός και Χριστιανισμός», ένα όνομα που κατ΄αρχήν θα μπορούσε να δοθεί στο κείμενό του "Σημειώσεις από το υπόγειο", κατά μία έννοια, ο Ντοστογιέφσκι ορίζει σαφώς αυτήν τη συσχέτιση του «Εγώ» και του «όλοι» με μια μόνο φράση: «Στον σοσιαλισμό, όλοι είναι σαν λουτσίνοτσκι [μικρά ξυλάκια φωτισμού[3]]». Τι είναι μια λουτσίνοτσκa ή λουτσίνκa; Είναι σαν μια «ξεχωριστή», «ανεξάρτητη» (ΣτΜ: Τα εισαγωγικά είναι του μεταφραστή), λεπτή βεργούλα. Αλλά, ταυτόχρονα, η λέξη αυτή υποδηλώνει μια βεργούλα που αποκόπηκε από έναν κάποιον κοινό κορμό δέντρου. Δηλαδή, αποδεικνύεται ότι δεν είναι το «Εγώ» που είναι η πρωταρχική κατηγορία γι' αυτόν, αλλά το "όλοι" ή "όλα". Τα λουτσίνοτσκι είναι αυτό που είναι ξεκομμένο από αυτόν τον κοινό κορμό και υπό αυτές τις συνθήκες και εντός αυτών των ορίων, ο Σοσιαλισμός θεωρείται φυσική κατάσταση του ανθρώπου.
Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο ο πρωταγωνιστής του «Σημειώσεις από το υπόγειο» θα μιλάει διαρκώς περί φυσικού και αφύσικου. Καθώς και περί της αξίωσης να στραφούμε, στο πλαίσιο της επίτευξης του φυσικού, σε πράγματα που φαίνεται να είναι αφύσικα. Αυτή ακριβώς η κατάσταση του ξεκόμματος, αυτή η κατάσταση του «Εγώ», που αποκόπτεται από το "όλοι", εισέρχεται, κατά τον Ντοστογιέφσκι, σε μια κάποια Φιλοσοφία της Ιστορίας, σε μια συγκεκριμένη ιστορική ακολουθία. Βλέπουμε, μάλιστα, να γράφει, αρκετά εκτενώς, στο «Σοσιαλισμός και Χριστιανισμός», ότι αρχικά η ανθρωπότητα βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση του "όλοι". Και τέτοια ήταν η κατάσταση αυτών των γενών, των ενιαίων γενών, των ενιαίων θρησκειών και ούτω καθ’ εξής. Και τότε, σε κάποιο σημείο, συμβαίνει η αποκοπή, η εμφάνιση του ενός και αυτοτελούς Προσώπου στην κατάσταση του «Εγώ». Μετά, όμως, πρέπει ν’ ακολουθήσει ακόμη κάτι άλλο, πρέπει να υπάρξει ένα τρίτο στάδιο. Και αυτό το τρίτο στάδιο είναι μια νέα σύνδεση. Αλλά η σύνδεση αυτή θα είναι ποιοτικά, ήδη, εντελώς διαφορετική. Θα είναι μία ένωση, στην οποία κάθε ένα από αυτά τα ξεκομμένα Πρόσωπα-λουτσίνοτσκι εισέρχεται χωρίς άδεια και ιδία βούληση, ωθούμενο ακριβώς από την επιθυμία του να προσφέρει το «Εγώ» του, το Πρόσωπό του, σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Δηλαδή, να σπάσει, να θρυμματίσει το Πρόσωπό του στην κατάσταση του «Εγώ», έτσι όπως την ξέρουμε. Να καταστρέψει την ύπαρξή της μέσα σ’ ένα κλειστό κατειλημμένο χώρο, τον οποίον δεν μοιράζεται με καμία άλλη ύπαρξη, να σπάσει αυτήν τη μοναξιά.
Στο «Αδερφοί Καραμάζοφ», ο Ντοστογιέφσκι αργότερα θα πει, διά στόματος ενός από τους ήρωές του, ότι η σημερινή περίοδος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι μια περίοδος μοναξιάς. Αυτό μας δίνει την ευκαιρία ν’ αξιολογήσουμε και πάλι... Πάντα μας αρέσει ν’ αξιολογούμε τους χαρακτήρες του έργου, την ποιότητά τους, την κατάσταση της ανθρώπινης ζωής, τα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας. Ν’ αξιολογούμε, όπως ακριβώς το κάνουμε συνεχώς στο «Σημειώσεις από το υπόγειο», τον πρωταγωνιστή αρνητικά, τη στιγμή που κάθε τι που λέει είναι πολύ πιο διφορούμενο από αυτό που αποφαινόμαστε αμέσως. Και εδώ, επίσης, θέλουμε αμέσως ν’ αξιολογήσουμε αυτήν τη μοναχική κατάσταση του ανθρώπου ως κακή. Αλλά το θέλουμε πράγματι; Ή μήπως, αντ’ αυτού, να την αξιολογήσουμε ως τη μόνη δυνατή. Ως κάτι που, επιτέλους, πετύχαμε. Αλλά ούτε κακό είναι ούτε κι επίτευγμα. Επειδή δεν είναι κάτι το τελικό. Είναι απλά η κατάσταση του περιορισμένου «Εγώ». Δεν προκαλεί διόλου έκπληξη το γεγονός ότι το άρθρο ονομάζεται "Σοσιαλισμός και Χριστιανισμός" και δεν είναι χωρίς λόγο που προσπαθούμε να εκλάβουμε το "Σημειώσεις από το υπόγειο" ως χριστιανικό κείμενο. Όλα αυτά συνδέονται στενά με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να ειπωθεί ακόμα ένα πράγμα. Σε μια επιστολή του, που γράφτηκε μετά το πρώτο μέρος του "Σημειώσεις από το υπόγειο", και πριν από τη δημοσίευση του δεύτερου, ο Ντοστογιέφσκι έγραψε στον αδερφό του επί λέξει τα εξής: «Αυτά τα γουρούνια της λογοκρισίας, εκείνα τα χωρία στα οποία... βλασφημούσα, έτσι, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, τα κρατήσαν, και αυτά στα οποία αναδείκνυα την ανάγκη για πίστη και για τον Χριστό τα απαγόρευσαν. Μα καλά, είναι όλα αυτά λογοκρισίες κατά της κυβέρνησης ή τι άλλο;»
Δηλαδή, αποδεικνύεται ότι ο Ντοστογιέφσκι είχε στο μυαλό του σε αυτό το κείμενο να συναγάγει την ανάγκη για την πίστη και για τον Χριστό.
Εάν έτυχε να διαβάσαμε το κείμενο πριν να γίνουμε γνώστες του τι ειπώθηκε στην επιστολή, ίσως να μείνουμε με την εντύπωση ότι διαβάσαμε κάποιο άλλο κείμενο. Και με αυτόν τον τρόπο, μας προσφέρεται στο κείμενο του «Σημειώσεις από το υπόγειο» κάποια προοπτική αυτού του ανθρώπινου όντος και αυτή η προοπτική καθορίζεται από τα κείμενα που γράφονται παράλληλα με αυτό. Κείμενα που γράφονται για τον ίδιο, χωρίς αυτός να υπολογίζει σε δημοσίευσή τους, απλά και μόνο για να κατανοήσει κάτι για τον εαυτό του, κάτι που αργότερα θα βρει έκφραση σε κάποιο λογοτεχνικό κείμενο, σ’ ένα κείμενο που δεν θα ενοχλεί ή θα καταναγκάζει τον αναγνώστη, αλλά σ’ ένα κείμενο το οποίο θα είναι αρκετά κατανοητό από πολλούς αναγνώστες και που θα τους δίνει την ευκαιρία να επωφεληθούν τα μέγιστα για τον εαυτό τους.
Λοιπόν, ποια είναι αυτή η φάση του ξεκομμένου Προσώπου; Αυτή η φάση είναι και περίοδος της χριστιανικής Ιστορίας. Όταν έρχεται ο Χριστός, λέει μερικά μάλλον περίεργα πράματα: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (ΣτΜ: Κατά Ματθαίον 10:34), [ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι,] τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· (ΣτΜ: Κατά Λουκά 12:52[4α]), [...] [διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί,] πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς (ΣτΜ: Κατά Λουκά 12:53[4β]). Αυτός προσδιορίζει όλες αυτές τις διαιρέσεις. Μα περί τίνος πρόκειται εδώ; Εδώ μιλάμε περί διαμελισμού του γένους. Περί του ξεκόμματος αυτών των μικρών λουτσίνοτσκι. Επειδή Αυτός δεν έρχεται να τους σώσει όλους, αλλά τον καθένα ξεχωριστά. Και για να σωθεί αυτός ο καθένας, θα πρέπει πρώτα ν’ αποκοπεί από τον κορμό του γένους. Και γι’ αυτόν τον λόγο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία του διαχωρισμού. Έτσι ώστε ο καθένας, αφημένος απόλυτα μόνος, ξέχωρα από τους άλλους, όπως ο Αδάμ στη δική του αρχική κατάσταση, να μπορέσει ν’ απαντήσει εκ νέου στο ερώτημα: «Είσαι μόνος σου ή είσαι μαζί τον Θεό;». Μπορείτε να παραμείνετε σε αυτήν την κατάσταση αποκοπής και να την αποδεχτείτε ως οριστική. Και αυτό ακόμη είναι δυνατόν... Ή μπορείτε να μεταμοσχευθείτε σ’ έναν άλλο κορμό, σ’ ένα άλλο ελαιόδενδρο, με άλλες ρίζες, που είναι στον ουρανό. Δηλαδή, να δημιουργηθεί έτσι μια εντελώς διαφορετική κοινότητα, μια κοινότητα αυτών των ανθρώπων που ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Θα σας διαβάσω ένα άλλο απόσπασμα από το "Η Masha κείται στο τραπέζι ...", καθ’ ότι εξαιρετικά σημαντική για την κατανόηση του πώς ο Ντοστογιέφσκι αντιλαμβάνεται αυτόν τον Παράδεισο. Γράφει τα εξής: «Θα ζούμε χωρίς να παύουμε ν’ ανακατευόμαστε στα πάντα, χωρίς να επιβουλευόμαστε και να παντρευόμαστε, σε διαφορετικές τάξεις...» Δηλαδή, βλέπει αυτήν την άλλη, τη διαφορετική, τη μετά από το «Σημειώσεις από το υπόγειο», ανθρώπινη κατάσταση, ως ανθρώπινη κατάσταση όπου ο άνθρωπος διατηρεί το Πρόσωπό του και ταυτόχρονα αποκτά τη=ν ικανότητα να επικοινωνεί με όλους τους άλλους ανθρώπους στον κόσμο. Ταυτόχρονα, δεν μπαίνει σε μια ορισμένη κοινότητα, αλλά αυτός, με κάποιον τρόπο, συνδεόμενος με όλους, φθάνει απλά στα φυσικά οντικά του άκρα, στα άκρα της φύσης του. Καθίσταται ταυτόχρονα τόσο «Εγώ» όσο και "όλοι". Ο καθένας βλέπει κάτι στην προοπτική του και οδηγεί όλους στην προοπτική του, «λαμβάνοντας», ταυτόχρονα, αυτό που σκέφτονται, αισθάνονται, βιώνουν, κατανοούν, έχοντας όλη τη γνωστική εμπειρία της ανθρωπότητας στη διάθεσή του, απολύτως χωρίς όρια, χωρίς τυχόν διαχωρισμούς, που να το εμποδίζουν αυτό. Αυτός, στην πραγματικότητα, είναι ο Παράδεισος του Χριστού, σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι. Είναι η διατήρηση του Προσώπου, την ίδια στιγμή που θολώνουν τα σύνορα, κλονίζονται οι πέτρινοι τοίχοι. Στο "Σημειώσεις από το υπόγειο" είναι ορατό κάτι το καταπληκτικό. Ίσως να σκεφτόμαστε ότι αυτό το «Εγώ» είναι μια σφαίρα, που κόψαμε εμείς από έναν κοινό χώρο, η οποία, όπως και να ’χει το πράγμα, ανήκει σ’ εμάς. Αποδεικνύεται ότι τίποτα τέτοιο δεν ισχύει και αυτό γιατί δεν έχουμε πρόσβαση όχι μόνο σε αυτό που είναι απ’ έξω, αλλά και σε αυτό που είναι μέσα. Και στο «Σημειώσεις από το υπόγειο» γίνεται μνεία αυτού και μάλιστα από την πρώτη σελίδα κιόλας.
"Ψευδόμουν μόλις τώρα, όταν έλεγα ότι ήμουν ένας μοχθηρός αξιωματούχος. Ψευδόμουν από μοχθηρία. Έπαιζα τον άτακτο με αυτούς τους αιτούντες, που έρχονταν και με τον αξιωματικό, αλλά κατ’ ουσίαν δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω κακός. Σε κάθε στιγμή μπορούσα να διακρίνω μέσα μου τα πιο αντιφατικά πράγματα. Όλα αυτά τα στοιχεία τα ένιωθα να περπατούν από ‘δώ κι από ‘κεί μέσα μου σαν μυρμήγκια,. Ήξερα ότι περπατάγαν έτσι άστατα μέσα μου όλη μου τη ζωή και ότι ήθελαν να βγουν προς τα έξω, αλλά δεν τα άφηνα να βγουν με τίποτε, δεν τα άφηνα σκόπιμα. Με βασάνιζαν, μέχρι που ντρεπόμουν. Τι σπασμούς κι αρρώστιες μού προκάλεσαν!"
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την αποτύπωση της φρίκης ενός ανθρώπου, που βρίσκεται στο σημείο «Εγώ». Όπου τα πάντα μέσα του είναι, πρώτα απ' όλα, όχι δικά του και, δεύτερον, του προξενούν ντροπή. Και ερεθισμό. Επειδή δεν είναι κάτι που μπορείς να το ελέγξεις και ούτε και κάτι που θα ήθελες, από την άλλη, να δείξεις στον κόσμο. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι μέσα σ’ ένα άτομο υπάρχει κάτι που ζητά να βγει προς τα έξω, επειδή επιζητά τη διασύνδεση με αυτό που είναι έξω. Είναι επιρρεπές σε αυτό που είναι απ’ έξω, σε αυτό το "όλοι". Και αποδεικνύεται ότι το «Εγώ» είναι απλά και μόνο αυτό το όριο που χωρίζει το ένα από το άλλο. Και στην κατάσταση του «Εγώ» αυτό είναι το μόνο πράγμα που διαθέτουμε. Αυτό είναι το όριο, που χωρίζει την εικόνα του Θεού, που κουβαλάμε μέσα μας, από αυτό που μας περιμένει έξω.
Όπως καταλαβαίνετε, ο πέτρινος τοίχος δεν είναι άλλο από αυτό το «Εγώ». Το «Εγώ» είναι αυτό που με κάνει εσωτερικά να υπάρχω εντός των ορίων και των νόμων αυτού του κόσμου και που φαίνεται ως επιούσιο ορατό-τρέχον. Δηλαδή, αυτό ακριβώς το «Εγώ» είναι το υπόγειο. To «Εγώ» είναι o άνθρωπος, που βρίσκεται/ζει στο υπόγειο. Αλλά, ταυτόχρονα, το υπόγειο είναι και κάτι άλλο. Επειδή, πάλι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο άνθρωπος του υπογείου θα πει ότι ζει σε μια γωνιά του. Ζει στο υπόγειο και μάλιστα ζει σε μια γωνιά του. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, με κάποιον τρόπο «εξισώνει» αυτούς τους χώρους. Και αναρωτιέται και πάλι με ενδιαφέρον: «Ζούσα και πρότερα στη γωνιά τούτη και από τότε που κέρδιζα χρήματα μάλιστα και δούλευα μόνο για να εξασφαλίσω τα προς το ζην και με το που κέρδιζα χρήματα, εγκαταστάθηκα μόνιμα σε αυτήν τη γωνία". Δηλαδή, συνέδεσε με οριστικό τρόπο τη γωνία αυτή με το υπόγειο.
Τώρα ας δούμε τι είναι αυτή η γωνία. Η πρώτη εντύπωση, η οποία, όπως είπαμε νωρίτερα, δίνει πάντα την αίσθηση του κάτι τι του μη-οριστικού μέσα στο "Σημειώσεις από το υπόγειο", η πρώτη εντύπωση της γωνίας είναι ένας χώρος, όπου μπορεί κανείς να βρει τη μοναξιά του. Πήγε στη γωνία του, θα πουν στο "Αδελφοί Καραμάζοφ". Ή κοίταξε όλους από τη γωνιά του... Την ίδια στιγμή, η γωνία είναι το πιο ακραίο σημείο της μοναξιάς, όπου όλα συγκλίνουν κυριολεκτικά στο μηδέν, αλλά, ταυτόχρονα, ξανοίγονται προς τα πάντα, αγγίζοντας το άπειρο, αν τίποτα δεν διακόψει την κίνηση αυτών των ακτίνων. Δηλαδή, όντας σε μια γωνιά, αν στρέψουμε το πρόσωπό μας σε όλους, τότε αυτό είναι σχεδόν ένα ανοιχτό αγκάλιασμα.
Αλλά στο δεύτερο μέρος, όταν ο ήρωας θα περιγράφει το διαμέρισμά του, θ’ αναφερθεί σε αυτό με εντελώς διαφορετικά λόγια, δεν θα μιλήσει για τη γωνία, αλλά θα πει "αυτή ήταν μια θήκη". Δηλαδή, σε κάποιο χρονικό σημείο, ο τόπος ήταν μια θήκη και αργότερα έγινε γωνία. Και αυτή η γωνία, είχε ένα ακόμη νόημα... Θυμηθείτε, ενοικιάσατε ποτέ γωνίες σε κατοικία; Τον 19ο αιώνα, οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν μπορούσαν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο, νοίκιαζαν μια γωνιά στο δωμάτιο. Μέσα σ’ έναν και τον αυτόν χώρο, στις γωνίες του, θα μπορούσαν να ζουν χωριστά εντελώς διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες θεωρούσαν αυτές τις γωνίες ως δικό τους χώρο, αλλά, ταυτόχρονα, δεν ήταν κι εντελώς χωριστά. Αυτό είναι κάποιο βαθούλωμα, μια κατάσταση ακραίας ταπείνωσης μέσα στον υλικό κόσμο, όπου είσαι ο εαυτός σου χωρίς να παύεις να είσαι και με όλους. Δηλαδή, είναι ένα είδος αμυδρής υπενθύμισης, για το πώς ένα άτομο πρέπει γενικά να ζει.
Εδώ, μάλλον, πρέπει να ειπωθούν λίγα λόγια για τα μέρη του κειμένου που φαίνονται στυλιστικά διαφορετικά, είναι στημένα προσωδιακά και τα οποία διαφέρουν κατ’ είδος. Αλλά τα οποία, στον Ντοστογιέφσκι, δένονται μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούμε καν να εξετάσουμε το ένα μέρος χωρίς να εξετάσουμε το άλλο. Επειδή δεν υπάρχει πρώτο και δεύτερο μέρος. Επειδή το μέρος που είναι πρώτο, είναι το τελευταίο στον χρόνο. Και αυτό που τοποθετείται στο τελευταίο μέρος, λαμβάνει χώρα πρώτο στον χρόνο. Δηλαδή, ο Ντοστογιέφσκι συνδέει αυτά τα δύο μέρη σ’ έναν αναπόσπαστο κύκλο, που αποδεικνύεται ότι αν μπορούσε να θυμηθεί τι συνέβη σε αυτόν πριν από 16 χρόνια, ήταν γιατί σκέφτηκε όλα όσα διαβάσαμε στο πρώτο μέρος. Και από την άλλη, το ότι μπόρεσε να καλοσκεφτεί τα πάντα που διαβάζουμε στο πρώτο μέρος, το οφείλει στο ότι θυμόταν τι συνέβη σε αυτόν πριν από 16 χρόνια.
Όλη αυτή η φοβερή και άσχημη ιστορία με τη Λίζα ήταν μια ώθηση για προβληματισμό, για τον μετασχηματισμό του ατόμου σε κάτι το εντελώς διαφορετικό.
Σε γενικές γραμμές, πολλά πράματα δείχνουν στην κατεύθυνση αυτής της ιδέας περί μετασχηματισμού. Ακόμη μια φορά, από τις πρώτες σελίδες κιόλας: "[...] αν ενοχληθείτε με όλη αυτήν τη φλυαρία (εγώ ήδη αισθάνομαι ότι έχετε ενοχληθεί), αναλογιστείτε αν πρέπει να με ρωτήσετε "ποιος είμαι εγώ ακριβώς;", θα σας απαντήσω: «Δικαστικός υπάλληλος» (ΣτΜ: Το kollezhskii assessor, που χρησιμοποιεί ο Ντοστογιέφσκι, ήταν ο κατώτατος βαθμός/τίτλος ευγένειας. Βλ.[5])"... Όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχει τίποτα πιο αναντίστοιχο στην ερώτηση: «Ποιος είμαι ακριβώς;» από το «δικαστικός υπάλληλος» και ειδικά όταν το τελευταίο ακολουθείται από την παρατήρηση ότι "δούλευα για να βγάλω το ψωμί μου και μόλις το έβγαλα το ψωμί, αμέσως εγκατέλειψα τη δουλειά", τότε το όλο καθίσταται αδιανόητο. Η προσδοκία, λοιπόν, είναι ότι ο αναγνώστης θα σταθεί σε αυτό το σημείο. Καλά, «μα ποιος είναι αυτός ο δικαστικός υπάλληλος»; Και γιατί, μάλιστα, αναφέρεται αυτό σε αυτό ακριβώς το σημείο; Και αυτό το στυλ συγγραφής κειμένου, τουλάχιστον στο "Σημειώσεις από το υπόγειο", είναι χαρακτηριστικό για τον Ντοστογιέφσκι. Αυτά τα πλέον ασυνάρτητα λόγια οδηγούν σε μια πληθώρα σημασιών/ερμηνειών. Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός ο "δικαστικός υπάλληλος"; Αυτός ήταν ο κατώτερος βαθμός/τίτλος, ο οποίος ονομάστηκε "Η Ευγένειά σας"[5], στους κατόχους του οποίου απευθύνονταν με το "Η Ευγένειά σας", και ο οποίος, στην πραγματικότητα, παρείχε το δικαίωμα για κληρονομικό δικαίωμα τίτλου ευγενείας. Δηλαδή, βλέπουμε εδώ έναν άνθρωπο, που με κάποιον τρόπο κατάφερε να φτάσει σε status ισοδύναμο ενός «εκ γενετής» ευγενoύς. Ο ευγενής είναι, στην πραγματικότητα, «καλό-γεννημένος»: Κάποιος που γεννιέται όχι για ν’ αποκλεισθεί από κάποιο κοινωνικό ή ιστορικό πλαίσιο, αλλά, αντίθετα, για να είναι μέσα σε αυτό. Αλλά ας δούμε τώρα για τι πλαίσιο μιλάμε. Το πλαίσιο αυτό καθορίζεται από αυτά τα σαράντα χρόνια. Είδαμε ήδη τους Γέροντες σ’ αυτό το στάδιο, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Μωυσής, και είπαμε ότι για σαράντα χρόνια οι Εβραίοι περπατούσαν στην έρημο. Γιατί; Κατά πρώτον, κανονικά θα τους έπαιρνε όλες κι όλες επτά ημέρες και το γιατί τους πήρε σαράντα χρόνια μοιάζει με μυστήριο. Και περπάταγαν, ώστε να πεθάνει ο,τιδήποτε το μη «καλο-γεννημένο». Πέθανε το κάθε τι που έφερνε στη μνήμη τα καζάνια με κρέας για τους δούλους, κάτι στο οποίο ήθελαν να επιστρέψουν και το οποίο θύμιζαν στον Μωυσή με το παραμικρό πρόβλημα που προέκυπτε («[...]γιατί μας πήρες μακριά από τα καζάνια με το κρέας, που μας χόρταιναν πίσω στην Αίγυπτο και όλα ήταν τόσο καλά κι ωραία»). Για να γεννηθεί κάτι το καινούργιο και καλό, μέσα σ’ ένα περιβάλλον ελευθερίας.
Και τώρα ας δούμε πώς χρησιμοποιεί ο Ντοστογιέφσκι και πώς συσχετίζεται και ο Χριστιανισμός με την «περίπτωση» αυτού του «δικαστικού υπαλλήλου». Ο βαθμός αυτός του «δικαστικού υπάλληλου» είναι βαθμός που κέρδισε ο ίδιος «με το σπαθί του», με την προϋπηρεσία του, κατά κάποιον τρόπο... Και, γενικά, ο Χριστιανισμός, με κάποιον τρόπο, δεν απορρίπτει ό,τι είναι παλιό και που δεν έχει ήδη «βγει στην επιφάνεια». Γιατί λειτουργεί διαφορετικά εσωτερικά και δεν μπαίνει σε αυτόν τον χώρο της ελευθερίας. Αλλά αποδεικνύεται ότι δίνει τη δυνατότητα σε όλους, ξεκινώντας από το χαμηλότερο σημείο, να περπατήσουν αυτό το μονοπάτι και ν’ ανακαλύψουν έτσι την καλοσύνη μέσα τους. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίον όταν τον ρωτούν ή, μάλλον, όταν ο ίδιος απευθύνει στον εαυτό του το ερώτημα «Ποιος είμαι ακριβώς;», απαντά σε αυτό με την πιο αναπάντεχη απάντηση: «Δικαστικός υπάλληλος». Κάποιος που είναι «καλο-γεννημένος». Και αυτό φαίνεται πίσω από τα λόγια, το βρίσκουμε σε κάθε λέξη. Για παράδειγμα, κυριολεκτικά σε αυτήν την ίδια παράγραφο. Και βλέπουμε ακολούθως την κατάληξη της εικόνας αυτού του τρομαχτικού προσώπου. Τρομαχτικού, γιατί τον βλέπουμε στο δεύτερο μέρος να είναι κλεισμένος μέσα σε αυτά τα όρια του «Εγώ», τα οποία αντιλαμβάνεται ως αναπόσπαστο «χωράφι» του. Δεν μπορεί ν’ αλληλεπιδράσει με τον έξω κόσμο. Ολόκληρο το δεύτερο μέρος είναι μια περιγραφή αυτής της φρίκης του να ζεις μέσα στα όρια του «Εγώ», όπου ο άνθρωπος θέλει διαρκώς να ξεσπάσει, ν’ αγκαλιάσει ολόκληρο τον κόσμο, όπως λέει, και να παίρνει κάτι συνεχώς απ’ όλον τον κόσμο, αλλά στην πραγματικότητα, έχοντας γκρεμίσει αυτά τα ίδια τα σύνορα, χαστουκίζει τον ίδιο τον εαυτό του. Τι απογίνεται με αυτόν εκείνην τη χρονική στιγμή, την τόσο απόμακρη από αυτό το επεισόδιο πριν από 16 χρόνια;
"Ζούσα και πρότερα στη γωνιά τούτη αλλά τώρα έχω εγκατασταθεί σε αυτή. Το δωμάτιό μου είναι τιποτένιο, αποκρουστικό και βρίσκεται στην άκρη της πόλης. Η υπηρέτριά μου είναι μια γριά χωριάτισσα, φθονερή από ηλιθιότητα και επιπλέον ζέχνει. Μου λένε ότι το κλίμα στην Αγία Πετρούπολη είναι επιβλαβές για την υγεία μου και ότι τα πενιχρά μέσα μου δεν φτάνουν με τίποτε για να ζήσω στην Πετρούπολη. Τα ξέρω όλα αυτά, τα ξέρω καλύτερα απ’ όλους αυτούς τους έμπειρους και σοφούς συμβούλους και αυτούς τους «γνέφοντες»[6]. Αλλά παραμένω στην Πετρούπολη. Δεν το κουνάω από την Πετρούπολη! Δεν φεύγω γιατί... Ώχου τώρα, τι σημασία έχει, θα φύγω δεν θα φύγω ".
Ποιά λέξη τραβά πάνω της αυτόματα την προσοχή του αναγνώστη; Η λέξη "γνέφοντες" (ΣτΜ: pokiva’teli στη ρωσική). Δεν είναι σαφές από πού προέκυψε. Και αν κάποιος δεν έχει διαβάσει προσεκτικά το Ευαγγέλιο, κατά προτίμηση μάλιστα στην παλαιo-σλαβική, δεν θα το αναγνωρίσει καν σαν παραπομπή. Για μια άμεση, μάλιστα, παραπομπή. Μια παραπομπή σ’ ένα απολύτως μονοσήμαντο επεισόδιο του Ευαγγελίου. Συγκεκριμένα, στο επεισόδιο της Σταύρωσης του Χριστού, όπου οι πρεσβύτεροι και οι ηγέτες του λαού πέρναγαν από δίπλα του, κουνώντας το κεφάλι τους (ΣτΜ: Kινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, Ματθ. 27:39), και του έλεγαν: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ» (ΣτΜ: Ματθ. 27:40). Αυτή, λοιπόν, είναι η παραπομπή. Αλλά μια διττή παραπομπή. Επειδή μιλάμε για την πόλη Πετρούπολη (ΣτΜ: Του Πέτρου) κι έτσι παραπέμπει ταυτόχρονα σ’ ένα πολύ γνωστό επεισόδιο, το οποίο επίσης περιγράφεται στο μυθιστόρημα «Κβο βάντις», μια ιστορία περί του Αποστόλου Πέτρου. Ο Απόστολος Πέτρος θέλει να δραπετεύσει από τη Ρώμη, γιατί εκεί τον περιμένει η ποινή του θανάτου. Kι εκεί που φεύγει από την πόλη, βλέπει τον Χριστό να έρχεται προς αυτόν, καθ’ οδόν προς την πόλη. Και ο Πέτρος Τον ρωτά: "Πού πηγαίνεις, Κύριε;". Και ο Κύριος του λέει: «Πάω να σταυρωθώ στη θέση σου». Και ο Πέτρος επιστρέφει στην πόλη, για να δεχτεί τη Σταύρωσή του. Αποδεικνύεται ότι Αυτός, που έχει απλώσει τα χέρια του στον Σταυρό σε όλους, θα πρέπει να εμφανίζεται παντού, επειδή όλοι κάνουν βήματα μπροστά, όπως ο Ντοστογιέφσκι λέει ξανά στο "Η Masha κείται στο τραπέζι...", κάθε Πρόσωπο αναπτύσσεται με το ν’ ακολουθεί τον δρόμο του Χριστού. Και τον ακολουθεί μέχρι αυτά τα άκρα που προτείνει ο Χριστός. Και έχοντας εισέλθει σε αυτό το κοινό σώμα του Χριστού, ταυτόχρονα με όλους εκείνους που πήραν την ίδια κατεύθυνση, φτάνει στα θεϊκά όρια.
Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο αναπτύσσεται αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, που δεν παύουν να ενώνονται με όλους.
Κι εδώ αποδεικνύεται, με τον τόσο περίεργο, αλλά, και αν το δούμε πιο προσεχτικά, απολύτως προφανή τρόπο έκφρασης, ότι ο Ντοστογιέφσκι δείχνει αυτό το μονοπάτι, στο οποίο κατέληξε μετά απ’ όλα τα δεινά που υπέφερε ο άνθρωπος του υπογείου. Και πιο πέρα, όλες οι κρίσεις του ανθρώπου του υπογείου χτίζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε για κάθε τι που στον κόσμο μας κουβαλάει ένα νοητικό φορτίο, ανοίγει και κάτι άλλο, που κουβαλάει ένα εντελώς διαφορετικό νοητικό φορτίο. Και σ’ αυτό το σημείο, πιθανώς, το πιο προφανές είναι η εικόνα-σύμβολο του κρυστάλλινου παλατιού. Επειδή ο άνθρωπος του υπογείου μιλά περί ενός κρυστάλλινου παλατιού, που θα κατασκευάσουν αντί για όλες αυτές τις μυρμηγκοφωλιές. Και λέει ότι το μοναδικό πρόβλημα μέσα του είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο κρυστάλλινο παλάτι, στο οποίο να μην ήθελε να του βγάλει την γλώσσα του. Ο άνθρωπος του υπογείου λέει ακόμη ότι δεν ήθελε σώνει και καλά να τη βγάλει τη γλώσσα του και σε αυτό το χωρίο η παραπομπή θα γίνει ολοφάνερη. «Τουναντίον, θα επέτρεπα, από ευγνωμοσύνη κιόλας, να μου κόψουν τη γλώσσα, αν κάπως έτσι φτιάχνονταν τα πράγματα που εγώ ο ίδιος να μη θέλω πλέον να τη βγάλω».
«Αλλά, μέχρι τώρα, δεν έχω δει ένα τέτοιο παλάτι».
Και αν κοιτάξουμε προσεκτικά τις σημειώσεις, τότε πιθανότατα θα δούμε αμέσως την παραπομπή στο Λονδρέζικο Crystal Palace, το οποίο, ως γνωστόν, χτίστηκε για να φιλοξενήσει την πρώτη παγκόσμια έκθεση των επιτευγμάτων της ανθρωπότητας (ΣτΜ: Για την ακρίβεια, τα τεχνολογικά επιτεύγματα της βιομηχανικής επανάστασης). Μπορούμε, επίσης να δούμε μια παραπομπή στο μυθιστόρημα του Τσερνισέβσκι "Τι να κάνουμε;". Όπου, τελικά, στα όνειρα εμφανίζεται επίσης ένα παλάτι από γυαλί και μέταλλο, το οποίο αυτή η ανθρώπινη κοινότητα περικλείει μέσα της. Αυτός ο κοινός βίος δεν χωρίζεται, από μία άποψη, από οιαδήποτε σύνορα και ο κάθε άνθρωπος είναι εκεί απολύτως ανεξάρτητος και γι’ αυτό και είναι δυνατή η οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων. Δεν τους περιορίζουν ούτε γένος ούτε οικογένεια, ούτε το ό,τιδήποτε. Είναι από κοινού παιδιά, όλοι ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον. Μια ένωση ανθρώπων σε γήινα πλαίσια, αλλά κάτω από καινούργιες συνθήκες.
Αλλά, από πρακτική άποψη, σε κανένα από τα σχόλια οι ερευνητές δεν έφτασαν στο σημείο να βρουν σε σχέση με τι αυτά τα κρυστάλλινα παλάτια είναι τέτοια που να θέλεις να τους δείξεις τη γλώσσα και ταυτόχρονα να υπάρχουν και τέτοια παλάτια, που να μη θέλεις να τους βγάλεις τη γλώσσα.
Ένας από τους πιο γνωστούς ψαλμούς είναι ο ψαλμός «Επί των ποταμών Βαβυλώνος», όπου, στην πραγματικότητα, ψάλλουν: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν...». Και πιο κάτω η ιστορία μιλά για το πώς οι άνθρωποι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και καθόντουσαν σε αυτά τα ποτάμια της Βαβυλώνας. «Εάν σε λησμονήσω, ω Ιερουσαλήμ, [...] , ας γίνη αναίσθητος και παράλυτος η δεξιά μου χείρ (ΣτΜ: Ψαλ. 136,5)», «Κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. (ΣτΜ: Ψαλ. 136,6)», «Η γλώσσα μου, που θα τολμήση να ψάλλη τας ιεράς ωδάς, ας κολλήση στον λάρυγγά μου, εάν δεν σε ενθυμηθώ, εάν δεν προτάξω σε την Ιερουσαλήμ, ως την υψίστην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας μου. (ΣτΜ: Ψαλ. 136,6)»
Και ποια είναι η Νέα Ιερουσαλήμ; Στην Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστή βλέπουμε ότι αυτή είναι μια κρυστάλλινη πόλη, το κρυστάλλινο ανάκτορο, στο οποίο ζει ο Θεός με τους ανθρώπους. Και εκεί περιγράφεται ως κρυστάλλινη πόλη, με διάφανο χρυσαφένιο πυθμένα και τοίχους, όπου οι είσοδοι είναι μαργαριτάρια και όπου ήλιος δεν υπάρχει, επειδή το φως δεν αφήνει ποτέ αυτήν την πόλη. Αυτή είναι μια πόλη ενός καινού κοινού ανθρώπου, όπου όλοι ζουν μαζί, χωρίς να χάνουν το Πρόσωπό τους.
Δηλαδή, κοιτάξτε, μπορούμε να το δούμε το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μπορούμε αυτό το γυάλινο παλάτι να το δούμε από την οπτική γωνία του περίπτερου της Έκθεσης του Λονδίνου ή να το εκλάβουμε ως το κοινόβιο του μυθιστορήματος του Τσερνισέφσκι. Και τότε θα δούμε την αυθόρμητη εξέγερση του ανθρώπου του υπογείου εναντίον όλων των μορφών που του επιβάλλονται. Γιατί επαναστατεί εναντίον τους; Επειδή αυτές οι μορφές τού προσφέρουν κάποιο είδος μη-οριστικής λύσης, εντός των γήινων ορίων και των γήινων κανόνων. Και η φύση του είναι όμως διαφορετική, δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, αλλά επιστρέφεται στην ανθρωπότητα μέσ’ από την έλευση του Χριστού. Ο άνθρωπος εδώ είναι φύσει ξένος στον ίδιο τον εαυτό του. Η φύση του τον σπρώχνει ν’ απορρίψει όλα αυτά τα ατελή ιδεώδη που του προσφέρονται και να πει ότι δεν θα το κάνει και με τίποτε μάλιστα και ότι δεν μπορεί να σταματήσει εδώ. Και αν σταματήσουμε εδώ, τότε κι εμείς, επίσης, θα πάμε ενάντια στη φύση μας, η οποία είναι πάνω απ’ όλα σε αυτήν την απεραντότητα, πάνω απ’ όλα στην επιθυμία μας να φτάσουμε στα άκρα, να συμπεριλάβουμε τα πάντα, να μην αφήσουμε έξω τίποτε, να φτάσουμε στα τελευταία άκρα ή, αν μου επιτραπεί η έκφραση, να ζωντανέψει σιγά-σιγά τη δίχως τέλος ζωή.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια παραπομπή στη ρήση του Απόστολου Παύλου: ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν (ΣτΜ: Κορ. 15,28 ). Αυτό είναι το τέλος του αποσπάσματος από το προσχέδιο της σημείωσης "Η Masha κείται στο τραπέζι", όπου ο Ντοστογιέφσκι σκιαγραφεί μια σύνθεση ολόκληρου του σύμπαντος, σε αυτήν τη συγκεκριμένη, ενιαία, από κοινού, συγχωνευμένη και ταυτόχρονα πολύ πλούσια, πολυπρόσωπη, τέτοια κατάσταση. Όταν ο άνθρωπος του υπογείου αρνείται κάτι, κάθε φορά αρνείται να σταματήσει στη μέση της διαδρομής. Αρνείται να παραμείνει στα όρια που του επιβάλλουν με σφοδρότητα όλες αυτές οι θεωρήσεις, που βλέπουν τον άνθρωπο ως φυσικό ον, μόνο ως φυσικό ον, όρια που επιβάλλονται κάθε φορά που προσπαθεί να πάει προς την κατεύθυνση που τον προσελκύει η αληθινή ανθρώπινη φύση, η οποία αντιτίθεται ακριβώς σε όλους τους πιθανούς περιορισμούς. Ταπεινωμένος, καλεί εαυτόν ποντίκι, αλλά το ποντίκι είναι αυτό το πλάσμα που δεν αποδέχεται τους πέτρινους τοίχους, το πλάσμα που, περνώντας μέσ’ από τρύπες, συνδέει διάφορους χώρους της ύπαρξης. Είναι παραδοξολόγος. Οποιοδήποτε προφανές "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα" το τουμπάρει σ’ ένα "δύο φορές το δύο κάνει πέντε", το οποίο, όπως θυμάστε, θα πει, είναι επίσης καλό πραγματάκι. Αυτό το "δύο φορές το δύο κάνει πέντε" θα είναι το πρώτο από τα σημάδια εξόδου από τα όρια της παρούσας πραγματικότητας, η οποία περιγράφεται εξ ολοκλήρου από ορισμένες αριθμητικές εξισώσεις, προφανείς, αναμφισβήτητες και επαρκείς, γι’ αυτόν που αποκαλεί φυσικό άνθρωπο.