Μερικά επεισόδια από τη ζωή του Πατριάρχη Παύλου
Αρχιμανδρίτης Γιόβαν (Ραντοσάβλεβιτς)
Συνεχίζουμε να δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις του Αρχιμανδρίτη Γιόβαν (Ραντοσαβλέβιτς), φίλου, συνομιλιτή και συμπροσευχητή του Πατριάχη της Σερβίας Παύλου. Ο π. Γιόβαν είχε δημοσιεύσει τις αναμνήσεις του στο βιβλίο «Мемоари. Сећања», που εκδόθηκε στο μοναστήρι Ράτσα το 2018. Παρουσιάζουμε μερικές ιστορίες, που αναφέρονται στη διαχείριση της ελευθερίας από τον άνθρωπο, επειδή εκείνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις δόξαν του Χριστού, αλλά μπορεί και ν’ αποβεί μοιραία και επιζήμια για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Αρχιμανδρίτης Γιόβαν (Ραντοσάβλεβιτς)
Ο ανεξίκακός μας «προφήτης Μιτάρ» ή ακολουθώντας τον Χριστό...
Μια φορά, όταν κινούμασταν με τον π. Παύλο στα χωριά γύρω από το Φαράγγι Οβτσάρσκο-Καμπλάρσκοε, μας σταμάτησε ένας δασοφύλακας και ρώτησε από πού ερχόμαστε και από ποιο μοναστήρι είμαστε.
– Είμαστε από το μοναστήρι Ράτσα, -του απαντήσαμε. – Πείτε μου, σας παρακαλώ, ο προφήτης Μιτάρ μένει στη δική σας μονή; -ακούστηκε μια απλή και ξαφνική για μας ερώτηση. – Έχουμε έναν δόκιμο με το όνομα Μιτάρ, είναι σίγουρο, -είπε ο π. Παύλος- αλλά δεν θυμόμαστε να έχει καταταχθεί στους προφήτες. – Ναι, αλλά εάν ο Δεσπότης Βασίλειος τον έχει στείλει στο μοναστήρι σας, σίγουρα είναι αυτός!
Τον διαβεβαιώσαμε πως ο δόκιμος Μιτάρ πραγματικά είχε έρθει σ’ εμάς με την ευλογία του επισκόπου Βασιλείου, αλλά παρακαλέσαμε τον δασοφύλακα να μας εξηγήσει γιατί τον αποκαλεί «προφήτη». Εκείνος μας το εξήγησε απλά και χωρίς κανένα ίχνος πονηριάς:
– Ο Μιτάρ είναι από τη Βοσνία κι εγώ κατάγομαι από ’κεί. Όταν ήταν 10 χρονών, είχε αρρωστήσει πολύ σοβαρά και ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μη μπορώντας να κουνηθεί. Ήταν άρρωστος για πολύ καιρό και δεν υπήρχε καμία ελπίδα να γίνει καλά. Μια φορά, η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιό του και με έκπληξη είδε τον έφηβο γιο της να κάθεται πάνω στο κρεβάτι και να προσεύχεται δυνατά στον Θεό. Έτρεξε στον γιο της, επιθυμώντας να τον βοηθήσει, τα ’χασε, κι εκείνος χαρούμενος της είπε πως είναι εντελώς υγιής. Τότε ο Μιτάρ της είπε πως όταν προσευχόταν κανονικά στον Χριστό, του εμφανίστηκε ο Ίδιος ο Κύριος ο Ιησούς Χριστός μαζί με τους Αποστόλους και, ρίχνοντας μια ματιά στο παράθυρο από έξω, του είπε: «Ήρθαμε να σε βοηθήσουμε να γίνεις καλά. Όταν σηκωθείς, να λες στους ανθρώπους να μετανοήσουν και να φυλάσσονται από την αθεΐα».
Αυτό το θαύμα δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητο στο χωριό και στην περιοχή. Ο κόσμος άρχισε να έρχεται στο σπίτι, όπου διέμενε ο Μιτάρ με τη μητέρα του. Εκείνος, σε όσους ερχόντουσαν, μετέφερε τα λόγια του Χριστού, ώστε να μετανοήσουν και να είναι πιστοί. Ο αριθμός των επισκεπτών αυξανόταν κάθε μέρα και ο Μιτάρ έγινε γνωστός και στα «όργανα», τα οποία μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του, τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στο Σαράγεβο, στη φυλακή για εφήβους κακούργους, ώστε να κόψουν κάθε σχέση του με τους πιστούς ανθρώπους και όλες αυτές τις ομιλίες για τον Χριστο.
Ο πατήρ Παύλος βεβαιώθηκε πραγματικά ότι ο νεαρός έχει ουράνιο χάρισμα και επιθυμεί ειλικρινά τον μοναχισμό
Ύστερα, χάρη στις προσπάθειες και τη μεσολάβηση του επισκόπου Βασιλείου, ο Μιτάρ απελευθερώθηκε και εστάλη στο μοναστήρι Ράτσα. Ο πατήρ Παύλος, μετά από μια συνομιλία μαζί του, βεβαιώθηκε ότι ο νεαρός πραγματικά έχει κάποιο ουράνιο χάρισμα και ότι επιθυμεί ειλικρινά τον μοναχισμό και τον επιδιώκει. Ακόμα και τότε ο Μιτάρ ήξερε πολλές προσευχές απ’ έξω, ειδικά στην Υπεραγία Θεοτόκο, και πάντοτε βρισκόταν στον ναό, κατά τη διάρκεια των ακολουθιών. Ο Μιτάρ είχε μια καθαρή παιδική ψυχή. Ποτέ δεν τον βλέπαμε να είναι εκνευρισμένος, θυμωμένος ή παρεξηγημένος με κάποιον. Ο π. Παύλος, συνήθως, όταν έβλεπε κάποιον νεαρό δόκιμο να έχει φταίξει σε κάτι, τον νουθετούσε, τον επέπληττε, του έδινε συμβουλές για ν’ αλλάξει, αλλά σε σχέση με τον Μιτάρ ήταν πάντοτε καλοδιάθετος και τρυφερός. Ακόμη και όταν ο π. Παύλος με μοναστικό τρόπο τον «προκαλούσε», π.χ. τον κατηγορούσε για κάτι, ο Μιτάρ κοίταζε τον αυστηρό διδάσκαλό του μ’ ένα παιδικό χαμόγελο, με το οποίο τον αφόπλιζε εντελώς. Ο Μιτάρ ποτέ δεν είχε εχθρούς ή κάποιον που να ήταν προσβεβλημένος απ’ αυτόν. Αργότερα, όταν ο π. Παύλος έγινε Πατριάρχης, ενθυμούμενος αυτόν τον εξαιρετικά ανεξίκακο άνθρωπο, έστειλε τον Μιτάρ, που τότε ήταν ήδη ο ηγούμενος Αββακούμ, στο Σαράγεβο, στη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, για να βοηθήσει τους ορθοδόξους Σέρβους. Τότε, στη δεκαετία του ’90, οι ιερείς είχαν λιγοστέψει στη Βοσνία και οι Σέρβοι, που είχαν μείνει ακόμα σ’ εκείνους τους τόπους, έμειναν χωρίς ποιμενική μέριμνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί είχαν εκπλαγεί με αυτήν την επιλογή του Πατριάρχη Παύλου. Νόμιζαν πως ο Πατριάρχης τον είχε στείλει εκεί για να πεθάνει, επειδή σε τι μπορούσε να βοηθήσει τους άλλους στον πόλεμο ένας άνθρωπος, που «κοιτάζει μόνο στον Ουρανό»; Όμως αυτή η ακακία του ηγουμένου Αββακούμ, η καθαρή και ειλικρινής ψυχή του, που δεν εμπλεκόταν στα πολιτικά, τον βοήθησαν, κατά τη διάρκεια εκείνων των τρομερών χρόνων του πολέμου, να μεταφέρει σε όλους, χωρίς εξαίρεση, το Ευαγγέλιο και την αγάπη του Χριστού. Θεωρώ πως αυτά τα χαρακτηριστικά και η βοήθεια του Θεού έσωσαν τον «προφήτη Μιτάρ» μας, τον ηγούμενό μας, τον Αββακούμ, και εκτός τούτου βεβαιωθήκαμε για τη σοφία και την πίστη του Πατριάρχη μας, του Παύλου.
...και η άρνηση του Χριστού
Ένα θλιβερό παράδειγμα της απόρριψης του Χριστιανισμού και της μοναχικής ζωής αποτέλεσε ένας πρώην δόκιμος της μονής μας, ο Γκρούιο. Μια φορά, στη διάρκεια της τράπεζας, ένας άγνωστος νεαρός άνθρωπος, μελαχρινός, γερός και πλατύσωμος, μπήκε ορμητικά στη μοναστηριακή κουζίνα και αμέσως είπε:
– Ο Θεός βοηθός, σεβαστοί πατέρες! Θα με δεχτείτε στο μοναστήρι σας;
Οι πατέρες του απάντησαν:
– Θα σε πάρουμε, αλλά πρώτα πες μας ποιος και από πού είσαι;
Ο ξένος μίλησε λίγο για τον εαυτό του και πήγε να μιλήσει με τον ηγούμενο και τον π. Παύλο. Μετά τη συνομιλία τους, ο π. Παύλος είπε:
– Γκρούιο, άκου να δεις. Πήγαινε στο σπίτι σου και να σκεφτείς καλά τη ζωή στο μοναστήρι και τον μοναχισμό. Να το συλλογιστείς έναν-δυο μήνες και μετά έλα.
Σ’ έναν μήνα ο Γκρούιο ήρθε ξανά. Τον δέχτηκαν δόκιμο. Τις πρώτες μέρες φλεγόταν από τον ζήλο της πίστεως, δεν έχανε ούτε μια ακολουθία ούτε ένα διακόνημα. Μόλις τελείωνε μια δουλειά, αμέσως αναλάμβανε άλλη.
Τις πρώτες μέρες φλεγόταν από τον ζήλο της πίστεως. Μόλις τελείωνε μια δουλειά, αμέσως αναλάμβανε άλλη.
Γκρούιο, κάτσε, ξεκουράσου, -του έλεγε ο ηγούμενος. Ο Γκρούιο θα καθόταν για ένα λεπτάκι, αλλά αμέσως θα σηκωνόταν, μόλις άκουγε να χτυπά η καμπάνα. Ερχόταν πρώτος σε όλες τις ακολουθίες.
Η αδελφότητα της μονής έπαιρνε μέρος σε δημόσια έργα, επισκευάζοντας τον δρόμο κατά μήκος του ποταμού Δρίνου, μέχρι την Μπάινα Μπαστά. Ο κόσμος, που συμμετείχε στα έργα, ήταν πολύς. Ο Γκρούιο ήταν υπεύθυνος για το νερό, έφερνε κουβάδες με νερό κι έδινε να πιούν οι εργάτες. Έβαζε το νερό σε ποτήρια και το πρόσφερε στους παρόντες, αλλά όταν τον πλησίαζαν κοπέλες, γύριζε επίτηδες την πλάτη, χαμογελώντας κρυφά. Αυτή η παρατήρηση μας προβλημάτισε.
Μια φορά ήρθε στο μοναστήρι ένας διπλωμάτης, υπάλληλος της Πρεσβείας της Ινδίας. Είχε αποκτήσει γιο και γι’ αυτό κάλεσε έναν ορθόδοξο ιερέα από την Ινδία, ώστε εκείνος να βαφτίσει το μωρό στο μοναστήρι μας. Ο Ινδός ιερέας ήταν σχεδόν μαύρος. Η βάφτιση ολοκληρώθηκε και οι υψηλοί καλεσμένοι ξεναγήθηκαν στο μοναστήρι, άκουσαν για την ιστορία του και τελικά παρακάλεσαν να φωτογραφηθούν μαζί με τον ηγούμενο, τον π. Παύλο και όλη την αδελφότητα. Ο Παύλε φώναξε και τον Γκρούιο, ο οποίος εργαζόταν στο χωράφι. Εκείνος αποκρίθηκε:
– Πείτε στο π. Παύλο ότι δεν είναι ψυχωφελές για μένα αυτό.
Φωτογραφήθηκαν χωρίς εκείνον, όμως ο π. Παύλος, σαν διδάσκαλος των μοναχών, ήταν αγανακτισμένος με την τόση θρασύτητα κι επιδεικτική ανυπακοή. Νιώθοντας την αταξία μέσα στην ψυχή του δόκιμου, του πρότεινε να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Ο ηγούμενος, όμως, του επέβαλε κάποιο επιτίμιο και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Στη συνέχεια ο Γκρούιο πήγε στον στρατό, όπου ήρθε σ’ επαφή και απέκτησε στενές σχέσεις με τους Πεντηκοστιανούς, καθώς επισκεπτόταν τις συνάξεις τους. Γνώρισε επίσης και τους Μουσουλμάνους. Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι, παρατηρήσαμε ότι ο Γκρούιο είχε αλλάξει εντελώς. Σχεδόν δεν πήγαινε πια στις ακολουθίες, καθόταν στο καφέ και άκουγε ειδήσεις και μουσική. Μετά άρχισε να κρίνει και να επιπλήττει την Ορθοδοξία. Έλεγε: «Η Μετάληψη δεν είναι ούτε Σώμα ούτε Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά άνθρωπος. Η Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αλλά “ανθρωποτόκος”. Δεν πρέπει να τιμάμε τον Σταυρό, τις εικόνες και τα λείψανα» κ.τ.λ. Είδαμε πως η επικοινωνία του με τους αιρετικούς στον στρατό διέστρεψε την ψυχή του ανθρώπου τόσο, που έγινε αγνώριστη.
Ύστερα ο Γκρούιο πήγε στην πόλη, στον γραμματέα του Κόμματος, και ζήτησε να του βρουν κάποια δουλειά. Ο γραμματέας συμφώνησε με χαρά και τον έστειλε στο Βελιγράδι, να εργαστεί θερμαστής στον σιδηρόδρομο. Ο πρώην δόκιμος δούλεψε εκεί μερικές μέρες και ύστερα αποφάσισε ότι «αυτό δεν κάνει για εκείνον». Από τότε άρχισαν οι ταλαντέυσεις του. Είτε πήγαινε σε διάφορα μοναστήρια, ως μετανοημένος αμαρτωλός, είτε στα εργοστάσια κ.τ.λ. Ο π. Παύλος δεν μπορούσε πια να παρακολουθεί τη ζωή του Γκρούιο, επειδή πήγε να σπουδάσει στην Ελλάδα και μετά έγινε επίσκοπος. Όταν εγώ συνάντησα τον πρώην δόκιμο στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια, στη Μονή Βισόκι Ντέτσανι, εκείνος ήταν ήδη Βαπτιστής, που ήρθε σ’ εμάς μ’ ένα τυπικό και γνωστό βλάσφημο «κήρυγμα». Αφού γνωριζόμασταν μαζί του από παλιά, αρχίσαμε να του μιλάμε με φιλικό τρόπο. Προσπαθήσαμε να του εξηγήσουμε τις «απορίες», παραπέμποντας στην ίδια τη Βίβλο, με την οποία ήθελε να μας «διαψεύσει». Αλλά εκείνος απλώς δεν άκουγε τίποτα πια και συνέχιζε να επαναλαμβάνει τα «επιχειρήματά του», ώστε ένας λογικός διάλογος μαζί του ήταν αδύνατος. Ο γέρος και τυφλός π. Μακάριος δεν άντεξε τότε και είπε: «Ε, Γκρούιο μου! Πίστεψέ με, όταν έρθει η καταιγίδα, δεν θα κρυφτώ μαζί σου κάτω από την ίδια βελανιδιά, επειδή ο Θεός θα μας σκοτώσει τους δυο». Δεν μπορούσαμε παρά μόνο να γελάσουμε. Έτσι, με ένα λυπημένο χαμόγελο τελείωσε αυτή η λεκτική αντιπαράθεση. Στη συνέχεια ο καημένος Γκρούιο, λένε, έγινε μουσουλμάνος.
Βεβαιωθήκαμε ότι μπροστά μας δεν είναι πια χριστιανός, αλλά Ιούδας. Ο Δεσπότης Παύλος δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνο ν’ αποβάλει τον καημένο από την Εκκλησία
Ο επίσκοπος Παύλος, μετά την επιστροφή του, έχοντας μάθει για τα τελευταία γεγονότα, προσπάθησε μερικές φορές να ξυπνήσει τη συνείδηση αυτού του ανθρώπου. Του έστελνε γράμματα, στα οποία τον παρακαλούσε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και τον Θεό. Εκείνος, όμως, του απαντούσε με αγενή τρόπο. Έτσι, με πίκρα βεβαιωθήκαμε ότι μπροστά μας δεν είναι πια κάποιος ορθόδοξος χριστιανός, αλλά κάποιος Ιούδας. Ο Δεσπότης Παύλος δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνο ν’ αποβάλει τον καημένο από την Εκκλησία.
[...] Πρέπει να βλέπουμε ότι σε κάθε κοινότητα δεν υπάρχει μόνο σιτάρι, αλλά και ήρα. Αυτή μπορεί να βρεθεί τόσο στην Εκκλησία όσο και σε μοναστήρια. Αυτή η ήρα χάνει την πίστη της, τη χριστιανική συμπεριφορά της, κι εσείς θ’ αναγκαστείτε να παραδεχτείτε ότι δεν βλέπετε μπροστά σας κάποιον εν Χριστώ αδελφό. Το Ευαγγέλιο σε τέτοια περίπτωση λέει: «Εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ. 18,17).
Για το πώς ο μέλλον Πατριάρχης και άλλοι μοναχοί σκόπευαν να πολεμήσουν
Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, ο Γιόσιπ Μπρος, νέος ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας, διατηρούσε ακέραιες τις ελπίδες του ότι η ιταλική πόλη Τεργέστη θα προσαρτηθεί στη χώρα, η οποία βρέθηκε υπό την ηγεσία του και των ομοϊδεατών του. Υπολόγιζε στη βοήθεια των συμμάχων -της ΕΣΣΔ και των δυτικών χωρών- και ήταν έτοιμος να συνεχίσει τον πόλεμο, για να επιτύχει τον στόχο του. Όμως η Τεργέστη είχε ανακηρυχθεί ουδέτερη διεθνής ζώνη και αυτό το γεγονός απογοήτευσε πολύ τον Γιόσιπ Μπρος. Στη συνέχεια, το 1951, ανακοίνωσε μια γενική στρατιωτική κινητοποίηση και ασκήσεις, ώστε να δείξει την ετοιμότητα να συνεχίσει τον πόλεμο, με σκοπό της προσάρτησης αυτής της ιταλικής πόλης και των περιχώρων της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλοι εμείς, που ήμασταν στρατεύσιμοι, λάβαμε μέρος σε αυτήν την κινητοποίηση και μόνο στην περιοχή μας, στα δυτικά της Σερβίας, συγκεντρώθηκαν, όπως έλεγαν, περίπου 100.000 στρατιώτες, διαφόρων ηλικιών. Οι αξιωματικοί, υπεύθυνοι για την καταγραφή, ήρθαν σ’ εμάς και άρχισαν να καταγράφουν τους στρατεύσιμους κατοίκους του χωριού, συμπεριλαμβανομένων και των μοναχών. Ένας ταγματάρχης καθόταν κάτω από το δέντρο και κατέγραφε ποιοι είμαστε, από πού κ.τ.λ. Ήμασταν σε μια κοινή ουρά μαζί άλλους. Όταν ήρθε η σειρά μου, εκείνος ρώτησε:
– Εσύ, ποιος είσαι; Εσύ, με τα μακριά μαλλιά και τη μεγάλη γενιάδα;
Ιερά Μονή της Αναλήψεως του Κυρίου στο Ράτσα
Του απάντησα ότι είμαι μοναχός από το μοναστήρι Ράτσα.
– Τι; Τι μονάρχης;! -φώναξε ο ταγματάρχης και άρχισε να βρίζει φριχτά. Εμείς εδώ με τους συντρόφους επί τέσσερα χρόνια πολεμούσαμε κατά των μοναρχών, χύσαμε τόσο αίμα, κι εσύ όχι μόνο είσαι μοναρχικός, αλλά στοχεύεις να γίνεις μονάρχης! Είσαι εχθρός του λαού! Πρέπει να πεθάνεις!
Εμείς οι μοναχοί καταλάβαμε ότι αυτά τα λόγια μπορούν να μας κοστίσουν ακριβά. Αλλά τον ανισόρροπο ταγματάρχη καθησύχασε ο πρόεδρος, που μας ήξερε:
– Σύντροφε ταγματάρχη, δεν είναι μονάρχης, αλλά είναι ένας απλός μαθητής του μοναχικού σχολείου, από το ντόπιο μοναστήρι. Εδώ είναι μερικοί τέτοιοι μαθητές. – Έπρεπε να το πεις από την αρχή ότι είναι μαθητής! Γιατί με τους μονάρχες δεν συνομιλώ για πολύ, τους σκοτώνω αμέσως!
Είχαμε διαταγή να παρουσιαστούμε στο σημείο συγκέντρωσης, έχοντας μαζί μας μια ημερήσια προμήθεια φαγητού και μια τσάντα με συνηθισμένα ρούχα. Στο σημείο συγκέντρωσης έπρεπε να μας δώσουν στρατιωτικές στολές. Έβλεπα πως τα πράγματα ήταν σοβαρά. Μήπως πάλι ερχόταν πόλεμος; Μάζευαν τον κόσμο απ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά της περιοχής μας, η οποία μεταβλήθηκε σε στρατιωτική. Ο καιρός ήταν άσχημος: Νοέμβριος, βροχή με χιόνι, αέρας, λάσπη. Οι άνθρωποι, τα μηχανικά πολεμικά μέσα, τα άλογα, το πυροβολικό, όλα αναμείχθηκαν. Είδα πως πολλά άλογα πέθαναν από το κρύο και την πείνα, γι’ αυτό ζήτησα τον ομαδάρχη να φροντίσω τα υπόλοιπα, ο οποίος με χαρά δέχτηκε την πρότασή μου.
Στον δρόμο περπατά ένα απόσπασμα από 40 άτομα με τουφέκια στους ώμους, αλλά όλοι φορούν ζωστικά και ανάμεσά τους βρίσκεται και ο αρχιδιάκονος Παύλος
Την επόμενη μέρα βλέπω πως στον δρόμο περπατά ένα απόσπασμα από 40 άτομα με τουφέκια στους ώμους, αλλά όλοι φορούν ζωστικά και ανάμεσά τους είναι και ο αρχιδιάκονος Παύλος (Στοϊτσέβιτς). Στον έναν ώμο είχε το τουφέκι και στον άλλον το φορείο για τραυματίες. Προφανώς, τον είχαν διορίσει στο ιατρικό τάγμα. Όλοι είπαν: «Γίναμε κι εμείς στρατιώτες».
Οι στρατιωτικές ασκήσεις διαρκούσαν 8 μέρες. Θυμάμαι πως μία από τις τελευταίες μέρες μάς ήρθε ένας σπουδαίος αξιωματικός με άλογο. Σταμάτησε δίπλα μας και διέταξε: «ΠΡΟΣΟΧΗ!!!». Η φάλαγγα σταμάτησε. Ο αξιωματικός πέρασε κατά μήκος της φάλαγγας, κοιτάζοντας τους στρατιώτες και ταΐζοντας το άλογο με ζάχαρη. Παρατηρώντας τη «μοναχική διμοιρία» μας, πλησίασε εμένα πολύ κοντά και με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο ρώτησε:
– Εσύ, βρε, τι αλλόκοτο πλάσμα είσαι, μαλλιαρό και γενιοφόρο;
Μέχρι τότε είχαμε ήδη γίνει φίλοι με άλλους στρατιώτες, γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον και βοηθούσαμε σε ό,τι μπορούσαμε. Και δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω σ’ εκείνον τον αξιωματικό και να του πω ότι «είμαι υπαξιωματικός του Λαϊκού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας», όταν οι άλλοι στρατιώτες φώναξαν με μία φωνή:
– Πέθανε, σύντροφε συνταγματάρχη, και θα δεις τι «αλλόκοτο πλάσμα» είναι, που θα σταθεί δίπλα σου και θα διαβάζει την προσευχή!
Ο συνταγματάρχης δεν ήθελε να «υποχωρήσει»:
– Δώστε του έναν καθρέφτη! Να δει το πρόσωπό του! – Αυτός μας αρέσει και χωρίς τον καθρέφτη!
Μετά απ’ αυτό ο συνταγματάρχης έσκυψε το κεφάλι του και, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα πετύχει τίποτα με την κοροϊδία του, έφυγε. Ευχαρίστησα από καρδιάς τους στρατιώτες, που με υπερασπίστηκαν, αλλά τους είπα ότι για μένα, ως μοναχός, ήταν καλύτερο να κάνω υπομονή και να ταπεινώνομαι.
Δεν ξέρω πώς ο π. Παύλος άντεξε αυτήν τη δοκιμασία, αλλά εκείνος δεν παραπονιόταν ποτέ
– Ραντοσάβλεβιτς! Γιατί τον λυπάσαι, αφού εκείνος δεν σε λυπάται; Του αξίζει να το παθαίνει! -είπαν οι άλλοι.
Την τελευταία μέρα των ασκήσεων βρισκόμασταν σ’ ένα σχολείο, το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατώνα. Στο πάτωμα υπήρχε άχυρο κι εμείς, μη αισθανόμενοι τα πόδια από την κούραση, πέσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω πώς άντεξε αυτήν τη δοκιμασία ο π. Παύλος, που είχε πολύ εύθραυστη υγεία. Δεν παραπονιόταν ποτέ. Επιπλέον, ήταν πάντα πειθαρχικός και εκτελούσε με ακρίβεια τις οδηγίες, πράγμα το οποίο τον βοηθούσε σε οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων. Είχε, επίσης, ένα εξαιρετικό χιούμορ και οι άλλοι στρατιώτες το εκτιμούσαν ιδιαίτερα.
Ύστερα μας ανακοίνωσαν ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις ολοκληρώθηκαν με επιτυχία και μπορούμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Το κάναμε με χαρά. Στον δρόμο της επιστροφής περάσαμε από τα σπίτια μερικών γνωστών μας ιερέων στα χωριά και κοιμηθήκαμε αρκετά. Μετά αλλάξαμε τα ρούχα μας και φορέσαμε τα συνηθισμένα μας μοναχικά ράσα, τα οποία μας έπλυναν και σιδέρωσαν οι φιλόξενοι ιδιοκτήτες. Στη συνέχεια επιστρέψαμε στο μοναστήρι μας.
(Συνεχίζεται)