Συνεχίζουμε να δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις του Αρχιμανδρίτη Γιόβαν (Ραντοσάβλεβιτς), φίλου, συνομιλιτή και συμπροσευχητή του Πατριάχη της Σερβίας Παύλου. Ο π. Γιόβαν είχε δημοσιεύσει τις αναμνήσεις του στο βιβλίο «Мемоари. Сећања», που εκδόθηκε στο μοναστήρι Ράτσα το 2018. Παρουσιάζουμε μερικά επισόδια απ’ αυτό το βιβλίο, που σχετίζονται με τους διωγμούς της Εκκλησίας της Σερβίας και του λαού από την πλευρά του κράτους, καθώς και από την πλευρά των Αλβανών.
Προσπάσθειες των αρχών να εξαφανίσουν την αδελφότητα της μονής
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Σερβίας Παύλος Όταν η αδελφότητα της Μονής Ράτσα μεγάλωσε και δυνάμωσε, τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά, είχαμε επτά μοναχούς, περισσότερους από δέκα δόκιμους και μαθητές του μοναχικού σχολείου, γεγονός το οποίο προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια, ακόμη και φόβο, θα μπορούσε να πει κανείς, από την πλευρά των μελών των μυστικών υπηρεσιών της Σερβίας. Οι κομμουνιστικές αρχές δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στην Εκκλησία και τα μοναστήρια να ζουν με άνεση. Όταν οι αρχές είδαν στη λαϊκή αγορά τα ωραία προϊόντα, που παράγονταν από την αδελφότητα της μονής, αποφάσισαν αμέσως να επέμβουν. Η ιδιαίτερη αγανάκτησή τους προκλήθηκε από την άρνηση της αδελφότητας να παραδώσει σε κάποιο μουσείο, κατεπειγόντως, τα λειτουργικά αντικείμενα και τα άμφια από το παλιό σκευοφυλάκιο. Είχαν κληθεί για ανάκριση στις μυστικές υπηρεσίες οι δόκιμοι, ο ηγούμενος Ιουλιανός και ο π. Παύλος. Τους ρωτούσαν με τι δικαίωμα μαζεύουν στο μοναστήρι τους τους νέους, καταχρώνται την εμπιστοσύνη τους και εκμεταλλεύονται τους νέους ως εργατικό δυναμικό, πράγμα το οποίο ήταν αυστηρά απαγορευμένο σε μια σοσιαλιστική χώρα. Έλεγαν πως οι μοναχοί πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά για την παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας.
Ο ηγούμενος και ο π.Παύλος απάντησαν:
– Είναι δόκιμοι και μαθητές της μονής, που ετοιμάζονται να γίνουν μοναχοί. Εμείς οι μοναχοί έχουμε κανόνα ότι για να ζήσεις πρέπει να εργάζεσαι. Γι’ αυτό κι εργαζόμαστε. – Τι μαθητές;! Πού είναι οι αίθουσες, πού είναι οι δάσκαλοι, πού είναι η άδεια για όλα αυτά;! -φώναζαν ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών και οι άλλοι, που διενεργούσαν την ανάκριση. – Και πού ήταν το σχολείο του Μητροπολίτη Χάντζι Μελεντίγιε Στεβάνοβιτς και των μοναχών του; -αποκρίθηκε ο π. Παύλος. - Είχαν το ωρολόγιο για να σπουδάζουν και τη δικέλλα για να εργάζονται και να τα βγάζουν πέρα! Το ίδιο και τώρα. Οι μοναχοί και οι δόκιμοι της μονής μας δεν είναι μισθωτοί εργάτες, αλλά τίμιοι εργάτες και εργάζονται ευσυνείδητα.
«Τι μαθητές;! Πού είναι η άδεια;!» - φώναζαν οι ανακριτές
Οι ανακριτές συνειδητοποιούσαν πως με το πρόσχημα της απουσίας ενός κανονικού σχολείου στο μοναστήρι είχαν τη δυνατότητα να κλείσουν όχι μόνο τη Ράτσα, αλλά και όλα τα άλλα μοναστήρια, όμως αυτοί βρήκαν κάτι πολύ χειρότερο. Οι αρχές αποφάσισαν ν’ αυξήσουν τον φόρο, από 75 χιλιάδες σε 350 χιλιάδες δηνάρια. Ήταν τρομερό ποσό για το μοναστήρι, επειδή όλα τα κέρδη έφταναν μόνο για να καλύψουμε τον φόρο. Εκτός τούτου, ήταν αδύνατο για μερικούς από μας ν’ ανταποκριθούμε στις νέες απαιτήσεις. Τελικά, για να πληρώσουμε τον φόρο, ήμασταν αναγκασμένοι να πουλήσουμε τα ζώα. Οι μαθητές και οι δόκιμοι, λόγω της πίεσης που έπεφτε πάνω τους, έπρεπε να εγκαταλείψουν το μοναστήρι. Και τότε στον Τύπο εμφανίστηκαν επαινετικά άρθρα για το πόσο κάλα ξέρουν να εργάζονται οι μοναχοί και πόσο επιμελώς διαχειρίζονται το νοικοκυριό τους... Σύντομα η αδελφότητα της μονής μειώθηκε δραματικά.
Η αρχή της διακονίας στο Κοσσυφοπέδιο. Οι πρώτες μέριμνες, αστεία και... πληγές
Το 1957 ο π. Παύλος εξελέγη Επίσκοπος Ράσκας και Πρίζρεν και μετακόμισε στο Κόσοβο και τα Μετόχια. Μεταβήκαμε κι εμείς στο Πρίζρεν, για να τον συγχαρούμε επ’ ευκαιρία του γεγονότος. Μετά την τελετή ενθρόνισης, όλοι οι καλεσμένοι πήγαν να δουν τα ερείπια της μονής Αγίων Αρχαγγέλων. Τα Αλβανόπουλα έτρεχαν από πίσω μας και φώναζαν: «Παπά, παπά, να κρεμαστείς!» και διάφορα άλλα. Και κανείς από τους ενήλικες Αλβανούς δεν έκανε προσπάθεια να σταματήσει αυτήν την επαίσχυντη συμπεριφορά.
Όταν όλοι οι καλεσμένοι έφυγαν, εγώ έμεινα, για να βοηθήσω τον Δεσπότη να τακτοποιήσει την κατοικία του, μέσα στο κτήριο του σεμιναρίου στο Πρίζρεν. Την επόμενη μέρα είδα τον Δεσπότη πάνω στη σκάλα ν’ αλλάζει λαμπτήρες. Τον ρώτησα τότε, γι’ αστείο:
– Τι θα κάνετε, Θεοφιλέστατε; Τι θα συμβεί, εάν κάποιος τώρα μπει μέσα, ψάχνοντας τον Επίσκοπο και επιθυμώντας να του εκφράσει τις ευχές του και να λάβει την ευλογία του, και δει τον Δεσπότη πάνω στη σκάλα ν’ αλλάζει λαμπτήρες; – Ε, τίποτα. Θα τον καλέσω να συμμετάσχει και αυτός, επειδή στο σπίτι του το ίδιο κάνει. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς θα γνωριστούμε από κοντά, θα μιλήσουμε και θα έρθει και η ευλογία -απάντησε ήρεμα ο Δεσπότης Παύλος.
Έτσι ήταν πάντοτε. Όταν είχε ελεύθερο χρόνο, ο Δεσπότης πάντα επισκεύαζε ή επιδιόρθωνε κάτι, π.χ. τα ράφια, τις ντουλάπες ή στόλιζε την εκκλησία. Μια τέτοια εργασία είναι πολύ χρήσιμη, όταν πρέπει να σκεφτείς καλά για το τι θα γράψεις ή τι θα πεις στο κήρυγμα.
Όταν είχε ελεύθερο χρόνο, ο Δεσπότης πάντα επισκεύαζε ή επιδιόρθωνε κάτι, π.χ. τα ράφια, τις ντουλάπες ή στόλιζε την εκκλησία
Ο Δεσπότης εργαζόταν πολύ για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων εκκλησιών στο Κόσοβο και τα Μετόχια. Έδινε ιδιαίτερη προσοχή στις ρημασομένες ενορίες, στέλνοντας εκεί καλούς ιερείς, καθώς επίσης μεριμνούσε για την άνετη εγκατάσταση των ιερέων. Καθώς ο Δεσπότης δεν είχε αυτοκίνητο (επειδή είχε πάντοτε αρνητική στάση απέναντι σε διάφορες εκφάνσεις πολυτέλειας και το αυτοκίνητο εκείνην την εποχή θεωρείτο πολυτέλεια), έπαιρνε στα χέρια τη βαλίτσα του με τα άμφια και πήγαινε, είτε με λεωφορείο είτε με τρένο είτε με τα πόδια, σ’ έναν ναό ή ένα μοναστήρι, όπου δεν είχαν ιερέα. Εμένα τότε με αποκαλούσαν αστειευόμενοι «ιπτάμενο αγγελιοφόρο», επειδή κι έμενα μ’ έστελνε ο Δεσπότης σε διάφορες πόλεις και χωριά, για να τελέσω Λειτουργίες και άλλες ακολουθίες. Θυμάμαι μια φορά, μετά τη Λειτουργία στο μοναστήρι Γκοριότς, βαπτίστηκαν 30 παιδιά. Όλα τα παιδιά ήταν μαζί με τους ανάδοχούς τους. Όμως, ένας ανάδοχος σίγουρα δεν ήταν ψυχικά υγιής, επειδή κατά τη βάπτιση, συνήθως, ο ανάδοχος απαντά για το βαφτιστικό του ότι αρνιέται τον Σατανά και όλες τις πράξεις του και συντάσσεται με τον Χριστό κ.τ.λ. Όλοι απαντούσαν ξεκάθαρα, συνειδητοποιώντας τη σημασία του Μυστηρίου, αλλά εκείνος έλεγε κάτι σαν «ου, ο,..», εντελώς δυσνόητα. Τι νονός είναι αυτός; Ρώτησα τους παριστάμενους ποιος είναι και οι γονείς ενός παιδιού είπαν πως τον επέλεξαν κατά παράδοση, επειδή «ο πατέρας του ήταν πολύ καλός νοικοκύρης και αυτός είναι ο γιος του». Έπρεπε να επιμένω, ώστε να τον αλλάξουν και να βρουν ένα ψυχικά ισορροπημένο άνθρωπο, επειδή κατά το Μυστήριο χρειάζεται σωφροσύνη και συνεργασία με τον ιερέα.
Μοναστήρι των Αγίων Αρχαγγέλων. Το Ιερό Βήμα του ναού.
Ο Αλβανός τον περίμενε έξω από το κτήριο του ταχυδρομείου και μόλις ο Επίσκοπος βγήκε έξω, τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Δεσπότης έπεσε κάτω αναίσθητος
Πρέπει να πω ότι εκείνα τα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι ορθόδοξοι Σέρβοι στο Κόσοβο και τα Μετόχια ήταν πολλοί. Τα χωριά ήταν γεμάτα από κόσμο, παντού έτρεχαν παιδάκια. Τις ακολουθίες τις επισκέπτονταν όχι μόνο Σέρβοι, αλλά και Αλβανοί, ιδιαίτερα στις γιορτές. Μερικοί απ’ αυτούς εργάζονταν στα μοναστικά χωράφια και δεν υπήρχαν καθόλου προβλήματα. Όμως, μόλις ο Γιόσιπ Μπροζ άλλαξε πολιτική έναντι του σερβικού Κοσόβου, άρχισαν αμέσως τα προβλήματα: Οι Αλβανοί κατάλαβαν ότι τους δόθηκε «πράσινο φως» και τώρα θα μπορούσαν να κυνηγούν τους Σέρβους, να τους αναγκάζουν να φύγουν, να χτίζουν το δικό τους «Αλβανικό Κοσσυφοπέδιο» και όλα αυτά κάτω από το υποκριτικό σύνθημα «αδελφότητα κι ενότητα». Από τότε κανένας από τους Σέρβους, συμπεριλαμβανομένων και των ιερέων, δεν μπορούσε πια να μετακινείται ελεύθερα στην περιοχή μας. Μας πέταγαν πέτρες, λάσπη, μας προσέβαλλαν. Στους φοιτητές του Σεμιναρίου στο Πρίζρεν επιτίθεντο συνέχεια με μαχαίρια, σπασμένα μπουκάλια, ρόπαλα με καρφιά. Επιτίθεντο στα γυναικεία μοναστήρια, ήθελαν να βιάσουν τις μοναχές. Στον Επίσκοπο Παύλο επιτέθηκαν στο Πρίζρεν, ακριβώς πάνω στη γέφυρα, στο κέντρο της πόλης. Ένας αναιδής νεαρός πλησίασε τον Επίσκοπο και άρχισε να του τραβάει τη γενειάδα. Ο Δεσπότης τον έσπρωξε και προχώρησε, ήθελε να πάει στο ταχυδρομείο και να στείλει κάποια γράμματα. Ο Αλβανός τον περίμενε έξω από το κτήριο του ταχυδρομείου και μόλις ο Επίσκοπος βγήκε έξω, τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με κάποιο αντικείμενο. Ο Δεσπότης έπεσε αναίσθητος και ματωμένος κάτω. Οι άνθρωποι, που ήταν δίπλα, κάλεσαν το ασθενοφόρο και την αστυνομία. Σε λίγες μέρες ανακάλυψαν και τον δράστη, αλλά δεν υπέστη καμία τιμωρία, πράγμα σύνηθες για το Κοσσυφοπέδιο.
Μια άλλη φορά, κάποιος χτύπησε ξανά τον Δεσπότη και του έπεσε το επανωκαλύμαυχο από το κεφάλι. Βλέποντας αυτό το αίσχος από μακριά, ένας Σέρβος αστυνομικός έτρεξε, πήρε το επανωκαλύμαυχο κι έτρεξε στον Δεσπότη, να του το επιστρέψει.
Ήμουν τυχερός μια φορά. Από μια σοβαρή πληγή μ’ έσωσε το επανωκαλύμαυχο, φτιαγμένο από ισχυρό χαρτόνι. Δεν μάτωσα, αλλά ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Υπήρχαν χιλιάδες και χιλιάδες τέτοιες περιπτώσεις.
«Μην εμπλέκεστε στην πολιτική, Δέσποτα!»
Σύντομα, περίπου 700 (!) σέρβικα χωριά κατοικήθηκαν από Αλβανούς. Οι ναοί μας έμεναν χωρίς ενορίτες και ήμασταν μάρτυρες μιας φοβερής εικόνας: Επίτροπος μιας εκκλησίας έδινε τα κλειδιά της στον Επίσκοπο, λέγοντας: «Ο ναός είναι άδειος, κανένας δεν έρχεται εδώ. Οι ορθόδοξοι πιστοί δεν μένουν πια στο χωριό». Τότε ο Επίσκοπος Παύλος πήγε στο Βελιγράδι, για να ενημερώσει τη Σύνοδο, για την καταστροφική κατάσταση. Η Σύνοδος αποφάσισε να στείλει τον Επίσκοπο Παύλο να συναντήσει τον στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ, ώστε ο Επίσκοπος να παρουσίαζε στον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας την πραγματική κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια. Όταν ο Δεσπότης μίλησε για τους φόνους των Σέρβων και τη δίωξή τους από τους Αλβανούς, ο Γιόσιπ Μπροζ απάντησε:
– Μην εμπλέκεστε στην πολιτική και τα προβλήματά της, Δέσποτα, δεν είναι δικιά σας υπόθεση. Στο Κοσσυφοπέδιο έχουμε τους δικούς μας ανθρώπους, οι οποίοι μας ενημερώνουν καθημερινά για όλα. Στο Κοσσυφοπέδιο είναι όλα εντάξει.
[...] Ακόμη πριν ταξιδέψει στο Βελιγράδι, για τη συνάντηση με τον Μπροζ, ο Επίσκοπος Παύλος κατάλαβε πως πρέπει ν’ αντικρύσουμε την αλήθεια ότι δεν γίνεται να έχουμε κάποια βοήθεια. Οι Αλβανοί σε κάθε περιστατικό κατηγορούσαν τους Σέρβους, παρουσιάζοντας την υπόθεση σαν να μην ήταν οι ίδιοι φονιάδες, αλλά, αντίθετα, σαν να έφταιγαν οι Σέρβοι για όλα. Κατηγορούσαν κι εμάς τους ιερείς και τους μοναχούς, όταν μας έσπαζαν τα κεφάλια και όταν εμάς τους ίδιους μας κυνηγούσαν. Έτσι, χάρη στον Μπροζ και το κομμουνιστικό καθεστώς παρουσίαζαν τους εαυτούς τους σαν θύματα του «μεγάλου σερβικού εθνικισμού», όπως και μετά, χάρη ήδη στις ΗΠΑ και το NATO. Στα 40 χρόνια που πέρασα στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια, δεν είδα και δεν άκουσα ποτέ ότι ένας Σέρβος επιτέθηκε ξαφνικά τη νύχτα σε κάποιον Αλβανό, ενώ εκείνοι σκότωναν εκατοντάδες Σέρβους, είτε ήταν πολίτες είτε αστυνομικοί. Η περίεργη μακροχρόνια υπομονή εξαντλήθηκε, μόνο όταν άρχισαν οι δολοφονίες στρατιωτών, που ήταν φρουροί στρατοπέδων.
Η προσευχή του Πατριάρχη
Πατριάρχης της Σερβίας Παύλος Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον Θεό, χωρίς τη λογική και τη δοσμένη από τον Θεό ελευθερία; Τι σημασία έχουν, χωρίς όλα αυτά, τα χωριά, οι πόλεις, τα κράτη και όλη η ανθρωπότητα; Τι αξία έχουν η Αμερική και η Ευρώπη με τα διαβατήριά τους, που δεν χρειάζονται βίζα; Χωρίς λογική, χωρίς τη δοσμένη από τον Θεό ελευθερία, όλα θα μετατραπούν σε δουλεία, σε τέτοια δουλεία, στην οποία τώρα βρίσκεται το άγιο μας Κοσσυφοπέδιο, αγιασμένο από τον Άγιο Σάββα, τον πρίγκιπα Λάζαρο και πολλούς άλλους Αγίους Ιεράρχες και μάρτυρες, από τη μέρα της θυσίας του Αγίου Λαζάρου και του στρατού του μέχρι σήμερα. Γι’ αυτήν τη σκλαβιά πρέπει να «ευχαριστήσουμε» την Αμερική και την αμερικάνικη Ευρώπη, καθώς και τους πολιτικούς και τους ηγέτες μας, την άγνοια, την πνευματική ανωριμότητα και την ανευθυνότητά μας. Για όλα αυτά: Το Κοσσυφοπέδιο, την πατρίδα μας εν συνόλω, όλον τον λαό μας, νέους και γέρους, προσευχόταν ο Πατριάρχης μας, ο Παύλος, σε κάθε Λειτουργία, σε κάθε παράκλησή του στον Θεό. Μέχρις ότου διέθετε σωματική δύναμη, τα έλεγε και τα υπενθύμιζε στις κοσμικές και πνευματικές προσωπικότητες και σε όλον τον λαό. Στη συνέχεια αποδήμησε εις Κύριον Δημιουργό και Παντοκράτωρα, με ισχυρή ελπίδα ότι ο Θεός θα μας φυλάξει... Κατά τη γήινη ζωή του, οι δυνατοί ηγέτες του κόσμου σπάνια έδιναν τη δέουσα προσοχή στα λόγια του, τις παρακλήσεις και τις προσευχές του. Όμως η Αγία μας Εκκλησία θα περιμένει με υπομονή τους συνετούς ανθρώπους ή την Κρίση του Θεού από τον ουρανό.
(Το τέλος της αφήγησης στο επόμενο)