– Πάτερ Αλέξανδρε, πρόσφατα στη Μόσχα έγινε πρεμιέρα της ταινίας σας. Καταλαβαίνω ότι αυτή η ταινία είχε παρουσιαστεί και αλλού. Εγώ παραβρέθηκα σε τούτη την πρεμιέρα και μου έχει προκαλέσει πολύ βαθιά εντύπωση η δουλειά που έχετε κάνει. Θα ήθελα να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας τις αναμνήσεις σας για το πώς σχεδιάζατε τη δημιουργία της ταινίας, πώς ήταν τα γυρίσματα, ποια ενδιαφέροντα γεγονότα και περιστατικά είχατε;
– Το ενδιαφέρον γεγονός και περιστατικό είναι η ίδια η ταινία, δηλαδή, το ότι βγήκε στο φως. Μια και κανένας δεν την σχεδίαζε, κανένας δεν αναζητούσε το συγκεκριμένο υλικό. Εγώ δεν είμαι παραγωγός και ο Αλέξανδρος Ζαπορόσενκο ήταν γνωστός ως εικονολήπτης, αυτό είναι το επάγγελμά του. Στην ταινία «Πού είσαι, Αδάμ;» έγινε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτη. Αυτή η ταινία έγινε κομμάτι της ζωής μας. Πρώτα της δικής μου ζωής και στη συνέχεια και του Αλέξανδρου Ζαπορόσενκο, καθώς και αυτός σήμερα είναι ένας μεγάλος φίλος της Αγιορείτικης Μονής Δοχειαρίου, δηλαδή του χώρου όπου έγιναν τα γυρίσματα.
Το 2005 γνώρισα τον καθηγούμενο της Μονής Δοχειαρίου πατέρα Γρηγόριο (Ζουμή). Συζητήσαμε για δύο ώρες και αυτή η συνάντηση ήταν για μένα σημαδιακή. Ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. Κάθε φορά που θυμάμαι τους παππούδες μου και τον πατέρα μου, καταλαβαίνω ότι αυτό που χαρακτήριζε αυτούς τους ανθρώπους ήταν η αξιοπρέπεια. Ο γέροντας Γρηγόριος (Ζουμής) ήταν ένας από την πλειάδα των ανθρώπων για τους οποίους αν πρέπει να πούμε μια λέξη, αυτή είναι η λέξη αξιοπρέπεια. Είναι αυτό που όλη μου τη ζωή προσπαθώ να φτάσω και ακόμα δεν έχω καταφέρει να πλησιάσω. Όμως ευτύχησα να δω παρόμοιους ανθρώπους. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πνευματικός του πατέρα μου, ο Όσιος Ιώβ της Μάλαγια Ούγκολκα, στην περιοχή Ζακαρπάτιε. Κατατάχθηκε στη χορεία των Αγίων και ήταν συγγενής μας. Ο αδελφός της γιαγιάς μου ήταν παντρεμένος με την αδελφή του. Γι’ αυτό, όλη η οικογένειά μας είχε στενή επικοινωνία με τον Όσιο Ιώβ. Θεράπευσε τον παππού μου, όταν αυτός είχε επιστρέψει από το μέτωπο του πολέμου, βαριά τραυματισμένος. Δεν είχαμε επικοινωνία μαζί του μόνο ως πνευματικά του τέκνα αλλά και ως συγγενείς. Θυμάμαι τα ταξίδια που κάναμε για να συναντήσουμε αυτόν τον άγιο άνθρωπο. Αυτά συνέβησαν στην παιδική μου ηλικία και δε θυμάμαι καλά το πρόσωπό του, μόνο κάποια χαρακτηριστικά, όμως ποια χαρακτηριστικά! Ήταν ένας γέρος και αντί για το κεφάλι του έβλεπα ήλιο. Τέτοια είναι η εικόνα που έχει αποτυπωθεί από την παιδική μου ηλικία.
Όμως, η πιο σημαδιακή συνάντηση στη ζωή μου ήταν η γνωριμία μου με τον γέροντα Γρηγόριο, το 2005. Ήμασταν τέσσερις, όλοι από το Κίεβο και όλοι διάκονοι: τρείς ιεροδιάκονοι και εγώ, παντρεμένος διάκονος. Η συνάντηση ήταν πολύ ευχάριστη, μέχρι και αστεία. Εμείς τραγουδούσαμε. Ο γέροντας αστειευόταν. Όλο και κάτι μας τραγουδούσε και ο ίδιος. Ήταν απροσδόκητα ευχάριστα και όμορφα. Αυτό μας είχε συγκλονίσει όλους και τότε ο γέροντας είπε: «Μπορείτε να έρθετε εδώ, αν θέλετε να δείτε τη ζωή μας από μέσα». Και έτσι πήραμε την απόφαση με έναν ιεροδιάκονο, τον πατέρα Σιλουανό, να πάμε εκεί για έξι μήνες. Πήγαμε, ζήσαμε, και από τότε προσπαθώ στη ζωή μου κάθε χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, να πηγαίνω στο μοναστήρι και να μένω εκεί για έξι περίπου βδομάδες. Εκτός από αυτό, κάνω και άλλα ταξίδια στη διάρκεια του χρόνου. Δηλαδή, το ένα τέταρτο του έτους το περνάω στο μοναστήρι, λες και είναι το σπίτι μου. Ο Γέροντας Γρηγόριος έλεγε: «Ελάτε σαν στο σπίτι σας». Και όσοι και να μιλάνε για το Δοχειάρι, όλοι με μια φωνή λένε: «Στο Άγιο Όρος είναι πολύ καλά, αλλά στο Δοχειάρι είναι σαν στο σπίτι σου». Δεν ξέρω γιατί είναι έτσι. Πάντως, ο γέροντας Γρηγόριος πάντα έλεγε: «Ελάτε, σαν στο σπίτι σας». Και το άλλο: «Ελάτε, όπως στον παππού σας». Και έτσι, από το 2005 μέχρι και σήμερα, με το έλεος του Θεού, περνάω το ένα τέταρτο της χρονιάς με αυτή την αδελφότητα.
Η σκέψη για την ταινία γεννήθηκε μετά από λίγα χρόνια επικοινωνίας με την αδελφότητα. Ίσως, λόγω της ατμόσφαιρας, που επικρατούσε στο μοναστήρι, εγώ θα την χαρακτήριζα ως ατμόσφαιρα θυσίας. Να μη ζεις για τον εαυτό σου, να αποφεύγεις τους εγωισμούς, να υπηρετείς τον πλησίον. Ο γέροντας Γρηγόριος έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν να επιδιώκεις πνευματικά ύψη, αν δεν έχεις θυσιάσει τον εαυτό σου στον Θεό, μέσω του πλησίον, μέσω του αδελφού σου. Θυσίασε σε αυτόν το χρόνο σου, το χώρο σου, τις δυνάμεις σου, δώσ’ του τα τελευταία σου ρούχα, δώσε στον αδελφό σου όλη την άνεσή σου. Στην ταινία ακούγεται το συγκλονιστικό ότι ο μοναχός προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Θεό. Πριν γίνει η κουρά, ο ιερέας διαβάζει προσευχή στην οποία απευθύνεται στον Θεό και λέει: «Πρόσδεξαι τον δούλον Σου, τον απολιπόντα τας κοσμικάς επιθυμίας, και εαυτόν προσενέγκαντα σοι τω Δεσπότη, θυσίαν ζώσαν».
Γι’ αυτό, μετά από μερικά χρόνια, μου γεννήθηκε η επιθυμία να τα αποτυπώσω όλα αυτά. Βιβλία δεν ξέρω να γράφω, και μου ήρθε η ιδέα να γυρίσω ταινία. Στο σινεμά ο θεατής ανησυχεί για τον πρωταγωνιστή, βυθίζεται πολύ βαθιά στην πλοκή, στις εικόνες και στα βιώματα των ηρώων της ταινίας. Αυτή η σκέψη μου δημιουργήθηκε κάπου το 2007 ή το 2008. Όμως, μέχρι το 2014, ο γέροντας Γρηγόριος δεν ευλογούσε τα γυρίσματα, επειδή ήταν άνθρωπος για τον οποίον λένε ότι τρέχει μακριά από τη δόξα. Χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη σεμνότητα και ταπεινότητα, όπως επίσης και ακεραιότητα: το «ναι» του ήταν πάντα «ναι» και το «όχι» του πάντα ήταν «όχι». Αν τον ρωτάς και ακούς «όχι», δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τον πείσεις, είναι «όχι»! Και για την ταινία ο γέροντας Γρηγόριος έλεγε: «όχι, όχι, όχι». Το 2014 με ρώτησε: «Τελικά, για ποιο πράγμα θέλεις να κάνεις την ταινία, μίλησέ μου πιο αναλυτικά». Του είπα: «Γέροντα, η ταινία δεν είναι για σας, θέλω να δείξω την ατμόσφαιρα του μοναστηριού, για να την σώσουμε για τις επόμενες γενιές. Επειδή αυτό που συμβαίνει στο μοναστήρι μου θυμίζει το Γεροντικό της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Ο καθένας έχει το χαρακτηριστικό του όνομα, για παράδειγμα: ο Όσιος Αρσένιος ο λάτρης της εργασίας, ο Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός κτλ.». Όταν έζησα για έξι μήνες στο Δοχειάρι, με είχε συγκλονίσει το γεγονός ότι ήμουν σε θέση να διακρίνω το χαρακτηριστικό του κάθε μοναχού. Και του είπα ότι θέλω να σώσω το χρονικό του μοναστηριού, ώστε μέσω του κινηματογράφου να διαφυλάξω την ατμόσφαιρα του Δοχειαρίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τώρα, με τον γέροντα. Μου λέει: «Γιατί, μετά θα έχει άλλη ατμόσφαιρα;». Του απαντώ: «Δε λέμε ότι θα είναι χειρότερα ή καλύτερα, απλά θέλουμε να την αποτυπώσουμε, να απεικονίσουμε την ιστορική τομή, που είναι ιδιαίτερη τώρα χάρη σε σας. Μετά, μπορεί να είναι καλύτερη η ατμόσφαιρα από τώρα. Θέλουμε, όμως, να αποτυπώσουμε αυτή την ιστορική τομή». Και τότε μου έδωσε το πράσινο φως.
Και να, την άνοιξη του 2015, πήγαμε με την κάμερα. Η αποστολή μας αποτελούνταν από δύο άτομα. Είχα πάρει ευλογία για μια τελείως άλλη σύνθεση της ομάδας για τα γυρίσματα, για άλλα άτομα. Ήταν σύμφωνοι, υπήρχαν χρήματα, προϋπολογισμός, δυνατότητες. Όμως, σε όλη αυτή τη διαδικασία ηγούνταν ο Κύριος. Μπορώ σχεδόν κάθε μέρα να διηγούμαι ιστορίες για το πώς ο Κύριος αφαιρούσε κάποιον από το πρότζεκτ για να βάλει σε αυτό κάποιον άλλον. Το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι κάποιοι από τους ανθρώπους, που πήραν μέρος στο πρότζεκτ, δεν είχαν καμία σχέση με την Ορθοδοξία και δεν είχαν ποτέ πατήσει ούτε το κατώφλι της εκκλησίας.
Ωστόσο, τελικά, όλα έγιναν αλλιώς. Δεν υπήρχε προϋπολογισμός. Καθόλου. Αυτοί που είχαν προβλεφθεί να συμμετάσχουν στην παραγωγή της ταινίας, για άγνωστους λόγους άλλαξαν γνώμη. Τελικά, η ομάδα για τα γυρίσματα αποτελούνταν από δύο άτομα: εμένα ως παραγωγό και τον Αλέξανδρο Ζαπορόσενκο ως εικονολήπτη. Ο Αλέξανδρος, τότε, δεν φανταζόταν ακόμα ότι θα είναι τελικά ο σκηνοθέτης. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε απλά με το να πάμε εκεί και να κάνουμε γυρίσματα. Ο Αλέξανδρος, εκείνο τον καιρό, άρχισε να ψάχνει δυνατότητες να βιντεοσκοπεί στο Άγιο Όρος. Είναι πολύ ταλαντούχος άνθρωπος, ωραίος εικονολήπτης, κι εγώ ήδη ήξερα τα έργα του ως εικονολήπτη. Είχε γυρίσει μια ταινία για τα παιδιά της Οδησσού, που ζουν σε υπόγεια και παίρνουν διάφορες βλαβερές ουσίες. Δηλαδή, μια ταινία που δείχνει την πανάθλια ζωή παιδιών του περιθωρίου. Θυμάμαι, όταν έβλεπα αυτή την ταινία, είχα σκεφτεί ότι αφού μπόρεσε να ζει εκεί, ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά και να βιντεοσκοπεί, τότε θα έβρισκε και κοινή γλώσσα με τους μοναχούς. Μου είχε αρέσει πολύ ο τρόπος που κινείται η κάμερά του, τι εικόνες παίρνει, πώς τα νιώθει όλα. Ο Αλέξανδρος είναι πολύ διακριτικός άνθρωπος στη διάρκεια των γυρισμάτων, εμπνέει τους ανθρώπους, τους οποίους βιντεοσκοπεί. Αυτό είναι τέλειο!
Και να που με ρωτάει, πώς μπορεί να οργανώσει γυρίσματα στο Άγιο Όρος; Του λέω: «Σχεδίαζα να κάνω γυρίσματα στο Δοχειάρι. Όμως, έχει αλλάξει η κατάσταση και τώρα δεν υπάρχει κάποιος να το κάνει. Λέω να πάμε μαζί». Με ρωτάει: «Και ο σκηνοθέτης;». Του λέω: «Έλα να κάνουμε τα πρώτα γυρίσματα, και εκεί να αποφασίσουμε». Πήγαμε μαζί, πριν το Πάσχα του 2015, και άρχισε να κάνει γυρίσματα. Βεβαίως, αντιστεκόταν: «Έλα να ψάξουμε σκηνοθέτη. Εδώ έχει συγκλονιστικό υλικό». Όμως, του είπα: «Εσύ θα είσαι σκηνοθέτης». Μου αντιλέγει: «Είναι αδύνατον, και αν δεν καταφέρω κάτι;». Του λέω: «Ξέρεις, δεν έχουμε προϋπολογισμό». Ο προϋπολογισμός για κάθε μας αποστολή μαζευόταν «φασούλι το φασούλι». Η ταινία μας ήταν όπως και ο ναός που κτίζεται τούβλο-τούβλο. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν στην ταινία μας, κάποιοι με την προσευχή, κάποιοι με τον καλό λόγο, κάποιος πλήρωνε τα εισιτήρια, άλλος βοήθησε οικονομικά. Όλα αυτά, απολύτως όλα, ήταν θέλημα του Θεού. Και για την κάθε μας αποστολή ετοιμαζόμασταν έτσι, «λίγο-λίγο». Του έλεγα του Αλεξάνδρου: «Ξέρεις, δεν χρωστάμε σε κανέναν τίποτα, οπότε μπορείς να δοκιμάσεις να είσαι ο σκηνοθέτης. Κανένας δε θα μας ζητήσει λογαριασμό. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουμε αποτέλεσμα. Όμως, δε βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου κάποιος να μας έχει διαθέσει προϋπολογισμό και εσύ να πρέπει να βγάλεις κάτι στις μεγάλες οθόνες, να μαζέψεις χρήματα και να επιστρέψεις την πίστωση».
Μετά, ακολούθησε η δεύτερη αποστολή, μακράς διάρκειας, για ενάμισι μήνα. Εγώ συνέχιζα να πηγαίνω με τον ρυθμό μου, και ο Αλέξανδρος έβρισκε ευκαιρίες για να έρχεται μαζί μου. Μια φορά, πήγε μόνος του. Ήταν Χριστούγεννα και εγώ δεν μπορούσα να αφήσω την ενορία μου. Και να, μετά το δεύτερο ταξίδι, αποφάσισε να δοκιμάσει να σκηνοθετήσει την ταινία. Έτσι, στο τρίτο ταξίδι πήγε χωρίς κάμερα.
Η αδελφότητα ανταποκρίθηκε στα γυρίσματα με υπακοή στο γέροντά της. Καμιά φορά συμβαίνει ώστε παρά την ευλογία που δίνεται, οι μοναχοί με κάθε τρόπο αποφεύγουν τα γυρίσματα, φεύγουν, κρύβονται. Εδώ ήταν θαύμα που οι άνθρωποι, τους οποίους ήξερα ήδη δέκα χρόνια και που ποτέ δε φωτογραφίζονταν μαζί μου ούτε για μια απλή φωτογραφία, ήταν πλήρως δοσμένοι στη διαδικασία των γυρισμάτων. Τέτοιο σεβασμό στον γέροντα, όπως στο Δοχειάρι, δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού. Η απόλυτη υπακοή τους ήταν κτισμένη πάνω στην άπειρη αγάπη προς τον πατέρα τους. Ας πούμε, φυτεύουν δέντρο. Τους λέω: «Αφού είναι πάνω στο μονοπάτι, γιατί χρειάζεται εδώ δέντρο;». Μου απαντάνε: «Έτσι θέλει ο γέροντας». Λέω: «Πώς και έτσι, δεν μπορούσατε να του το πείτε;». Και η απάντηση: «Όχι, δεν μπορούσαμε. Το θέλει έτσι, δεν μπορούσαμε να τον στεναχωρήσουμε». Είναι συγκλονιστικό. Αυτό το έλεγαν ηλικιωμένοι άνθρωποι. Ο γέροντας είναι 75 χρονών και αυτοί είναι 60. Είχαν ζήσει μαζί του όλη τους τη ζωή, από την ηλικία των 12 ετών.
Στην τρίτη αποστολή, ο Ζαπορόσενκο είχε πάει χωρίς κάμερα, ακριβώς, επειδή έψαχνε για ποιο πράγμα θα μιλούσε, πώς θα μιλούσε, τι έπρεπε να δείξει, πώς να το μεταφέρει, με ποιο «κλειδί» να το καταφέρει. Αυτό τους είχε συγκλονίσει όλους. Συνολικά, είχαν γίνει μέχρι δέκα αποστολές. Όλες διαφορετικής διάρκειας, αλλά καμιά λιγότερο από δύο βδομάδες. Στη διάρκεια όλων των αποστολών ζούσα στο ρυθμό του μοναστηριού, ως συνήθως, και βοηθούσα όσο μπορούσα: διοργάνωνα τα γυρίσματα, έψαχνα χρήματα, βοηθούσα στη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι να φέρω, κάτι να δώσω. Σχεδόν, σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Αλέξανδρος Ζαπορόσενκο προσπαθούσε να ζει την ίδια ζωή με τους μοναχούς. Για παράδειγμα, να ξαπλώνει την ίδια ώρα μαζί τους, αν και δεν ήταν πάντοτε εφικτό, γιατί έπρεπε να φορτώσει το υλικό, να φορτίσει τις μπαταρίες, να ετοιμαστεί για τα γυρίσματα της επόμενης μέρας. Προσπαθούσε να σηκώνεται μαζί με τους μοναχούς, ακόμα και να κάνει τον μοναχικό κανόνα, να πηγαίνει στις ακολουθίες μαζί τους, να πηγαίνει στις διάφορες εργασίες. Ο Ζαπορόσενκο δεν έτρεχε πάντα με την κάμερα στα χέρια. Καμιά φορά έτρεχε με το καρότσι γεμάτο τσιμέντο. Αυτό το βλέπουμε και στην ταινία. Υπήρχαν διάφορα στιγμιότυπα: πλησιάζει π.χ. τους μοναχούς και ρωτάει: «Μπορώ να βιντεοσκοπήσω;». Επειδή, μερικές φορές έπρεπε και να ρωτάει. Άλλοτε, για παράδειγμα, αυτοί να καθαρίζουν ένα μεγάλο ψάρι. Και ο Αλέξανδρος να τους ρωτάει: «Πάτερ Θεόκτιστε, μπορώ να βιντεοσκοπήσω;». Και εκείνος να του λέει: «Μπορείς, αφού πρώτα καθαρίσεις δύο ψάρια». Και τα ψάρια εκεί είναι τεράστια, ζυγίζουν μέχρι και είκοσι κιλά, παγωμένα σαν πέτρες, και η ξύστρα, επίσης, τεράστια. Ο Αλέξανδρος σήκωσε τα μανίκια, καθάρισε τα δύο ψάρια. Τέτοια πράγματα συνέβαιναν και έτσι γινόταν ο δικός τους άνθρωπος μέσα στην αδελφότητα.
Από την αρχή ψάχναμε το «κλειδί» για την ταινία μας. Εγώ εξήγησα στον Αλέξανδρο τις απαιτήσεις για την μελλοντική ταινία, αυτές που έβλεπα τότε. Μια από αυτές ήταν ότι η ταινία πρέπει να σέβεται το χώρο του θεατή, να του παραχωρεί ελευθερία. Δεν πρέπει να επιβάλλουμε κάτι. Είναι εκείνη η ατμόσφαιρα, η οποία υπάρχει σε όλες τις εκφάνσεις της στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Εκεί οι μοναχοί προσεγγίζουν πολύ προσεκτικά το χώρο - και τον φυσικό, και τον ψυχικό, και τον πνευματικό - του άλλου ανθρώπου, μοναχού, επισκέπτη, προσκυνητή, που βρίσκεται δίπλα τους. Αυτό είναι κάτι που με γοητεύει πολύ από τότε που τους γνώρισα. Όλα αυτά τα χρόνια δε με εγκατέλειπε η αίσθηση ότι, επικοινωνώντας μαζί σου, οι μοναχοί του Δοχειαρίου είναι σαν να σε κρατάνε στα χέρια τους. Παρόλο που είσαι μεγάλος, ο άνθρωπος βάζει τα χεράκια του και εσύ κάθεσαι ή στέκεσαι εκεί ακριβώς στα χεράκια του. Είπα στον Αλέξανδρο ότι η ταινία μας πρέπει να μεταφέρει αυτόν τον σεβασμό στην ελευθερία του άλλου. Δεν πρέπει να επιβάλλουμε κάτι. Έτσι, αποφασίσαμε ότι πρέπει να σωπαίνουμε σε αυτή την ταινία. Απλώς πρέπει να μοιραστούμε με τον θεατή αυτά που είδαμε οι ίδιοι.
Θυμάστε τη Σαμαρείτιδα; Δεν είχε πάει στην πόλη έτσι όπως συχνά κάνουμε εμείς: τραβάμε μπαμπά, μαμά, παιδιά ή αδέρφια ή φίλους από τη δουλειά και τους λέμε ότι πρέπει να πηγαίνουν στην εκκλησία, πρέπει να διαβάζουν αυτά κι αυτά, να πιστεύουν. Η Σαμαρείτιδα έπραξε διαφορετικά. Πήγε στους κατοίκους της πόλης και είπε: «Συνάντησα Εκείνον που μου μίλησε και μου τα είπε όλα για μένα». Αυτή ήταν η μετάνοιά της μπροστά στην πόλη, ομολόγησε ότι είχε έξι άντρες, ο έκτος ήταν εκείνος που ζούσε μαζί του. «Πηγαίνετε, δέστε, μήπως είναι ο Χριστός;» Αυτή ήδη πίστευε ότι ήταν ο Χριστός. Όμως, πρότεινε σε αυτούς να βιώσουν οι ίδιοι την εμπειρία της συνάντησης με τον Χριστό, όπως την είχε βιώσει η ίδια. Γι’ αυτό, αποφασίσαμε ότι ο θεατής πρέπει ο ίδιος να συναντηθεί με τους ήρωες. Εμείς δεν επιβάλλουμε τίποτα.
Για ποιο λόγο κάναμε αυτή την ταινία; Απλώς, δεν μπορούσαμε να μην μοιραστούμε όλα αυτά που είχαμε δει. Γιατί, τελικά, υπάρχει αυτή μας η ταινία; Από όσο κατάλαβα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ταινία επαναφέρει την ελπίδα και δίνει δυνάμεις σε πολλούς ανθρώπους να προχωρούν παραπέρα. Σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους διάφορα προβλήματα: οικονομικά, ψυχολογικά κτλ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα έλεγα, ότι το βασικό είναι η προδοσία. Είναι αυτό, μάλλον, που περνάει σαν μαχαίρι μέσα στην όλη ανθρώπινη ζωή, μέσα στην κοινωνία. Και προδοσία δεν είναι το να προδίδουν εσένα. Προδοσία είναι όταν εσύ προδίδεις με διάφορους τρόπους και σε διάφορα πεδία κάποιον. Μικρή προδοσία ή μεγάλη. Όταν δεν κρατάς το λόγο σου και προδίδεις κάποιον.
Στο Κίεβο, η προβολή της ταινίας γίνεται σε έξι κινηματογράφους. Αρχίζουν προβολές και σε άλλες πόλεις. Είναι πολύ δύσκολο να προωθείς ένα τέτοιο πρότζεκτ, να καταφέρεις ώστε να βγει σε μεγάλες οθόνες. Μάλλον, αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά. Δε θυμάμαι να είχε βγει στις χώρες μας ένα ντοκιμαντέρ με τέτοιο περιεχόμενο στις οθόνες των κινηματογράφων. Όμως, ο αριθμός των κριτικών εντυπωσιάζει. Πολύ συχνά ακούω ότι άνθρωποι ήταν σε δύσκολη θέση, καμιά φορά και σε πλήρη σύγχυση. Μετά την ταινία, όμως, βρέθηκαν σε τελείως διαφορετική κατάσταση, καθώς έβρισκαν απαντήσεις σε δικά τους σημαντικά ζητήματα, τα οποία τους φαίνονταν ότι δεν μπορούν να λυθούν, ότι η κατάσταση ήταν χωρίς διέξοδο.
– Μου φαίνεται, ότι δημιουργήσατε την ταινία στην πιο κατάλληλη εποχή, επειδή τώρα ζούμε σε πολύ δύσκολους καιρούς. Αυτή η εποχή διαφέρει επίσης με το ότι πολλές λέξεις έχασαν την αληθινή τους σημασία. Μιλάμε, πλέον, πάρα πολύ και οι άνθρωποι δε μας ακούν. Ακριβέστερα, δε θέλουν να μας ακούν, επειδή δεν πιστεύουν, πλέον, στα λόγια.
Μια φορά είχαμε πάει με έναν φίλο μου, τον Αλέξανδρο Σολουϊάνοβ, τον Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης (Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα ανώτατο παράσημο ανδραγαθίας – σημ.μεταφρ.), και ακόμα έναν παππούλη, τον πατέρα Βίκτωρα, στον πνευματικό μου πατέρα, τον Αρχιμανδρίτη Κύριλλο (Πάβλοβ), τότε που ζούσε ακόμα. Ο πατήρ Βίκτωρ ρώτησε: «Για ποιο πράγμα πρέπει να μιλάμε στους άπιστους ανθρώπους;». Ο παππούλης Κύριλλος απάντησε πολύ απλά: «Για τη συνείδηση πρέπει να μιλάμε, μια και τη συνείδηση ο καθένας την έχει». Όμως, τώρα, είναι τέτοια η εποχή που όλοι μας δεν τα έχουμε και πολύ καλά με τη συνείδησή μας. Και όταν ο παππούλης κοιμήθηκε, στο σαρανταήμερο μνημόσυνό του, ο καθηγούμενος της Λαύρας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου ο αρχιεπίσκοπος Θεογνώστης είπε: «Ο παππούλης ζούσε έτσι όπως μιλούσε. Άραγε, πολλοί από μας μπορούν να καυχηθούν για το ίδιο;»
– Συμφωνώ. Είναι πολύ σημαντικό να μην απέχουν τα λόγια μας από τις πράξεις μας. Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο Χριστός μίλαγε ως έχων εξουσία. Λοιπόν, ο γέροντας Γρηγόριος χρησιμοποιούσε τα λόγια του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πάντα μιλούσε καταφατικά, με την έννοια ότι είχε κάνει κτήμα το λόγο, έμπαινε στο βάθος του, στο περιεχόμενό του. Στην ταινία αυτό φαίνεται πολύ καλά: στη μορφή του, στα μάτια του, στα αισθήματά του. Παρεμπιπτόντως, αποφύγαμε να μεταγλωττίσουμε την ταινία έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να ακούει τη συναισθηματική φόρτιση, γι’ αυτό και η μετάφραση δίνεται με υπότιτλους. Είχαμε προσπαθήσει να μεταγλωττίσουμε την ταινία, όμως αυτό τα σκότωνε όλα, όταν δεν άκουγες το συναίσθημα που συνόδευε το λόγο.
Στο Δοχειάρι κανένας δεν αναμετριέται με μικρά πράγματα. Πώς λειτουργεί ο Θεός με μας; Η ανθρωπότητα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, προδίδει τον Θεό, και ο Θεός αναμετριέται με την ανθρωπότητα τόσο που στέλνει τον Υιό Του Τον Μονογενή, ο Οποίος πεθαίνει για μας στον σταυρό. Ο Θεός δεν είναι μίζερος, δεν ανακατεύεται σε ασήμαντες διενέξεις. Ο γέροντας είχε πολύ ωραίο λόγο: προχώρα. Όποιος και να έπεφτε, όποιος και να ερχόταν αναστατωμένος, ο γέροντας έλεγε: «Άφησέ το. Προχώρα παραπέρα». Ο άνθρωπος πήγαινε σε αυτόν σε σύγχυση, επειδή είχε αμαρτήσει. Ο γέροντας του έλεγε: «Σήκω. Μπόρεσες να αμαρτήσεις – σήκω. Προχώρα παραπέρα».
Και ακόμα μια εκπληκτική χαρακτηριστική πτυχή. Όπου και να εμφανιζόταν ο γέροντας, τα πάντα αμέσως ζωντάνευαν: σπέρνονταν πράσινα χόρτα, το χώμα σκαβόταν, γινόταν καθαριότητα. Ο γέροντας σήκωνε τα μανίκια και ήταν πάντοτε μπροστά από όλους. Ο γέροντας, όταν είχε δυνάμεις, έβγαινε από το μοναστήρι νωρίτερα από όλους για τις δουλειές και επέστρεφε πιο αργά από όλους.
Καναρίνια εμφανίζονταν στο μοναστήρι, ένας παπαγάλος που μίλαγε, γαϊδουράκι, ένα ελαφάκι που το είχαν βρει στο δάσος. Εμφανίζονταν σκυλάκια, γατάκια. Αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή. Δεν έχω δει άλλον άνθρωπο που να χαίρεται τόσο πολύ τη δημιουργία του Θεού. Και ιδιαίτερα, βεβαίως, ήταν συγκλονιστικό κάθε φορά που μπροστά του εμφανιζόταν άνθρωπος. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν και τι ρούχα φορούσε, ο γέροντας του φερόταν με τόση αγάπη, που δεν βρίσκω λόγια για να το περιγράψω.
Σεβόταν πολύ τον χώρο του άλλου. Ποτέ δεν έδινε διαταγές σε κανέναν. Πάντα μίλαγε με τον άνθρωπο έτσι ώστε την όποια απόφαση να την παίρνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αγαπούσε να μιλάει με παροιμίες. Μπορούσε με εκπληκτική ακρίβεια να μιλήσει για έναν άνθρωπο, ακόμα και όταν δεν τον γνώριζε. Όμως, πάντα αυτό έπαιρνε τέτοια μορφή ώστε κανένας να μην καταλάβει ότι στην πραγματικότητα έβλεπε την εσωτερική ουσία του ανθρώπου. Ο γέροντας ποτέ δεν έχανε ελπίδα για τη διόρθωση του άλλου. Όμως, μιλούσε έτσι ώστε ο άνθρωπος ο ίδιος να παίρνει τις αποφάσεις, να μην τον «τσακίζει» προκειμένου να κάνει κάτι.
– Μάλλον, αυτό είναι γενικώς το χαρακτηριστικό των γερόντων. Τώρα δα θυμήθηκα την πρώτη μου συνάντηση με τον Αρχιμανδρίτη Κύριλλο. Είχα κάνει ένα σορό από διάφορους πνευματικούς πειραματισμούς, ώσπου αποφάσισα τελικά να πάω και να τον συμβουλευτώ. Δεν έχω να κρύψω κάτι. Είχα γνωρίσει, για παράδειγμα, τον Σβιατοσλάβ Ρέριχ και είχα πάει στην Ινδία να τον βρω και του είχα φέρει αγιασμό. Δεν έβλεπα στις πράξεις του τίποτα το επικριτικό. Ένας γνωστός μου τότε μού είχε πει: «Εσύ, Ανδρέα, πλανιέσαι, πρέπει οπωσδήποτε να πας σε γέροντα». Τότε για μένα, η έννοια του γέροντα ήταν ασυνήθιστη. Τού λέω: «Πού να τον βρω;». Και έτσι εκείνος κανόνισε συνάντηση με τον Αρχιμανδρίτη Κύριλλο. Πήγα, λοιπόν, στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου. Και τι μου πρότεινε ο παππούλης σε όλες τις ερωτήσεις μου; Δεν άρχισε να μου μιλάει για αίρεση, ή να μου λέει ότι πρόκειται για κάτι άσχημο. Μου είπε απλά: «Να το αναβάλεις». Και το ανέβαλα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Επίσης, μού είπε: «Τώρα, Ανδρέα, πρέπει να υπερασπιζόμαστε την ορθόδοξη πίστη μας και να προστατεύουμε την ορθόδοξη χώρα μας».
– Ένας παππούλης πήγε στο Άγιο Όρος, πέρασε στο Δοχειάρι κάμποσες μέρες και ευτύχησε να πάρει μέρος με την αδελφότητα στο ψάρεμα. Η είσοδος στο γέροντα Γρηγόριο ήταν απόλυτα ελεύθερη τα βράδια. Όλοι μαζεύονταν στο δωμάτιο του πατέρα, στο ηγουμενείο. Όλη η επικοινωνία στο Δοχειάρι γίνεται στο ηγουμενείο. Στα κελιά δεν μπαίνουν καθόλου. Και οι προσκυνητές μπορούν να πηγαίνουν στο ηγουμενείο το βράδυ. Και ο συγκεκριμένος παππούλης από το Κίεβο μπήκε και αυτός και λέει: «Γέροντα, ήταν τόσο θαυμάσιο το ψάρεμα και ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση σήμερα!». Ο γέροντας απαντάει: «Έλα, να έρχεσαι, να ψαρεύεις όσο θέλεις».
Εγώ αυτήν την κατάσταση την γνώριζα ήδη. Με παίρνει τηλέφωνο ο Σεβασμιώτατος Ιωνάς και μού λέει: «Θα σε πάρει ο πατήρ Αλέξανδρος, πρόκειται να πάει για ψάρεμα στο Δοχειάρι και θα σου ζητήσει να τον βοηθήσεις για να επιλύσει κάποια οργανωτικά ζητήματα. Σε παρακαλώ, μην του πεις τι είδος ψάρεμα τον περιμένει εκεί. Η εμπειρία να είναι δική του. Μην του χαλάς το αφήγημα, ας θεωρεί ότι πάει για ψάρεμα». Με παίρνει ο πατήρ Αλέξανδρος: «Αποφάσισα να πάω για ψάρεμα για τρείς βδομάδες, μια και ο γέροντας μου είχε πει να έρχομαι και να ψαρεύω όσο θέλω». Πήγε. Πρώτη μέρα μαζί με όλη την αδελφότητα – μπετό, δεύτερη μέρα – μπετό, τρίτη μέρα – μπετό. Το βράδυ η αδελφότητα τού λέει: «Τώρα πηγαίνουμε για ψάρεμα». Και αυτός απαντάει: «Πού, ποιο ψάρεμα! Δεν μπορώ, τα πόδια μου λυγίζουν!». Εκεί το ψάρεμα είναι κάτι πρόσθετο και δεν είναι ξεχωριστό διακόνημα.
Έτσι πήγε στο Δοχειάρι. Βεβαίως, δεν έμεινε εκεί για τρείς βδομάδες, καθώς, μετά από δέκα μέρες, επέστρεψε. Ψάρεψε, αλλά η υπόθεση είχε μαζί και μπετό. Αν μιλήσουμε για το αποτέλεσμα, βεβαίως, ο παππούλης ήταν πολύ ευτυχισμένος. Όμως, επρόκειτο για μια περίπτωση όπου ο αληθινός ψαράς δεν ήταν ο παππούλης αλλά ο γέροντας Γρηγόριος. Αυτός είχε σαγηνέψει την ψυχή του παππούλη μια και του χρειαζόταν να μείνει στο Άγιο Όρος για κάμποσο καιρό. Δεν είχε πάει ως απλός προσκυνητής ή τουρίστας, που μετακινείται γρήγορα, βλέπει πολλά αλλά δεν τα εσωτερικεύει και έτσι δε συμμετέχει καθόλου στην εσωτερική ζωή των μοναχών.
– Και εγώ έχω παρατηρήσει αυτή την κατάσταση με τους προσκυνητές, που επιδιώκουν ακριβώς αυτό, να τα επισκέπτονται όλα και να κερδίζουν δήθεν από αυτό που κάνουν περισσότερα. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Είχα μια εκτενή συζήτηση με έναν νεαρό πάνω σε αυτό το θέμα. Είχα καταλάβει ότι ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε διαδικασίες αναζήτησης της αλήθειας. Δυστυχώς, πολλοί προσκυνητές ακολουθούν τον δρόμο του τουρισμού. Πνευματικού τουρισμού ή απλά τουρισμού, όπως θέλετε πείτε το. Έχει γίνει της μόδας τελευταία να πηγαίνουν στο Άγιο Όρος και να φέρνουν από κει πολλές εικόνες. Όμως, πολλοί άνθρωποι, μόλις κατεβαίνουν τη σκάλα του αεροπλάνου, βυθίζονται ξανά στην προηγούμενη ζωή τους, συχνά, χωρίς να επεξεργάζονται τις εμπειρίες τους, ιδιαίτερα από πνευματική άποψη. Όσοι, μετά την επιστροφή τους, αναλύουν την πνευματική εμπειρία του Αγίου Όρους και δε βυθίζονται ολοκληρωτικά στην κοσμική ματαιότητα, μου φαίνεται, ότι πνευματικά ωφελούνται πολύ.
Στο Δοχειάρι έχω πάει δύο φορές, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, για να προσκυνήσω το κειμήλιο, δηλαδή την εικόνα της «Γοργοϋπηκόου». Δυστυχώς, δεν κατάφερα να συνομιλήσω με τον γέροντα. Μόνο τον έβλεπα να περπατάει στην αυλή με τα σκυλάκια του να τρέχουν δίπλα του. Την τελευταία φορά κατάλαβα πού είναι η θέση μου. Όταν φτάνω στο Άγιο Όρος, σχεδόν όλο τον καιρό βρίσκομαι στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονα. Βεβαίως, κάνω σύντομες επισκέψεις και σε άλλα μοναστήρια, όμως για μένα τα βασικά τα αποκομίζω εκεί, όπως και στη σκήτη Κρούμιτσα, στον αγαπημένο μου πατέρα Νικόλαο Γκενεράλοβ.
– Γνωριστήκαμε με τον πατέρα Νικόλαο Γκενεράλοβ, όταν είχα πάει στο Δοχειάρι όπου και έμεινα για έξι μήνες. Ήταν άνοιξη του 2007, όταν ο ίδιος ζούσε στην σκήτη Ξυλουργού. Με ρωτάει: «Από πού είσαι, πού μένεις, με τι ασχολείσαι;». Απαντάω: «Μένω στο Δοχειάρι, ήρθα να μείνω και να δω τη ζωή εδώ». Μού λέει: «Να ευχαριστείς τον Θεό, που ο Κύριος σε γνώρισε ιδιαίτερα με τον γέροντα Γρηγόριο και ότι βρέθηκες εκεί. Σέβομαι πολύ τον γέροντα. Ας πούμε, βλέπεις κάποιον που έχει έρθει στο Άγιο Όρος, και που φαίνεται ότι δεν είναι στα καλά του. Βλέπεις να πηγαίνει από ένα μοναστήρι στο άλλο, να ξεκινάει από το Δοχειάρι που είναι το πρώτο μοναστήρι στο δρόμο. Κάνει τον κύκλο. Θέλει να μείνει κάπου σε μοναστήρι, αλλά δεν τον δέχονται. Και να’ τος: είναι μοναχός στο Δοχειάρι. Έναν τέτοιο άνθρωπο δεν τον δέχονταν εύκολα, επειδή συνήθως δέχονται επιτυχημένους, δυνατούς, ικανούς, με ταλέντα και χαρίσματα. Αλλά από έναν τόσο απλό άνθρωπο τι να περιμένεις; Οποιοδήποτε μοναστήρι προσέχει, έτσι κι αλλιώς, την προσωπικότητα, ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα με τον χαρακτήρα του. Με αυτόν όμως τον άνθρωπο χρειαζόταν πολύς κόπος, από όλες τις απόψεις. Και να΄τος, είναι μοναχός στο Δοχειάρι». Και αυτό δε συνέβη μόνο μια φορά. Ο γέροντας δεν έδιωχνε ποτέ κανέναν, επειδή θεωρούσε ότι είναι η Υπεραγία Θεοτόκος που φέρνει τους ανθρώπους σε αυτόν, «Τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω», όπως λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο.
Για να καταλάβουμε καλύτερα, πώς ο γέροντας επικοινωνούσε και πώς άλλαζε τους ανθρώπους, θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια φορά, εμφανίζεται μπροστά του ένας άνθρωπος ονόματι Αλέξιος. Τότε ήμουν παρών. Είχε μακριά ξέπλεκα μαλλιά μέχρι τους ώμους και γενειάδα. Συνήθως, σε έναν τέτοιο άνθρωπο λένε: «Μάζεψε τα μαλλιά». Όμως, ο γέροντας δεν είχε κάτι το σχεδιασμένο. Όσο τον ήξερα, δεν μπορούσες να μαντέψεις, τι θα άκουγε από αυτόν ο άνθρωπος. Ο γέροντας του παίρνει το χέρι και τού λέει: «Πώς σε λένε; Από πού είσαι;». Πρώτη φορά ερχόταν ο άνθρωπος στο Άγιο Όρος και στην ουσία ήταν ειδωλολάτρης.
Ο γέροντας συνεχίζει:
– Ποιοι είναι οι γονείς σου, τι ξέρεις να κάνεις, πού μένεις, έχετε λαχανόκηπο;
– Ναι, μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι με το λαχανόκηπο, να ανακατεύομαι με τη γη.
– Θεέ μου, και εγώ το αγαπώ. Πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο που αγαπάει να το κάνει. Τι επαγγέλλεσαι;
– Είμαι καθηγητής ζωγραφικής σε σχολείο.
– Ξέρεις να ζωγραφίζεις;
– Ξέρω, γέροντα, βεβαίως, όμως έχω πολύ καιρό να ασχοληθώ.
– Πώς και έχεις καιρό; Έλα να μας κάνεις τον πίνακα της Φοβεράς Κρίσεως.
– Ποιο πίνακα; Τι είναι αυτός;
– Κάνε έναν κοσμικό πίνακα.
– Γέροντα, έχω να πιάσω πινέλο για πολλά χρόνια.
– Δεν πειράζει, σε παρακαλώ πολύ, μπορείς να μας το κάνεις; Να μας ζωγραφίσεις έναν μεγάλο πίνακα.
– Πόσο μεγάλο;
– Ε, δεν ξέρω, περίπου δύο επί τρία μέτρα. Σκέψου εσύ.
– Και πώς;
– Σε μουσαμά.
– Τι να απεικονίζεται στον πίνακα;
– Σου δίνω πλήρη ελευθερία. Ό,τι θεωρήσεις απαραίτητο.
– Και για ποιο σκοπό τον θέλετε;
– Εκεί, στο κοιμητήριο στην εκκλησία έχει διάδρομο. Εκεί θα τον βάλουμε.
Λοιπόν, ο άνθρωπος επέστρεψε σπίτι του, αναγκάστηκε να αγοράσει μπογιές, πινέλα, να διαβάσει την Αποκάλυψη, να διαβάσει όλες τις ερμηνείες για αυτήν. Αυτός με έψαχνε και με ρωτούσε για όλα αυτά. Είμαστε πλέον φίλοι με αυτόν τον Αλέξιο. Τώρα δεν είναι μυστικό που πρόκειται για τον Αλέξιο Σιμονένκο από την Αγία Πετρούπολη.
Ζωγράφισε τον πίνακα. Και μέσα στο διάστημα που ζωγράφιζε τον πίνακα έγινε πιστός άνθρωπος, χριστιανός. Πήγε στο Άγιο Όρος, ίσως, μετά από δύο χρόνια. Έκτισε εκεί το εργαστήριο όπου μέχρι και σήμερα ζωγράφιζε. Και Ρώσοι ιερείς από τη Ρωσία άρχισαν να κάνουν παραγγελίες. Απόκτησε φίλους ανάμεσα στους κληρικούς. Όταν είχε πάει στο Άγιο Όρος με αυτήν την Φοβερά Κρίση, στο δικό του στιλ, έναν πολύ όμορφο πίνακα, αυτός άρεσε πολύ στο γέροντα. Θυμάμαι σαν τώρα, είχε κόσμο, και ο γέροντας τον ρωτάει: «Λοιπόν, άλλαξε η ζωή σου;» Και αυτός απαντάει: «Γέροντα, απολύτως. Σας ευχαριστώ πολύ!».
– Τώρα θυμάμαι και το εξής: κάποιες φορές είχα επισκεφτεί τον γέροντα Γαβριήλ από τις Καρυές και είχα συνομιλήσει μαζί του. Τον ρώτησα: «Πώς μπορούμε να επηρεάσουμε τους ανθρώπους; Με ποιες λέξεις;». Μου λέει: «Δεν μπορείς να επηρεάσεις. Μόνο με το παράδειγμά σου». Μου φαίνεται ότι, αν επιστρέψουμε τώρα στο θέμα της ταινίας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι ένα πάρα πολύ δυνατό έναυσμα για όποιον θα ήθελε να σκεφτεί τι του συμβαίνει, τι συμβαίνει στην οικογένειά του, γύρω του, τι συμβαίνει στην κοινωνία. Εμείς, ωστόσο, είμαστε έτοιμοι να επιπλήττουμε όλους ανεξαιρέτως τους άλλους, εκτός από τον εαυτό μας, φυσικά.
– Με αυτήν την ταινία όλα γίνονται σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο. Είναι ανεξήγητο. Έχω μια ιστορία που δείχνει την Πρόνοια του Θεού. Μου τηλεφωνεί ένας γνωστός Σεβασμιώτατος και μού λέει: «Πότε μπορούμε να δούμε την ταινία;». Τότε, ήδη, η ταινία είχε προβληθεί κεκλεισμένων των θυρών στο Κίεβο και στο Φεστιβάλ «Ποκρόβ», όπου απέσπασε το Μέγα βραβείο (Grand-Prix). Του απαντώ: «Σεβασμιώτατε, θα τα κανονίσει όλα ο Κύριος. Νομίζω, πάντως, σύντομα». Πέρασαν δύο βδομάδες, και συναντιόμαστε σε αεροπλάνο εντελώς τυχαία. Του λέω: «Σεβασμιώτατε, θέλετε να δείτε την ταινία;». Μου λέει: «Πώς;». Του λέω: «Έχω μαζί τον υπολογιστή μου». Και στη διάρκεια της πτήσης έβλεπε την ταινία. Βγαίνοντας από το αεροπλάνο μου λέει: «Ξέρεις, Αλέξανδρε, θα σου πω ειλικρινά. Τώρα επέστρεφα στο Κίεβο (ταξιδεύαμε από Ελλάδα) σε πλήρη σύγχυση, σε μεγάλη θολούρα. Αυτό το διάστημα αντιμετώπιζα ένα σοβαρό θέμα αρχών, πώς δηλαδή να συμπεριφερθώ, και δεν ήξερα την απάντηση. Έχω να κοιμηθώ πολλές νύχτες. Σε ευχαριστώ πολύ, επειδή τώρα δεν έχω μόνο καλή διάθεση, αλλά πήρα και την απάντηση και ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, πού να πάω, ποια απόφαση πρέπει να πάρω».
Πώς συμβαίνει αυτό; Αφού στην ταινία δεν έχει πολλά λόγια, δεν ακούγεται κάτι ιδιαίτερο. Η ταινία αρχίζει με τις λίγες φράσεις του γέροντα. Δεν υπάρχουν στημένα επεισόδια, δεν υπάρχουν γραμμένα λόγια. Όλο αυτό είναι ντοκουμέντο με την κυριολεκτική σημασία της λέξης.
Για τη λογοκρισία θα μιλήσω αργότερα. Λογοκριτές ήταν, πρώτα από όλα, η αδελφότητα. Δεν ωραιοποίησαν την ταινία, ούτε με άφησαν να περικόψω επεισόδια. Και όταν η ταινία ήταν έτοιμη, ο γέροντας αρχικά είχε ζητήσει από έναν μοναχό που καταλάβαινε από τέχνη, να τη δει. Ο γέροντας είχε πολύ κακή όραση κοντά στο τέλος των ημερών του. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, εκτός από περιγράμματα. Ο γέροντας άκουσε αυτόν τον μοναχό. Για κάμποσες ώρες του μιλούσε για την ταινία, του διηγούταν διάφορες λεπτομέρειες και περιστάσεις, που θα μπορούσαν να σκανδαλίσουν τους θεατές… Μετά από αυτό, ο γέροντας έδωσε το πράσινο φως για να την δει όλη η αδελφότητα. Βεβαίως, τη λογοκρισία του γέροντα την περάσαμε. Φοβόμασταν, ωστόσο, ότι η σύγκρουση που δείχνουμε στην ταινία, μπορεί να προκαλέσει ταραχή στην αδελφότητα. Παρά ταύτα, μετά την προβολή της ταινίας, κανένας δεν διατύπωσε κάποια παρατήρηση. Τους ρωτούσαμε:
– Αυτό δε σας σκανδαλίζει;
– Αφού έτσι ήταν.
– Και το άλλο δε σας ταράζει;
– Και αυτό έχει συμβεί.
– Και η ειλικρίνεια του γέροντα δεν ταράζει;
– Ο γέροντας ποτέ δεν κρύβονταν. Πάντα ήταν έτσι, όπως στο κελλί, πάντα ήταν ανοιχτός. Και αυτό είναι αλήθεια.
Αποδείχθηκαν παραγωγοί ντοκιμαντέρ με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Και να, χάρη σε αυτή την ειλικρίνεια και τιμιότητα, η ταινία δε βγήκε στιλιζαρισμένη και ωραιοποιημένη. Βάζαμε στο τραπέζι και τέτοια ζητήματα: το σεβασμό σε αυτούς που βιντεοσκοπούμε και το σεβασμό προς τους θεατές.
Τον γέροντα Γρηγόριο τον κατάλαβα πραγματικά μόνο μετά από δέκα χρόνια γνωριμίας μαζί του. Μέσα από τη συμπεριφορά του, τις πράξεις του, τον τρόπο ομιλίας του, τον τρόπο της προσευχής του έμπαινα στο βάθος της ψυχής του. Τον κατάλαβα μόνο όταν άκουσα τα λόγια με τα οποία αρχίζει η ταινία. Ας το αφήσουμε για το θεατή. Ας ακούσει ο ίδιος στην ταινία, περί τίνος πρόκειται. Μια και πρόκειται για κουβάλημα σταυρού. Ωστόσο, στη συνέχεια, ακούγεται κάτι πιο βαθύ, κάτι που για τον ίδιο το γέροντα είναι ο ευθύς δρόμος προς την Βασιλεία των Ουρανών. Κατάλαβα ότι αυτό ήταν το πιστεύω της ζωής του. Συνήθως, όταν ο άνθρωπος έχει κάποιο εσωτερικό θέμα, το μοιράζεται με τους φίλους του, με τους συγγενείς του, με αυτούς που είναι δίπλα. Εδώ, ήταν εκπληκτικό το ότι ο γέροντας σχεδόν ποτέ δε μιλούσε για αυτό. Ακόμα και κάποιοι από την αδελφότητα με πλησίαζαν, την επόμενη μέρα μετά την προβολή, και μου έλεγαν: «Ξέρεις, ο γέροντας ποτέ δεν το έχει αναφέρει». Κάποιοι έλεγαν ότι ο γέροντας πολύ σπάνια αναφερόταν σε αυτό. Και αυτό είναι συνταρακτικό ότι η ταινία αρχίζει από αυτό που ήταν το πιστεύω όλης της ζωής του γέροντα. Κάτι, ωστόσο, για το οποίο δεν μίλαγε σε όλη του τη ζωή. Κάτι τέτοιες στιγμές δε μας κάνουν μόνο να χαιρόμαστε. Είναι μεγάλο το έλεος του Θεού, ότι αυτό ακούγεται στην ταινία μας και ότι αυτό μπορεί να το βιώσει και να το νιώσει και ο θεατής.
– Εμένα με συγκλόνισε το τέλος της ταινίας, όπου ο γέροντας μιλάει για την Υπεραγία Θεοτόκο. Δεν είναι μυστικό για όσους ξέρουν τι είναι το Άγιο Όρος, τουλάχιστον από τα βιβλία, ότι η απόδοση τιμής στην Υπεραγία Θεοτόκο εκεί είναι απόλυτη. Και θα θέλαμε να σχολιάσετε τα λόγια του γέροντα.
– Ναι, θυμάμαι αυτά τα λόγια, αλλά και πάλι θα ήθελα να τα αφήσουμε για τους θεατές. Όταν τα είπε, δεν ήμουν εκεί, στα γυρίσματα αυτά, δεν τα άκουσα δια ζώσης. Αν και για πολλά χρόνια περνούσα αρκετό καιρό ανάμεσα στην αδελφότητα, με συγκλόνισαν κι εμένα αυτά τα λόγια.
Να το αφήσουμε για τους θεατές, όμως θα διηγηθώ άλλα επεισόδια που σχετίζονται με την εικόνα της Παναγίας της «Γοργοϋπηκόου». Ο Μητροπολίτης Ομπούχοβ κ.Ιωνάς (Τσερεπάνοβ), βικάριος του Μητροπολίτη κ.Ονούφριου, έκανε πρόσφατα ερώτηση στον γέροντα Αμφιλόχιο, τον νυν καθηγούμενου της Μονής: «Πόσο συχνά συμβαίνουν θαύματα από την «Γοργοϋπήκοο»; Τα καταγράφετε;». Οι μοναχοί φέρονται πολύ σεμνά ως προς αυτό, και αναγκάστηκε να τον «ανακρίνει». Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι συμβαίνουν τόσα γεγονότα, θαύματα, ιάσεις που δεν μπορούν να καταγραφούν. Σχεδόν κάθε μέρα, ο μοναχός που έχει το διακόνημα να φροντίζει τις εικόνες, φτιάχνει δέματα με λάδι και εικονίτσες για εκείνους τους ανθρώπους που υποφέρουν και γράφουν στο μοναστήρι. Σχεδόν κάθε μέρα, έρχονται στη Μονή επιστολές με ευχαριστίες από ανθρώπους οι οποίοι θεραπεύτηκαν, και από πιο σοβαρές ασθένειες. Και ισχυρίστηκε ότι είναι τόσα πολλά αυτά που συμβαίνουν κάθε μέρα, που απλά δεν τα καταγράφουν, δεν έχουν ειδικό βιβλίο.
Ο γέροντας Γρηγόριος, το βράδυ μετά τη δουλειά, αναγκαζόταν για ακόμα κάμποσες ώρες να απαντάει σε τηλέφωνα. Είχε, μπορώ να πω, ολόκληρο μαιευτήριο, γιατί δεν ξέρω πόσα παιδιά γεννήθηκαν, μετά από παρακλήσεις του προς στην Θεοτόκο, χωρίς, όμως, να το συνδέει με τον εαυτό του, φυσικά. Όλο αυτό είχε και την κάπως αστεία του πλευρά. Δηλαδή, πάρα πολλοί άνθρωποι δέχονταν χαστούκια από αυτόν και ύστερα έρχονταν ξανά για να εισπράξουν και άλλο ένα στο άλλο μάγουλο, για να γεννηθεί και δεύτερο παιδί. Υπήρχαν άνθρωποι που προσπαθούσαν να κάνουν παιδί για 10-15 χρόνια. Και αυτό ξεπερνιόταν με ένα μόνο χαστούκι. Ο άνθρωπος κλαιγόταν στο γέροντα ότι δεν έχει παιδιά και ο γέροντας του έλεγε: «Έλα δω, σκύψε». Και τσαφ στο μάγουλο. Και μετά έλεγε: «Και τώρα πήγαινε στην Θεοτόκο και ζήτησε από Αυτήν παιδάκι». Την επόμενη χρονιά επέστρεφε ο ίδιος άνθρωπος και του έλεγε: «Γέροντα, δώστε μου και άλλο χαστούκι στο άλλο μάγουλο».
Ναι, ο γέροντας είχε μαιευτήριο. Τον έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο: Η μια δεν μπορεί να γεννήσει, η άλλη είναι στο νοσοκομείο και κινδυνεύει να χάσει το παιδί, η άλλη γεννάει, κάποιο γεννήθηκε. Και αυτό δούλευε σαν γραφείο, μάλιστα, γραφείο το οποίο συνέχεια έφερνε και αποτελέσματα.
Μια φορά πηγαίνει ένας άνθρωπος που για πολλά χρόνια δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Ο γέροντας τον χαστούκισε, τον έστειλε στην Θεοτόκο και του λέει: «Θα έχεις τρίδυμα». Εμείς μπορούμε να πούμε σε έναν άνθρωπο ότι θα έχει τρίδυμα; Πηγαίνουν πολλοί άνθρωποι. Πιθανόν να υπάρχουν και κάποιες συμπτώσεις στις προφητείες και σε αυτά που πραγματικά συμβαίνουν. Αλλά να προφητεύσει ότι θα έχει τρίδυμα; Η γυναίκα αυτού του ανθρώπου πηγαίνει στον πρώτο υπέρηχο, ο γιατρός λέει: «Θα έχετε δίδυμα». Ο άνθρωπος εκπλήσσεται: «Γιατί; Ο γέροντας είπε ότι θα έχουμε τρίδυμα». Ο γιατρός του λέει: «Είσαι τρελός; Ποιος γέροντας;», γυρνάει το μόνιτορ και του προτείνει να το δει και ο ίδιος. Μετά από ένα μήνα, στον επόμενο υπέρηχο, ο γιατρός του λέει: «Ναι, πράγματι. Θα έχετε τρίδυμα». Και γεννήθηκαν τρίδυμα.
Κάθε μέρα στη Μονή ψέλνουν Παρακλητικό κανόνα στην Παναγία την «Γοργοϋπήκοο», με μεγάλη συμμετοχή. Ψέλνουν ο καθένας όπως μπορεί, χωρίς να ντρέπονται κανένα, δυνατά. Κανένας δε λέει ότι δεν ψέλνεις καλά. Ανατριχιάζεις. Και έχουν τέτοια πίστη, τέτοια εμπιστοσύνη!
Έχω έναν φίλο, ο οποίος δεν είναι ούτε φανατικός με τη θρησκεία, ούτε και ιδιαίτερα άνθρωπος της Εκκλησίας. Δεν έχει τάση προς τον μυστικισμό. Αυτός είδε στο Δοχειάρι την ώρα αυτού του Παρακλητικού κανόνα την Υπεραγία Θεοτόκο να βρίσκεται ανάμεσα στους αδελφούς. Εκείνη την ημέρα φεύγαμε από το Άγιο Όρος. Είδα ότι ο φίλος μου κάτι είχε πάθει. Ήταν κάπως παράξενος. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Αλέξανδρε, είδα την Υπεραγία Θεοτόκο. Μπορείς να ρωτήσεις τον γέροντα, μήπως, λόγω προσκυνήματος, έχω πρόβλημα με το μυαλό;». Τηλεφωνώ στον γέροντα. Ήταν δύσκολο να τον βρω αμέσως. Ο γέροντας λέει: «Φτάνει να λες ανοησίες». Και έκλεισε. Μετά από πέντε λεπτά, με παίρνει ο γέροντας και μου λέει: «Μπορείς να τον ρωτήσεις πότε Την είδε και πού;». Εγώ ήδη ήξερα όλες τις λεπτομέρειες. Του λέω, στο τάδε μέρος, την τάδε ώρα. Ο γέροντας λέει: «Εντάξει, πες του ότι όλα καλά, ήταν αληθινό. Έτσι η Θεοτόκος του προσέφερε έλεος». Ύστερα, ρώτησα έναν αδελφό στο Δοχειάρι: «Πες μου, σε παρακαλώ, υπάρχει περίπτωση κάποιος να δει την Υπεραγία Θεοτόκο;». Αυτός ο αδελφός δεν ήξερε τίποτα ούτε για τον φίλο μου ούτε για εκείνο το στιγμιότυπο. Και αυτός αμέσως μου είπε:
– Για αυτό το θέμα εμείς δε μιλάμε.
– Έλα, το χρειάζομαι για μια υπόθεση.
Και ξέρετε, μου είπε ότι ο γέροντας τους απαγορεύει να μιλάνε για αυτό και να το καλλιεργούν. Στην πραγματικότητα, όμως, συνέπεσε απολύτως και ο συγκεκριμένος χώρος και η συγκεκριμένη στιγμή. Στο Δοχειάρι πολλές φορές έχουν δει την Υπεραγία Θεοτόκο ανάμεσα στην αδελφότητα.
– Και εγώ είχα μια περίπτωση που τη θεωρώ θαυμάσια. Ήμουν παρών σε μια παράκληση, αλλά αγόρασα την εικόνα αργότερα. Δεν ήξερα ότι δε θα άνοιγαν αργότερα την πόρτα για να προσκυνήσω τη θαυματουργή εικόνα και ότι δε θα μπορούσα να ακουμπήσω τη δική μου εικόνα. Αφού αγόρασα και τον Παρακλητικό κανόνα, σκέφτηκα: ας τον διαβάσω. Μόλις τελείωσα το διάβασμα, έρχεται ο μοναχός, ανοίγει την πρόσβαση στην εικόνα και ακουμπάω πάνω της τη δική μου εικόνα. Μάλλον, η Υπεραγία Θεοτόκος με άκουσε;
– Θα σας πω μια ενδιαφέρουσα ιστορία για την ταινία. Ένας άνθρωπος πηγαίνει να δει την ταινία, μαζί με όλη την οικογένειά του, αλλά δε βρίσκει εισιτήρια. Πάει στον υπεύθυνο αλλά του λένε ότι δεν υπάρχουν εισιτήρια, παρά τις παρακλήσεις. Τώρα η πληρότητα στις αίθουσες είναι 50%. Υπάρχουν θέσεις, αλλά δεν αφήνουν τους ανθρώπους, επειδή είναι παραβίαση των μέτρων προστασίας. Μπορούν να κόψουν πρόστιμο, αλλά και ο υπεύθυνος ανησυχεί για τους ανθρώπους. Πολύ ευγενικά του αρνείται. Διηγείται ο άνθρωπος: «Δε θα είχα άλλη ευκαιρία να δω αυτήν την ταινία, και τότε κατάλαβα πόσο πολύ το θέλω. Δίπλα ήταν η αφίσα από την οποία με κοιτούσε ο γέροντας. Και με όλες μου τις δυνάμεις απευθύνθηκα σε αυτόν να με βοηθήσει. Μετά από πέντε λεπτά, βγαίνει ο υπεύθυνος και λέει ότι για μας, τους έξι ανθρώπους, θα κάνουν μια ακόμα προβολή στη διπλανή αίθουσα μετά από δέκα λεπτά. Ευχαριστώ πολύ, γέροντα!». Μπορείτε να φανταστείτε ότι σε κάποιο κινηματογράφο τώρα να άνοιγαν μια άλλη αίθουσα για έξι ανθρώπους; Αυτό είναι σχεδόν αδύνατο.
– Και, μάλλον, μια τελευταία ερώτηση: γιατί η ταινία λέγεται «Πού είσαι, Αδάμ;»
– Καλή η ερώτηση. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Αλέξανδρος Ζαπορόσενκο την ονόμασε έτσι, επειδή είδε στο Άγιο Όρος ανθρώπους, οι οποίοι δεν κρύβονται από τον Θεό, πίσω από τα αγαθά του πολιτισμού, πίσω από την ματαιότητα του κόσμου, στην οποία καθημερινά βυθιζόμαστε, προτιμώντας τη διασκέδαση, δίχως να αφήνουμε χρόνο για τη συνομιλία μας με τον Θεό ή τον περιορίζουμε σε λίγα λεπτά την ημέρα, στην καλύτερη περίπτωση. Είδε ανθρώπους που απαρνήθηκαν όσα μας χαρακτηρίζουν εμάς στον κόσμο, το θέλημά τους, τα κτήματά τους, το γάμο, θυσίασαν ολοκληρωτικά τον εαυτό τους για να συναντήσουν τον Θεό, για να Τον υποδεχτούν. Γι’ αυτό, η βιβλική ερώτηση «Πού είσαι, Αδάμ;» διασταυρώνεται με το ερώτημα που απευθύνει η ανθρωπότητα προς τον εαυτό της, στη διάρκεια όλης της ιστορίας της: από πού είμαστε, πού πάμε και γιατί; Είναι ερώτηση-αναζήτηση, που έχουμε στη ζωή μας, όπου ο Θεός αναζητά τον άνθρωπο και ο άνθρωπος τον Θεό. Ο καθένας μπορεί να δει μέσα του τον Αδάμ που κρύβεται ή μπορεί να βρει δυνάμεις, με τη βοήθεια του Θεού, να σταματήσει να κρύβεται και να βγει, όπως αυτοί οι μοναχοί, στη συνάντηση με τον Θεό. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η ταινία φέρει αυτόν τον τίτλο.
– Μήπως, θα θέλατε να πείτε και κάτι ακόμα που δεν έχετε πει;
– Υπήρξε ένα ωραίο επεισόδιο που χαρακτηρίζει τον γέροντα ως πολύ σοφό άνθρωπο. Συχνά επέστρεφε μετά τις δουλειές σε πολύ άσχημη κατάσταση, τόσο που χρειαζόταν σοβαρή ιατρική συνδρομή. Τον γέροντα τον βοηθούσε ένας μοναχός που είχε την ευθύνη της φυσικής του κατάστασης. Αυτός ο μοναχός είχε κάνει σπουδές ιατρικής. Και εκεί που κρατάει τον γέροντα και τον πηγαίνει, βλέπει τον Αλέξανδρό μας με την κάμερα να προσπαθεί να διαλέξει μέρος για τα γυρίσματα. Ο μοναχός ανησυχεί για τον γέροντα, επειδή επρόκειτο περί ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά. Δηλαδή, δεν ήταν ώρα τώρα για κάμερα και για γυρίσματα. Του λέει: «Φύγε τώρα με την κάμερά σου, θα σου την σπάσω τώρα. Φύγε από δω, δεν είναι ώρα για τέτοια». Τι φαντάζεστε! Έκαναν λίγα βήματα και μετά από λίγο ο γέροντας λέει στον μοναχό: «πήγαινε στην τράπεζα». Τον στέλνει για κάποια δουλειά. Ο μοναχός του λέει: «Γέροντα, πώς θα φτάσετε;». Ο γέροντας απαντάει: «Θα με πάει ο Αλέξανδρος». Δίπλα ήταν ο διερμηνέας. Ο γέροντας λέει στον Αλέξανδρο: «Συγχώρεσέ τον, σε παρακαλώ. Ανησυχεί». Ο γέροντας δεν έκανε παρατήρηση στον μοναχό, επειδή ο μοναχός στη Μονή είναι γιος του. Ο εικονολήπτης είναι ξένο πρόσωπο στη Μονή. Υπήρχε άδεια για τα γυρίσματα, όμως, δεν έκανε παρατήρηση στον γιο, παρουσία του ξένου ανθρώπου. Είναι συγκλονιστικό και διδακτικό.
– Γενικώς, οι αγιορείτες γέροντες είναι καταπληκτικοί άνθρωποι. Τώρα θυμάμαι τον μακαριστό καθηγούμενο της Μονής μας, τον αρχιμανδρίτη Ιερεμία. Έζησε εκατό χρόνια και μέχρι την τελευταία στιγμή πήγαινε για τα τρόφιμα της αδελφότητας και σκούπιζε την αυλή.
– Ο γέροντας Γρηγόριος μιλούσε πολύ συχνά για αυτό, και για τις μετακινήσεις για τα τρόφιμα, και για την αυλή, και πάντα συμπλήρωνε: «Ο πατήρ Ιερεμίας είναι άγιος άνθρωπος. Τρέφω τα πιο βαθιά συναισθήματα για αυτόν».
Και για να επιστρέψουμε στην ταινία, θα ήθελα να πω το εξής. Στην αρχή της συνέντευξης είπαμε ότι τα γυρίσματα ήταν προγραμματισμένα να γίνουν με συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Όμως, στο Άγιο Όρος τελικά πήγαμε μόνο εμείς οι δυο με τον Αλέξανδρο Ζαπορόσενκο. Δεν είχαμε προϋπολογισμό, δεν είχαμε λεφτά. Σε όλο αυτό φανερώνεται σήμερα το χέρι του Κυρίου. Ο γέροντας Γρηγόριος έλεγε ότι ο μοναχός πρέπει όλη την ώρα να νιώθει την έλλειψη ύπνου, φαγητού, νερού. Ο ίδιος πρέπει όλη την ώρα να στερεί τον εαυτό του και να παραμένει σε κατάσταση ανάγκης. Είμαι σίγουρος: αν προσπαθούσαμε να κάνουμε την ταινία για τους μοναχούς, χωρίς οι ίδιοι να έχουμε αυτές τις στερήσεις, δε θα είχαμε καταφέρει να κάνουμε μια τόσο αληθινή και αυθεντική ταινία. Αν θέλεις να μιλήσεις για κάποιον, πρέπει να βυθίζεσαι ο ίδιος στη ζωή του, πρέπει και ο ίδιος, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, να υφίστασαι τις δυσκολίες του. Είμαι σίγουρος πως το γεγονός ότι άλλαξε η αρχική ομάδα που ήταν να συμμετάσχει στο πρότζεκτ, και το ότι εμείς οι δυο χρειάστηκε να δουλεύουμε για την ταινία, χωρίς χρήματα, ήταν το χέρι του Κυρίου.