Η μάνα μου, όσο θυμόταν τον εαυτό της, είχε συνέχεια πονοκέφαλο. Με μόνη τη διαφορά πως άλλοτε πονούσε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο – ήταν τότε που ο πόνος ήταν σχεδόν ανεπαίσθητος. Γι’ αυτό δεν είχα εκπλαγεί, όταν είχα έρθει για πολλοστή, άλλωστε, φορά στο σπίτι και η αδελφή μου με υποδέχτηκε στο κατώφλι του σπιτιού, με τα ακόλουθα λόγια:
– Η μαμά έχει πολύ δυνατό πονοκέφαλο. Ούτε να σηκωθεί δεν μπορεί για να σε υποδεχτεί.
– Τώρα θα την θεραπεύσω! – δήλωσα εγώ, με ανεξήγητη βεβαιότητα που δεν ξέρω και εγώ από που την αντλούσα.
Είχα μαζί μου, πράγματι, ένα ιδιαίτερο φάρμακο.
Λίγο καιρό πριν από αυτό, τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2000, στη Μόσχα είχαν φέρει την τιμία κεφαλή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Ιατρού Παντελεήμονα από το Άγιο Όρος Άθω. Η ουρά στο Ναό του Χριστού Σωτήρα ήταν τεράστια, καθώς έμεναν λίγες μέρες που το κειμήλιο θα έμενε ακόμα στη Ρωσία πριν επιστρέψει στον Άθω. Οι άνθρωποι περίμεναν 10 με 12 ώρες. Και τη νύχτα.
Είχα φτάσει στο Ναό, μετά τη δουλειά, γύρω στις επτά το βράδυ. Το τέλος της ουράς έφτανε κάπου στην προκυμαία. Έβγαλα τον παρακλητικό κανόνα προς τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα και Ιατρό Παντελεήμονα και άρχισα να διαβάζω.
Με εξέπληξαν ευχάριστα οι ορθόδοξοι πιστοί που στέκονταν στη σειρά με τάξη, με προσευχή, με συγκέντρωση. Σχεδόν δε μιλούσαν μεταξύ τους. Βέβαια, μία γυναίκα ομολόγησε με ειλικρίνεια:
– Είναι, βλέπετε, η τρίτη φορά που στέκομαι…
– Πώς και έτσι; Δύο φορές δεν καταφέρατε να προσκυνήσετε; – με συμπόνια ενδιαφέρθηκε η διπλανή της.
– Κατάφερα. Αλλά και τις δύο φορές δεν περίμενα στη ουρά. Την πρώτη φορά κατάφερα να περάσω χωρίς σειρά. Και την δεύτερη φορά με πέρασαν κάποιοι γνωστοί μου. Οπότε, βλέπω στο όνειρό μου τον Άγιο Παντελεήμονα Ιατρό να μου λέει: «Εσύ όμως δεν με έχεις επισκεφτεί ακόμα!» Ξύπνησα, λες και δεν κοιμόμουν, ντύθηκα και αμέσως ήρθα εδώ. Και να που στέκομαι. Τι λέτε, θα με συγχωρέσει ο Άγιος Παντελεήμονας;
Μόνο το πρωί καταφέραμε να προσκυνήσουμε το λείψανο. Στην έξοδο από την εκκλησία σε όλους έδιναν σε ένα πολύ μικρό μπουκαλάκι λάδι αγιασμένο στα λείψανα του Μεγαλομάρτυρα και Ιατρού Παντελεήμονα. Ήταν πάρα πολύ λίγο, δεν ήταν πάνω από δύο – τρείς σταγόνες.
– Ωχ, πώς και τι να το κάνω, είναι τόσο λίγο; Δεν μπορώ ούτε να το μοιραστώ με κάποιον! – με απορία ρώτησα τον μοναχό που έδινε τα μπουκαλάκια.
– Ανακατέψτε το με άλλο λάδι. Το καλύτερο είναι από Ευχέλαιο. Έχετε, μάλλον, στο σπίτι.
«Έχω» – σκέφτηκα.
Στο σπίτι έβαλα και άλλο λάδι στο μπουκαλάκι και το μοίρασα στα δύο.
Οπότε, αυτόν το «θησαυρό» τον έφερα στο Στσιορς (πόλη στην Ουκρανία – σημ.μεταφρ.).
Άφησα τη βαλίτσα στη βεράντα, πήρα μόνο το μπουκαλάκι με λάδι από το προσκύνημα στην τιμία κεφαλή του Ιατρού Παντελεήμονα και μπήκα στο δωμάτιο όπου ήταν ξαπλωμένη η μάνα μου.
– Ωχ, γιόκα μου, πονάει τόσο πολύ το κεφάλι που δε βλέπω τίποτα! – άκουσα παράπονο αντί για χαιρετισμό από τη μάνα μου.
– Τώρα θα σας[1] γιατρέψω! – Με σιγουριά δήλωσα εγώ και σκέφτηκα: «Όχι εγώ, βεβαίως, αλλά ο Ιατρός Παντελεήμονας…»
Άνοιξα το μπουκαλάκι. Έβαλα μέσα την καθαρή πλευρά από ένα σπίρτο (δε βρήκα τίποτα άλλο εκεί κοντά), διάβασα το «Πάτερ ημών…» και έκανα το σημείο του σταυρού στο μέτωπο της μάνας.
Αυτό που ακολούθησε μου προκαλεί έκπληξη ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει ήδη σχεδόν είκοσι χρόνια.
Εντελώς ξαφνικά, για τη μάνα αλλά ακόμα περισσότερα και για μένα, από τη μύτη της άρχισε να τρέχει ποτάμι μαύρο αίμα! Κατάμαυρο! Η μαμά ανασηκώθηκε, και εγώ μόλις που πρόλαβα να βάλω τις παλάμες μου για να μη χυθεί το αίμα στο κρεβάτι για να φωνάξω στην αδελφή:
– Φέρε γρήγορα κάποια λεκάνη!
Η αδερφή μου έφερε μια λεκάνη, βοήθησε τη μάνα να καθίσει, και το μαύρο αίμα όλο χυνόταν και χυνόταν, και γέμισε τον πάτο του αρκετά μεγάλου σκεύους.
Και ξαφνικά, η αιμορραγία σταμάτησε το ίδιο απροσδόκητα όπως και ξεκίνησε. Πάνω στη μαύρη ρευστή μάζα έπεσαν τρείς έντονες κόκκινες σταγόνες αίματος, χωρίς να αναμιχθούν με το μαύρο.
Εμείς τις παρατηρούσαμε με περισσή έκπληξη.
Η μαμά γύρισε το κεφάλι της τη μια προς τη μία πλευρά, και την άλλη προς την άλλη και χαμογέλασε:
– Δεν πονάει!
Η μαμά γύρισε το κεφάλι της τη μια προς τη μία πλευρά, και την άλλη προς την άλλη και χαμογέλασε: «Δεν πονάει!»
Μου φάνηκε ότι αυτό της προκάλεσε μεγαλύτερη έκπληξη παρά το μαύρο αίμα στη λεκάνη.
– Ωχ, γιόκα μου, με θεράπευσες!
– Όχι, μάνα, όχι εγώ, αλλά ο Άγιος Ιατρός Παντελεήμων! – Επιτέλους, φίλησα τη μάνα μου. – Γι’ αυτό σας έστειλε λαδάκι. Για να θεραπευτείτε. Αφού εσείς, όπως μας έχετε διηγηθεί η ίδια, όταν ήσασταν μικρή, αγαπούσατε πολύ να στολίζετε την εικόνα του στην εκκλησία στις γιορτές! Να ένας χαιρετισμός που έρχεται από την παιδική σας ηλικία.
Το εκπληκτικό ήταν επίσης και το γεγονός ότι η μάνα μου ποτέ ξανά δεν είχε πονοκεφάλους.