Η ιστορία της Αικατερίνης που από τον ινδουισμό ήρθε στην ορθοδοξία και έγινε γυναίκα ιερέα.
Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία που επιβεβαιώνει την πιστότητα του Θεού και που φανερώνει τη δύναμή Του μέσα στη δική μου αδυναμία. Κανένας δεν ξέρει αυτή την ιστορία, εκτός από τους κοντινούς ανθρώπους. Ποτέ δε πίστευα ότι κάποτε θα τη δημοσιεύσω. Στην πραγματικότητα δεν είχα σκοπό να μοιραστώ αυτή την ιστορία με κάποιον, αλλά τώρα ξέρω ότι πρέπει να διαλαλήσω, μέσω της ομολογίας μου, την πιστότητα του Θεού, το μεγαλείο Του και τα ανεξάντλητα ελέη Του. Εκείνου το έργο πρέπει να μεγαλώνει και το δικό μου να μικραίνει. Ας δοξαστεί ο Θεός και είθε οι άνθρωποι, μέσω της αφήγησής μου, εμπνέονται και να περιμένουν τη βοήθειά Του.
Αυτή η ιστορία ξεκινάει με μια χαρμόσυνη τηλεφωνική αγγελία από την Αικατερίνη (Νέχα) – μια κοπέλα ινδουίστρια, συντηρητικής ανατροφής, που μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια γειτόνων μου. Ακόμα και τότε, αυτή η κοπέλα ήταν απολύτως βέβαιη για την αλήθεια του Θεού, είχε σταθερή πίστη σε Αυτόν και ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα για Αυτόν. Σταμάτησε να προσκυνάει τους ψεύτικους θεούς του ινδουισμού, και κάθε φορά που αυτό δεν μπορούσε να το αποφύγει, κάτω από την πίεση των γονιών της, προσποιούταν πως προσεύχεται στους θεούς τους, αλλά στην πραγματικότητα προσευχόταν στον Χριστό. Ώσπου, το 2012, όταν μας ήρθε από τη Ρωσία ιερέας, βαφτίσαμε μακριά από την πόλη, στα κρυφά, την ειδωλολάτρισσα κοπέλα. Μετά από το μυστήριο του βαπτίσματος όλα πήγαιναν καλά, όπως και πρωτύτερα, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν από αυτό. Αλλά ξαφνικά, το 2013, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Της ήταν πολύ πιο δύσκολο να προσκυνάει τον αληθινό Θεό ελεύθερα. Η οικογένειά της στεναχωριόταν που η Αικατερίνη όλο και λιγότερο συμμετείχε στις τελετές και τις προσευχές τους στο σπίτι και στους ναούς. Οι γονείς άρχισαν να την καταριούνται και να την προσβάλλουν λεκτικά.
Όταν αγανακτούσαν, άρχισαν να την χτυπούν από καιρού εις καιρόν, διέκοψαν τις σπουδές της και, ως τελική λύση του προβλήματος, άρχισαν να ψάχνουν άνδρα να την παντρευτεί (στην Ινδία οι γάμοι οργανώνονται από τους γονείς). Δέχτηκαν πολλές προτάσεις από άντρες δισεκατομμυριούχους (οι γονείς της είναι πολύ πλούσιοι), αλλά αυτή τις απέρριπτε όλες. Οι γονείς της Αικατερίνης είχαν θυμώσει πολύ και οι περιπτώσεις άσκησης βίας, τόσο σωματικής όσο και ψυχολογικής, έγιναν πιο συχνές. Η Αικατερίνη αρνιόταν αυτές τις προτάσεις γάμου όχι επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί αυτούς τους άντρες, αλλά επειδή ο γάμος με κάποιον από αυτούς θα απέκλειε την όποια δυνατότητα να προσκυνάει ελεύθερα τον Έναν Αληθινό Θεό. Στις παραδοσιακές συντηρητικές κοινότητες οι κοπέλες δεν αλλάζουν απλώς το σπίτι τους με το σπίτι του συζύγου. Χρειάζεται να αλλάξουν τα πάντα και να μεταμορφωθούν πλήρως, προσαρμοσμένα στη νέα οικογένεια στην οποία η θρησκεία είναι η πιο σημαντική πτυχή. Εμείς τα γνωρίζαμε αυτά που συνέβαιναν στην Αικατερίνη, γι’ αυτό προετοιμάσαμε ένα καλό σχέδιο για να τη σώσουμε. Μια φορά είπε στους δικούς της ότι θέλει να πάει κάπου και βγήκε από το σπίτι. Εμείς την περιμέναμε σε ένα προσχεδιασμένο σημείο, και μόλις ήρθε, της δώσαμε να φορέσει ένα ισλαμικό μαύρο χιτζάμπ, και μετά, την ίδια μέρα, τη στείλαμε κρυφά στο εξωτερικό. Αυτό το κάναμε με χρήματα ενός ορθόδοξου από το Νίσνιϊ Νόβγκοροντ με τη συνδρομή ενός ιερωμένου από τη Ρωσία.
Η Αικατερίνη έμεινε κάμποσες μέρες στο εξωτερικό, και επέστρεψε στην Ινδία για να μένει σε μια ορθόδοξη οικογένεια, μακριά από το σπίτι της, σε άλλη περιοχή. Όταν δραπέτευσε από το σπίτι, εμείς ανακουφιστήκαμε, νομίζοντας ότι πετύχαμε το σκοπό μας. Η οικογένειά της και οι συγγενείς της την έψαχναν παντού όπου μπορούσαν. Την έψαχναν οι κάμερες παρακολούθησης στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τους σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων. Στις ειδήσεις του τοπικού καναλιού έβγαινε η αγγελία για την εξαφάνιση κοπέλας, αλλά οι γονείς δεν κατάφεραν να τη βρουν. Στις συντηρητικές κοινωνίες η κοπέλα πρέπει να υπακούει τους γονείς, επειδή είναι υπόθεση τιμής. Όταν η κοπέλα κάνει αυτό που περιμένει η οικογένειά της, τότε όλοι είναι χαρούμενοι και αυτό είναι μεγάλη τιμή για την οικογένεια. Αλλά, όταν κάνει κάτι ενάντια στο θέλημα των γονιών της, γίνεται λόγος ντροπής και ατιμίας στην κοινωνία. Αυτή η κοινωνία μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο, όταν πρόκειται για υπόθεση τιμής. Για αυτό το λόγο, οι συγγενείς της Αικατερίνης την έψαχναν ακούραστα. Δύο μέρες μετά, μία από της ξαδέρφες της και καλύτερη της φίλη, την πρόδωσε και εκμυστηρεύτηκε στην οικογένειά της ότι η Αικατερίνη βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία μαζί μας.
Οι συγγενείς άρχισαν να ψάχνουν στοιχεία στον τηλεφωνικό κατάλογο και βρήκαν εκεί τον αριθμό μου. Με κάλεσαν άμεσα στο σπίτι τους, στις 22.00 η ώρα το βράδυ, και άρχισαν να με ανακρίνουν για το που βρίσκεται η Αικατερίνη. Ήμουν μόνος μου σε κλοιό από όλους τους εξαγριωμένους συγγενείς της. Όλη την ώρα εγώ αρνιόμουν ότι ξέρω κάτι για αυτήν. Με απειλούσαν ότι θα καλέσουν την αστυνομία, αλλά έμεινα αμετακίνητος στις απαντήσεις μου. Εκείνη την ώρα φτάνει η κουνιάδα μου η Ειρήνα (Πρίτι) για να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά, και να μου συμπαρασταθεί. Αλλά εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν διάθεση να ακούσουν το οτιδήποτε. Μετά από 3-4 ώρες ανάκρισης μου επέτρεψαν να επιστρέψω σπίτι. Μέσα σε αυτές τις 3-4 ώρες είχα υποστεί τεράστια ψυχολογική πίεση καθώς ήμουν κλεισμένος σε μια μικρή κούτα χωρίς αέρα.
Στο σπίτι, η μαμά μου αγωνιούσε πολύ, έκλαιγε και σκεφτόταν τι μπορεί να μου συμβεί. Εκείνη τη νύχτα προσευχηθήκαμε μαζί και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Την επόμενη μέρα μας περίμεναν πολύ περισσότερα προβλήματα. Η μαμά μου μοιράστηκε το πρόβλημά μας με ένα από τους συναδέλφους στη δουλειά της. Αυτός ο άνθρωπος αμέσως κατάλαβε ότι οι αντίπαλοί μας ήταν άνθρωποι με ισχύ και ότι είχαν στο πλευρό τους πολλούς μαφιόζους. Έτσι, μας πρότεινε να συναντηθούμε με έναν άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Συναντηθήκαμε και του διηγηθήκαμε το πρόβλημά μας. Αυτός συμφώνησε να μας βοηθήσει. Εκείνη τη μέρα, μου τηλεφώνησαν από την αστυνομία και με διέταξαν να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα το επόμενο πρωί. Τηλεφωνήσαμε σε εκείνον τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέρα, και, όταν βρισκόμασταν στα μισά του δρόμου προς την αστυνομία, με πήρε τηλέφωνο ένας από τους γείτονές μας και μου σύστησε να μην πάω στο τμήμα, επειδή η οικογένεια της κοπέλας είχε προσλάβει εκτελεστή για να με σκοτώσει στο δρόμο.
Αυτή η είδηση δε με τρόμαξε πολύ, γιατί ήξερα ότι ο Θεός έχει σχέδια για μένα και ότι κανένας δεν μπορεί να με σκοτώσει πριν αυτά τα σχέδια να εκπληρωθούν. Ο αδερφός μου μετέφερε αυτή την είδηση στον άνθρωπο, τον οποίο είχαμε γνωρίσει. Όταν εκείνος πληροφορήθηκε για τον εκτελεστή, αμέσως συναντήθηκε με έναν από τους συγγενείς της Αικατερίνης. Μόλις ο γνωστός μας ανακοίνωσε στους συγγενείς ότι είναι με το μέρος μας, και να μην διανοηθεί κανείς να μας κάνει κακό, ο εκτελεστής ενημερώθηκε αμέσως για αυτό και έφυγε για άλλη πόλη, εγκαταλείποντας τη δουλειά του. Αποκαλύφτηκε ότι ο άνθρωπος που ήταν με το μέρος μας, ήταν παλιός εχθρός του επίδοξου εκτελεστή. Την ίδια στιγμή μάθαμε ότι ο άνθρωπος που ήταν με το μέρος μας δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος, αλλά ότι είναι ο πιο γνωστός μαφιόζος της πόλης μας, Τσανδραπούρ. Εκείνη τη μέρα, αντίκρυσα σχεδόν το θάνατό μου, αλλά ο Θεός έκλεισε το στόμα του θανάτου και με έσωσε από τα σαγόνια του. Έτσι τέλειωσε η ιστορία με τον επίδοξο εκτελεστή. Αλλά, από την επόμενη μέρα ξεκίνησαν τα προβλήματα με την αστυνομία. Πήγα στο τμήμα μαζί με τον αδερφό μου και τον (καλό) μαφιόζο.
Μόλις παρουσιάστηκα μπροστά στον επικεφαλής τοπικό αξιωματικό, αυτός διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να με πιάσουν και να με οδηγήσουν στο δωμάτιο για ανάκριση. Με έφεραν εκεί όπου άλλοι αξιωματικοί ήδη ανέκριναν κάποιον άλλον. Με υποχρέωσαν να καθίσω στην καρέκλα και γύρω μου κάθισαν 5 αξιωματικοί. Άρχισαν την ανάκριση και όλη την ώρα με απειλούσαν ότι θα με έδερναν άγρια αν δεν τους έλεγα πού είναι η κοπέλα. Ήταν μια εξοντωτική εμπειρία, ένιωθα λες και είχα σφηνωθεί σε ένα πολύ στενό διάδρομο που δεν έχει αέρα. Η ψυχολογική πίεση πάνω μου αυξανόταν. Αλλά ήμουν αμετακίνητος στις θέσεις μου και δεν αποκάλυπτα τίποτα. Τα αρνιόμουν όλα, οπότε οι αστυνομικοί αποφάσισαν να ασκήσουν βία για να με αναγκάσουν να ομολογήσω αυτό που ήθελαν. Αλλά, επειδή ο αρχηγός αστυνομίας της περιοχής είχε έρθει για προγραμματισμένη διάσκεψη, οι αξιωματικοί χρειάστηκε να κάνουν άλλη δουλειά, οπότε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σχέδιό τους προκειμένου να πάνε στη συνάντηση με τον αρχηγό.
Εκείνη τη μέρα την πέρασα στο αστυνομικό τμήμα, μέχρι το βράδυ, αν και δεν ήμουν πίσω από τα κάγκελα. Μετά από αυτό, με άφησαν να πάω σπίτι για να σκεφτώ και να έρθω το επόμενο πρωί. Στο αστυνομικό τμήμα είχα δει να δέρνουν ανθρώπους, αλλά ο Θεός είχε παρέμβει και με είχε σώσει από τα χέρια τους. Αυτό που είχε γίνει δεν μπορείς να το ονομάσεις αλλιώς παρά μόνο θαύμα. Την επόμενη μέρα ξανά εμφανίστηκα στο αστυνομικό τμήμα με τον αδερφό μου, τον Πολύκαρπο, και εκείνον τον άνθρωπο. Ευτυχώς, ο υπεύθυνος που είχε αναλάβει την ανάκριση, δεν ήταν εκεί, και μας ζήτησαν να τον περιμένουμε, μέχρι να έρθει. Περιμέναμε μέχρι το βράδυ αλλά δεν ήρθε. Αν και δεν ήρθε εκείνη τη μέρα, η ψυχολογική πίεση και οι φόβοι που κυριαρχούσαν στο κεφάλι μου, δυσχέραιναν την κατάστασή μου. Έτσι, για 5 ημέρες, ερχόμασταν νηστικοί στο αστυνομικό τμήμα το πρωί, μετά περιμέναμε τον αξιωματικό μέχρι το βράδυ, και όλη την ώρα δεχόμασταν την ίδια πίεση.
Η κάθε μέρα που περνούσε λες και ήταν ένας χρόνος. Την έκτη μέρα, ο αξιωματικός ήταν εκεί, αλλά ξανά αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι το βράδυ. Το βράδυ μας συνάντησε και μου πήρε το διαβατήριο εξωτερικού για να μην μπορώ να φύγω από τη χώρα. Με ανέκριναν ξανά. Πήραν τηλέφωνο όλους τους φίλους μου για να μάθουν αν ήξεραν κάτι για το θέμα, αλλά αυτοί αρνούνταν ότι ήξεραν κάτι, πράγμα που ήταν και η αλήθεια. Την επόμενη μέρα, όταν έφτασα στο αστυνομικό τμήμα, οι συγγενείς της Αικατερίνης ήταν ήδη εκεί. Ξανά, η ανάκριση διεκπεραιώθηκε με τα ίδια αποτελέσματα. Όλη την εβδομάδα, κάθε μέρα, αν και υπήρχε μαγειρεμένο φαγητό, αλλά κανένας δεν έτρωγε. Δεν είχαμε όρεξη από την ένταση και την ανησυχία που νιώθαμε. Η καρδιά μου ράγιζε, όταν έβλεπα τη μαμά μου να κλαίει συνέχεια, και που όλο αυτό το διάστημα αγχωνόταν για την οικογένειά της. Είναι πολύ εύκολο να τα περνάς όλα αυτά εσύ ο ίδιος. Αλλά το να βλέπεις τη θλίψη των δικών σου ανθρώπων ο πόνος είναι ανυπόφορος. Σίγουρα, ο καθένας από αυτούς πονούσαν ασύγκριτα περισσότερο από μένα. Ο αδερφός μου και η μητέρα μου αγωνιούσαν για την ασφάλειά μου και εγώ για αυτούς.
Εν τω μεταξύ, η Αικατερίνη, ρισκάροντας την ασφάλειά της, κάμποσες φορές πήγε στη γειτονική μας πόλη για να μιλήσει στους ανώτερους αξιωματικούς της αστυνομίας για την ασφάλειά μας αλλά αυτό δε μας βοήθησε. Κάθε μέρα διαβάζαμε τους ψαλμούς, απευθυνόμασταν στον Θεό και προσευχόμασταν μαζί, ελπίζαμε στον Θεό. Αφήσαμε όλο το είναι μας στα χέρια Του. Όλο αυτό το διάστημα, συνειδητοποίησα την πίστη της κουνιάδας μου, της Ειρήνης (Πρίτι), που ήταν ειδωλολάτρισσα πριν παντρευτεί τον αδερφό μου. Όταν εμείς απλά ελπίζαμε στον Θεό ότι θα μας σώσει, εκείνη το έχει πιστέψει ήδη. Όταν αγχωνόμασταν, αν και εμείς γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε ως χριστιανοί, εκείνη πίστευε στον Θεό ότι είμαστε «ασφαλείς». Κάθε φορά μας στήριζε, λέγοντας: «Γιατί να αγχώνεστε; Τίποτα κακό δε θα συμβεί. Δεν πιστεύουμε στον πιο φοβερό Θεό; Εμπιστευτείτε! Είναι μαζί μας συνέχεια».
Έχοντας μείνει 15 μέρες σε μια ορθόδοξη οικογένεια σε άλλη περιοχή, η Αικατερίνη επέστρεψε στην πόλη μας και πήγε στο αστυνομικό τμήμα, ελπίζοντας ότι η κατάθεσή της θα μας απελευθέρωνε από τα βασανιστήρια. Ωστόσο, την έπιασαν οι γονείς και την πήγαν στο σπίτι τους με τη βοήθεια της αστυνομίας που είχε εξαγοραστεί. Την κρατούσαν όμηρο και δεν την άφηναν να βγαίνει έξω από το σπίτι. Νομίζαμε ότι χάσαμε τον αγώνα μας, αλλά ο Θεός προέβλεψε κάτι άλλο. Μετά από ένα μήνα σιωπής μας δόθηκε η ευκαιρία. Την είχαν πάει σε σπίτι συγγενή τους. Στα 5 λεπτά που ήταν απρόσεκτοι άρπαξε την ευκαιρία, δραπέτευσε από κει, και την πήγα στο Νέο Δελχί, όπου μια οργάνωση μας βοήθησε νομικά.
Όλο αυτό το διάστημα, δεν κατάφεραν να βρουν αποδείξεις εναντίον μου στην αστυνομία ούτε να με βάλουν φυλακή. Ποιος τους σταμάτησε και ποιος το έκανε ακατόρθωτο αυτό για αυτούς, αν δεν ήταν ο Θεός μας; Όταν οι αντίπαλοί μας διαπίστωσαν ότι ούτε ο εκτελεστής ούτε η αστυνομία δεν μπορούν να καταφέρουν κάτι, κατέφυγαν στη μαύρη μαγεία. Κάποιοι μπορούν να γελάνε αλλά επιτρέψτε μου να σας πω ότι η μαύρη μαγεία στην Ινδία δεν είναι οφθαλμαπάτη. Είναι πραγματικότητα, μπροστά στην οποία οι Βουντού και οι Βίκκα δεν είναι τίποτα. Πρόκειται πραγματικά για βασίλειο δαιμόνων και υπήρξα μάρτυρας των πράξεών τους. Οι γείτονές μας απευθύνθηκαν σε πολλούς μάγους, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Μετά κατέφυγαν στους πιο ισχυρούς και αποτρεπτικούς πρακτικούς της μαύρης μαγείας που μπόρεσαν να βρουν. Ο μάγος που είχαν καλέσει οι γονείς της Αικατερίνης, ήταν γνωστός για το ότι σκότωνε ανθρώπους με βασανιστικό θάνατο, με τη βοήθεια δαιμονικών δυνάμεων. Έτσι, τον προσέλαβαν για να σκοτώσει και εμένα. Άρχισαν να κάνουν όλα τα τελετουργικά της μαγείας: κρεμούσαν κούκλες δίπλα από το σπίτι μας και έβαζαν διάφορα μαγεμένα αντικείμενα γύρω από το σπίτι μας και πολλά άλλα. Όταν οι άλλοι γείτονές μας το είδαν, μας πρότειναν να απευθυνθούμε σε έναν άλλο μάγο για να αντισταθεί και να αποκρούσει τις ατάκες του. Αλλά η μαμά μου τους είπε ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε μαγεία και να εκδικούμαστε και ότι η φροντίδα και η προστασία του Θεού μας είναι υπεραρκετή για να μας προστατέψει από τις επιθέσεις τους.
Πρέπει να πω ότι εμείς πράγματι αποκρούσαμε τους αντιπάλους μας, όταν αυτοί μας επιτέθηκαν. Προσευχόμασταν για αυτούς, για την συγχώρεσή τους, διαβάζαμε ψαλμούς και προσευχόμασταν στον Θεό, ζητούσαμε τους αγίους να μας συμπαρασταθούν. Ξέρω ότι δεν ήταν οι δικές μας προσευχές και οι δεήσεις, αλλά η αγάπη Του, αυτή που έβαλε τον Θεό να μας προστατέψει. Μέσα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα της θλίψης, η παρουσία του Θεού ήταν για μας πιο πραγματική από τη δική μας. Ήταν Εκείνος πιο κοντά σε μας παρά οι ψυχές μας. Ήταν πιο ορατός στις πράξεις Του παρά εμείς στην πίστη μας. Η παρηγοριά Του ήταν ανείπωτη, το έλεός Του απερίγραπτο. Τώρα πραγματικά πιστεύω ότι είχαμε την «παρηγοριά του Θεού». Είναι αυτό που σημαίνει και το επίθετό μου Νεχαμάϊια (από το όνομα Νεεμία).
Η κοπέλα που έγινε το Θείο δοχείο για την αποκάλυψη της δόξας Του, αργότερα έγινε γυναίκα μου. Της δώσαμε ορθόδοξο όνομα προς τιμή της Αιγύπτιας μεγαλομάρτυρας Αικατερίνης η οποία σε ανάλογο αγώνα έπαθε για τον Χριστό. Δεν είναι εύκολο να εκφράσω με λόγια τα ψυχολογικά τραύματα που υπομείναμε εκείνη τη χρονιά. Αλλά τώρα νομίζω ότι δεν έπρεπε να αγχωνόμαστε τόσο πολύ. Όλο αυτό το διάστημα, ο Θεός μας έλεγε: «σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός·» (Ψαλ.45,11). Όταν διαβάζαμε τους ψαλμούς, δεν τους διαβάζαμε απλά. Κυριολεκτικά τους ζούσαμε. Είχαμε την αίσθηση λες και οι ψαλμοί είχαν γραφεί μόνο για μας, και για τη συγκεκριμένη περίσταση. Ο Θεός συνέχεια μας μίλαγε μέσω του λόγου Του, μας δυνάμωνε και μας στήριζε. Μας υπενθύμισε ότι «Είναι πολεμιστής ο Κύριος· Κύριος τ’ όνομά του» (Εξ.15,3).
Οι αντίπαλοί μας ήταν πλούσιοι άνθρωποι. Είχαν την πολιτική εξουσία, τη βοήθεια της αστυνομίας και της μαφίας, αλλά και τη βοήθεια της μαύρης μαγείας. Ενώ εμείς ήμασταν ακριβώς το αντίθετό τους. Δεν είχαμε λεφτά για να δίνουμε φακελάκια, δεν ξέραμε κανέναν από τους πολιτικούς, δεν γνωρίζαμε μέχρι τότε ούτε την αστυνομία ούτε τη μαφία.
Συγκριτικά, από άποψη δύναμης, δεν ήμασταν τίποτα μπροστά τους. Παρόλα αυτά, είχαμε τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Ο Απόστολος Ιωάννης μας υπενθύμισε: «Αυτός που ενεργεί μέσα σας είναι ισχυρότερος απ’ αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο» (Α’ Ιωάννου 4,4). Πιστεύαμε ότι «Ο Κύριος των αγγελικών δυνάμεων είναι μαζί μας, ο Θεός του Ιακώβ αυτός είναι ο βοηθός και προστάτης μας» (Ψαλ.45,12). Και πραγματικά, ο Θεός πάλευε για μας όσο κανένας άλλος, όπως είπε ο Μωυσής: «Ο Κύριος θα πολεμήσει για σας. Εσείς μην ανησυχείτε» (Εξ.14,14). Κυριολεκτικά, είδαμε την πιστότητα των υποσχέσεων του Θεού: «Κάτω από την προστασίαν των πτερύγων του θα ελπίζης εις αποτελεσματικήν βοήθειαν. Ωσάν με ασπίδα θα σε περιβάλλη ολόκληρον η φιλαλήθειά του και η προστασία, την οποίαν έχει υποσχεθή. Δεν θα φοβηθής από κίνδυνον νυκτερινόν, ούτε από βέλος που ρίπτεται εναντίον σου εν καιρώ ημέρας. Χίλιοι θα πέσουν νεκροί εξ αριστερών σου και χιλιάδες χιλιάδων από τα δεξιά σου. Θα χάνωνται πολυάριθμοι άνθρωποι γύρω σου. Αλλά σε ούτε καν και θα σε εγγίση το κακόν. Διότι συ είσαι δίκαιος, θα έχης ανοικτά τα μάτια σου, δια να βλέπης πως εξολοθρεύονται οι αμαρτωλοί και να δοξάζης έτσι τον δίκαιον Θεόν. Γεμάτος δε ευλάβειαν θα αναφωνής· συ, Κυριε, είσαι η ελπίς μου· και θα έχης ως απάντησιν. Τον Κυριον έθεσες πράγματι ως καταφύγιόν σου· και δεν θα σε πλησιάσουν συμφοραί, και μάστιγες δοκιμασιών δεν θα φθάσουν εις την κατοικίαν σου. Διότι ο Κυριος θα δώση εντολήν στους αγγέλους του δια σε να σε προφυλάξουν εις όλους τους δρόμους της ζωής σου. Θα σε αναλάβουν οι άγγελοι εις τα χέρια των και θα σε καθοδηγούν, ώστε ούτε το ένα σου πόδι να μη σκοντάψη εις κανένα λίθον. Θα πατήσης άφοβα επάνω εις δηλητηριώδεις όφεις, όπως είναι η ασπίς και ο βασιλίσκος, και θα καταπατήσης λέοντα και δράκοντα, χωρίς κανένα από τα θηρία αυτά να σε βλάψη.» (Ψαλ.90,4-13).
Όταν είδαμε πώς ο Κύριος παλεύει για μας, μπορούσαμε να πούμε: «εάν βαδίσω και περάσω δια μέσου σκοτεινών και απόκρημνων περιοχών και εάν αντικρύσω τον θάνατον, δεν θα φοβηθώ μήπως πάθω κάτι κακόν, διότι συ θα είσαι μαζί μου. Διότι η ποιμαντική σου ράβδος, η βακτηρία σου, αυτή θα με στηρίζη, θα με εμψυχώνη, θα με παρηγορή. Συ, Κυριε, εν τη αγαθότητί σου ητοίμασες ενώπιόν μου τράπεζαν πλουσίων φαγητών απέναντι και εις πείσμα των εχθρών μου. Ηλειψας την κεφαλήν μου με ευώδες άρωμα, πριν κατακλιθώ στο δείπνον σου, και το ποτήριόν σου, με το οποίον με εκέρασες, ήτο γεμάτο από άριστον ευφραντικόν, μεθυστικόν ποτόν» (Ψαλ.22,4-5). Όταν οι αντίπαλοί μας απευθύνθηκαν στους θεούς τους και στη μαύρη μαγεία, τότε «ο Κύριος αποδεικνυόταν δυνατότερος από τους θεούς των Αιγυπτίων» (Αριθ.33,4), «Διότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι ανύπαρκτοι, είναι επινοήσεις δαιμονίων» (Ψαλ.95,5). Και όταν ο Κύριος τους έκρινε, αυτοί φώναξαν όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι στα παλαιά χρόνια: «Τότε οι Αιγύπτιοι είπαν: «Πάμε να φύγουμε από τους Ισραηλίτες, γιατί ο Κύριος πολεμάει μαζί τους εναντίον μας» (Εξ.14,25). Ό,τι έκαναν ήταν μεγαλειώδες μέχρι τη στιγμή που: «εκείνη τη στιγμή θα διάβαινε ο Κύριος. Μεγάλος άνεμος και δυνατός έσχιζε τα βουνά και σύντριβε τους βράχους στο πέρασμά του, αλλά ο Κύριος δεν ήταν σ’ εκείνον τον άνεμο. Μετά τον άνεμο έγινε σεισμός, αλλά ούτε στο σεισμό ήταν ο Κύριος. Μετά το σεισμό ήρθε φωτιά, αλλά ούτε στη φωτιά ήταν ο Κύριος. Και μετά τη φωτιά ακούστηκε ένας ήχος από ελαφρό αεράκι. Εκεί ήταν ο Κύριος» (Γ’Βασιλ.19,11-12). Αυτό είναι όπως όταν ο Κύριος ο Θεός μας δούλευε στη σιωπή και μέσω της σιωπής τους ανάγκασε να σωπάσουν. Αν και οι παγίδες θανάτου είχαν στηθεί για μένα, εγώ βρήκα τη ζωή μέσα σε αυτές.
Σε αυτό τον καιρό της θλίψης, συνειδητοποίησα την πιστότητα του Θεού, αν και παραβίαζα την εντολή Του και Τον πρόδωσα αμέτρητες φορές. Κράτησε την υπόσχεσή Του. Παρόλες τις ορατές και αόρατες επιθέσεις, ακόμα ζω και δεν έχω πάθει κάτι. Αυτό είναι απόδειξη της πιστότητας του Θεού, του μεγαλείου Του και του ανεξάντλητου Του ελέους που έδειξε στον χειρότερο αμαρτωλό που πάτησε ποτέ στη γη. Ξέρω ότι οι θλίψεις μας δεν τελείωσαν αλλά πιστεύω ακράδαντα στην υπόσχεση του Χριστού: «Ο κόσμος θα σας κάνει να υποφέρετε· αλλά εσείς να’ χετε θάρρος, γιατί εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιω 16,33). Ας μας δίνει ο Θεός αρκετές δυνάμεις για να καυχιόμαστε, όπως έκανε ο Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «Η απάντηση του Κυρίου ήταν: ˮΣου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σουˮ. Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου, για τις βρισιές, τις θλίψεις, τους διωγμούς και τις πιέσεις που πέρασα για χάρη του Χριστού. Γιατί όταν φαίνεται πώς έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι πραγματικά δυνατός» (Α’Κορ.12,9-10). «Και εγώ τότε περιέπεσα εις ταραχήν και σύγχυσιν. Προς σε, λοιπόν, Κυριε, κράζω· προς σε τον Θεόν μου απευθύνω και θα απευθύνω την δέησιν αυτήν» (Ψαλ.29,9). «Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου και με ηλέησεν. Ο Κυριος έγινε και πάλιν βοηθός μου» (Ψαλ.29,11). «Ηκουσεν ο Κυριος την δέησίν μου. Ο Κυριος ευηρεστήθη να κάμη δεκτήν την προσευχήν μου» (Ψαλ.6,10). «Συ, Κυριε, μετέβαλες τον θρήνον μου εις χαράν, έσχισες τον τρίχινον σάκκον, που φορούσα εις ένδειξιν του πένθους και της ταπεινώσεώς μου, και με επλημμύρισες και με περιέβαλες με ευφροσύνην· δια να ψάλη έτσι προς σε ύμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης η ψυχή μου και να μη κυριευθώ από λύπην και παραμελήσω την δοξολογίαν σου. Κυριε και Θεέ μου, πάντοτε θα σε δοξολογώ» (Ψαλ.29,12-13).
Οι ορθόδοξοι στην Ινδία έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από οικονομική βοήθεια.
Για αυτούς που επιθυμούν να βοηθήσουν, παραθέτουμε τα στοιχεία:
Pay Pal : solove_90@mail.ru