Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Ο αμπελώνας του Κυρίου και η υπομονή μπροστά στις δοκιμασίες

Ένα αφήγημα για τη ζωή στο Κόσσοβο και στα Μετόχια

Σταυρός σε κορμό μιας καρυδιάς Σταυρός σε κορμό μιας καρυδιάς

Όλοι σχεδόν οι Σέρβοι εδώ, στο Οραχοβέτς, στα νότια του Κοσσόβου και των Μετοχίων, πριν τον πόλεμο του 1999, είχαν δικούς τους αμπελώνες. Κάποιοι είχαν τεράστιους, εκατοντάδες στρέμματα. Κάποιοι αρκούνταν με μισό περίπου στρέμμα. Εδώ δεν το σχολίαζαν, φτάνει να είχες δικό σου αμπελώνα. Αλλιώς, δεν μπορούσες να θεωρείσαι δικαιωματικά μέλος της κοινωνίας, να θεωρείσαι δικός μας: «Πώς; Δεν έχεις κήπο; Δε μαζεύεις καρπούς; Δεν κάνεις κρασί που φημίζεται σε όλη την Ευρώπη; Δεν κάνεις ούτε ρακί; Έλα, αδερφέ, κάτσε τότε στην άκρη, όταν μιλάνε οι άντρες της δουλειάς. Κάτσε, κάτσε». Ναι, έτσι ήταν: το χαρακτηριστικό του καλού οικοδεσπότη που ξέρει να συντηρεί το σπίτι του, πραγματικό τεκμήριο της καταξίωσής του ήταν η ποιότητα του σταφυλιού του. Και πρέπει να πούμε ότι εκείνοι οι λιγοστοί γείτονες, που δεν είχαν ούτε το παραμικρό αμπελώνα, δεν ένιωθαν άνετα, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των συγχωριανών άρχιζαν τα καλοκαιρινά βράδια να συζητάνε τις ιδιαιτερότητες της αμπελουργίας της χρονιάς: ποια είναι η κατάσταση του αμπελιού, πώς να απαλλαγείς από τα παράσιτα, ποιες είναι οι προγνώσεις για τη φετινή σοδειά… Οι συζητήσεις, τα καλοκαιρινά βράδια, συνεχίζονταν μέχρι τη νύχτα και νιώθαμε πραγματική κοινότητα, μοιραζόμασταν απόψεις, συμβουλές, κανονίζαμε πότε θα πάμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Και το χειμώνα, όταν πολλοί από μας έχουμε την Κρέστναγια Σλάβα (γιορτή του Αγίου-προστάτη της οικογένειας – σημ.μεταφρ.) και όταν σχεδόν κάθε σπίτι έχει γιορτή, τη μεγαλύτερη αναγνώριση απολάμβανε ο οικοδεσπότης που, σύμφωνα με την αυστηρή και απαιτητική κοινή γνώμη, πρόσφερε στους φιλοξενούμενους το καλύτερο κρασί. Θέλεις – δε θέλεις, δεν μπορείς να μη θυμηθείς την Κανά της Γαλιλαίας.

Τα προπολεμικά βράδια στο Οραχοβέτς ήταν διασκεδαστικά… Προχωράς στο χωριό: να οι οικοδεσπότες βράζουν ρακί, από το καζάνι βγαίνει καπνός. Παραδίπλα ψήνουν λουκάνικα ή σουβλάκια. Η αυλή γεμάτη γείτονες, γέλια, αστεία. Και τις νύχτες, καμιά φορά, όταν ηρεμήσουν όλοι ή κουραστούν, μόλο που δε θέλουν να φύγουν, κάποιος ξεκινάει με ένα παλαιό καλό τραγούδι. Κάτω από ξάστερο ουρανό, ένα σέρβικο τραγούδι, που μετράει κάπου 600 χρόνια και με γκούσλι (παραδοσιακό σλάβικο μουσικό όργανο – σημ.μεταφρ.) – ό,τι ομορφότερο.

Όλα αυτά τα αναθυμόμουνα με θλίψη, καθώς περπατούσα, πρόσφατα, με φτυάρι, με τσαπί στο χέρι και σακίδιο στους ώμους, προς το δικό μας οικογενειακό αμπελώνα, αυτόν που δε θελήσαμε να αποχωριστούμε ούτε και στις τωρινές δύσκολες εποχές. Ο αμπελώνας για μας δεν είναι μόνο παράδοση. Είναι και κάτι που μας κρατάει στην πατρώα γη. Είναι αυτό που μας ορίζει, η αίσθηση του δικού μας, του μητρικού, του πραγματικού. Εσύ δεν είσαι ο ίδιος αν τα παραχωρήσεις, αν τον αποχωριστείς.

Ο αμπελώνας μας Ο αμπελώνας μας

Ο αμπελώνας για μας δεν είναι μόνο παράδοση, είναι και κάτι που μας κρατάει στην πατρώα γη. Εσύ δεν είσαι ο ίδιος αν τον αποχωριστείς

Βγήκα στην άκρη του σέρβικου τμήματος του χωριού και μπροστά μου βλέπω τρείς δικές μας κοπελίτσες. Περπατάνε στον κεντρικό δρόμο, γνωρίζοντας ότι εδώ επιτρέπεται να περπατάνε, ότι για τους Σέρβους δεν είναι επικίνδυνος, είναι κάπως ελεγχόμενος. Γελάνε, αστειεύονται – συνηθισμένη βόλτα τριών φιλενάδων. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι μόνο να καθόμαστε στο σπίτι και να φοβόμαστε. Ξαφνικά, πίσω από κάποιο πλεχτό φράχτη ακούγεται μια βδελυρή, κτηνώδης βρισιά, με δυνατό ηλίθιο γέλιο. Οι κοπελίτσες τινάχτηκαν, λούφαξαν τα κεφάλια τους στους ώμους και κοίταξαν προς το μέρος από όπου ερχόταν αυτή η λεκτική βρωμιά. Με χαμηλωμένο βλέμμα, καθώς ένιωθαν την όλη βδελυρότητα της προσβολής, αθόρυβα έστριψαν με σκοπό να επιστρέψουν πίσω αλλά αντίκρισαν εμένα. Τότε κατάλαβαν ότι δεν είναι μόνες και με αξιοπρέπεια συνέχισαν το δρόμο τους στον κεντρικό, «ακίνδυνο για τους Σέρβους», δρόμο.

Πλησίασα το μέρος από όπου ακούστηκαν οι βρισιές και πίσω από το φράχτη είδα τον Ραμαντάν Λιουμουνατζί, τον οποίον όλοι αποκαλούσαν Ντανα, τον Αλβανό, ο οποίος λίγο πριν τον πόλεμο είχε αγοράσει το εγκαταλελειμμένο χωράφι που είχε αφήσει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Μαζί με δυο φίλους του καθόταν κάτω από την καρυδιά, έχοντας επιβλητικά απλωμένα τα πόδια του, κοιτώντας μας με αγένεια. Το φαγοπότι είχε ανάψει για τα καλά και ήδη είχαν πιει αρκετά. Οι γείτονες, βέβαια, δεν συμπεριφέρονται έτσι – κοίταξα τον Ντανα με ύφος επίπληξης, εκείνος σαν να ντράπηκε και έστριψε αλλού το βλέμμα του. Προχώρησα παραπέρα.

Όσο δούλευα εκείνη την ημέρα στον αμπελώνα, όλο και συλλογιζόμουν τη σκηνή που μόλις είχα δει, μια σκηνή που στα μέρη μας, πιστέψτε με, δεν είναι κάτι σπάνιο. Συλλογιζόμουν και την κατάσταση, στην οποία έχουμε βρεθεί εμείς οι Σέρβοι του Κοσσόβου που μείναμε εδώ, πιστοί στο αμπέλι μας, συγχωρέστε με για την έκφραση μεγαλείου. Έσκαβα το χώμα σκυθρωπά, τακτοποιούσα το αμπέλι και βασανιζόμουν με ερωτήματα που απεύθυνα όχι τόσο σε μένα, όσο στον Θεό:

– Τι κάνουμε τώρα, που είμαστε σχεδόν απομονωμένοι, προδομένοι, εγκαταλελειμμένοι από όλους;

– Άραγε, η δύναμη του ψεύδους και της διαβολής εκ μέρους της Δύσης είναι τόσο μεγάλη, ώστε εμείς οι Σέρβοι να φαινόμαστε μπροστά σε όλο τον κόσμο εγκληματίες και απάνθρωποι, έτσι που ο κάθε «άνθρωπος καλής θελήσεως», όπως ο Ντάνα, να μπορεί πολύ εύκολα και ανενόχλητα να προσβάλλει, να υποτιμά, να φτύνει μπροστά στα φιλαράκια του για να δείχνει τη νεανική παλικαριά του;   

– Τι θα γίνει με αυτά τα τρία κοριτσάκια, όταν πάνε σπίτι μετά τη βόλτα τους; Τι θα γίνει με αυτές και με άλλους Σέρβους, αν η κατάσταση δεν αλλάξει, και να συνεχίζουν να μας φτύνουν και να μας προσβάλλουν;

Στο πρόσωπό μου έτρεχε ιδρώτας. Να ήταν λόγω του καύσωνα, μήπως εξαιτίας της κούρασης ή μήπως από την ντροπή που ένιωθα για την προσβολή των κοριτσιών; Χτυπούσα με το τσαπί τη γη σαν τρελός, λες και έφταιγε σε κάτι. Χτυπούσα και ψέλλιζα μέσα από τα δόντια: «Ούτως ή άλλως, θα δουλεύω εδώ. Ούτως ή άλλως, ο αμπελώνας είναι δικός μας. Είναι νωρίς να μας κηδέψετε!».

Ούτως ή άλλως, ο αμπελώνας είναι δικός μας. Είναι νωρίς να μας κηδέψετε!»

Κουράστηκα αρκετά και κάθισα να ξεκουραστώ κάτω από την καρυδιά. Στο χωράφι μας έχουμε μια τέτοια ομορφιά. Κρύφτηκα στη σκιά του δέντρου, όπως, ίσως, στην εποχή του, ο Απόστολος Ναθαναήλ κάτω από τη συκιά. Σε άλλο, βέβαια μέρος, αλλά υποθέτω με παρόμοια διάθεση. Ακούμπησα τον κορμό και κοίταξα τα γύρω βουνά μας – Παστρίκ, Κορίτνικ, Σαρέ. Ομορφιά που δεν κουράζει. Όμως, στην καρδιά ένιωθα ανησυχία: Κύριε, μας διώχνουν από δω, από τη γη που μας έδωσες Εσύ! Από αυτή την ομορφιά, Κύριε! Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να αποτυπώσω την εικόνα της πατρώας γης στη μνήμη μου, με κάθε λεπτομέρεια, για να τα βλέπω πάντοτε, ακόμα και αν συμβεί να καταλήξω πρόσφυγας και να μένω στην ξενιτιά.

Και αυτό είναι πολύ πιθανό. Πολλοί γείτονες Σέρβοι πούλησαν τους αμπελώνες τους και τα χωράφια τους σε Αλβανούς. Παλιότερα, αν ένας γείτονας έφευγε, οι συγχωριανοί καλλιεργούσαν το χωράφι του για να μην ερημώσει. Τώρα όμως, ποιος θα αφήσει Σέρβους να μπαίνουν σε χωράφια που, πλέον, δεν είναι σέρβικα… Οι άνθρωποι απελπίζονταν. Δεν είχαν δυνάμεις για να αντέξουν τις φοβερές δοκιμασίες και τα δεινά. Τα φτυσίματα και οι προσβολές ήταν από τα πιο αθώα. Κατέρρεαν οι ελπίδες στους πλησίον και στον Θεό. Στην πλατεία, μπροστά από τον Ναό, τα βράδια, μίλαγαν όχι για την κατάσταση του αμπελιού και για τις προσδοκίες για τη νέα σοδειά, αλλά για το ποιος και πόσο πούλησε το χωράφι του, με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν άλλη επιλογή: «Όλοι μας εγκατέλειψαν, ακόμα και ο Θεός»… Πουλούσαν τα χωράφια, έπαιρναν τα χρήματα και ταξίδευαν με αυτά στην ξενιτιά με την ελπίδα μιας νέας ζωής, και με άφηναν με νέους γείτονες, Αλβανούς, απολύτως άγνωστους σε μένα ανθρώπους. Είχαν αρχίσει να κάνουν και σε μένα υπαινιγμούς ότι πρέπει να πουλήσω το χωράφι, όλο και πιο επίμονα και ανυπόμονα κοιτώντας προς το Σέρβο που είχε χωθεί στην μεγάλη και στενή τους παρέα.

Καθόμουν κάτω από την καρυδιά, και καταλάβαινα ότι πολύ σύντομα ο αμπελώνας μου θα περικυκλωθεί από παντού με ξενόφερτους, και ότι αυτή η καρυδιά θα είναι η μοναδική προστασία από τα μισητά και τα εχθρικά τους βλέμματα, και ότι θα μπορώ να κοιτάω ελεύθερα μόνο στον ουρανό. Και ξαφνικά, με κατέλαβε μια τέτοια θλίψη και τέτοιο συναίσθημα εγκατάλειψης που πάγωσε η καρδιά μου: Κύριε, μας εγκατέλειψαν όλοι, και Εσύ! Κύριε, είμαι μόνος σε αυτό τον τρομερό κόσμο και δε με χρειάζεται κανείς! Δεν υπάρχει βοήθεια από πουθενά.

Πάντα έτσι συμβαίνει: κάθε φορά που δεν υπάρχει λύση, ο άνθρωπος θυμάται τον Θεό. Θυμήθηκα κι εγώ, ο ολιγόπιστος, στην εγκατάλειψή μου. Ναι, το είδα και το παραδέχτηκα, ότι εμείς οι Σέρβοι χάσαμε την πολλοστή μάχη για την πατρώα γη – εμείς την πουλήσαμε, και το κράτος μας πρόδωσε. Μας έμεινε η μάχη για τη σωτηρία της ψυχής μας, και σε αυτήν μπορούμε να νικήσουμε μόνο με τη βοήθεια του Θεού. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Σηκώθηκα και με το μικρό μαχαίρι, με το οποίο κλαδεύω το αμπέλι, σκάλισα στον κορμό του δέντρου ένα σταυρό: ήθελα να προστατέψω τον αμπελώνα μου και να καλέσω τον Χριστό σε βοήθεια.

Σκαλίζω τον σταυρό. Σχεδόν κλαίω. Συντάσσω μια ιδιότροπη δική μου διαθήκη με τον Θεό και σιωπηλά φωνάζω: «Κύριε, Εσύ ο Ίδιος είπες: ‟Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον” (Λκ. 12, 32)! Άραγε, θα επιτρέψεις να γίνουμε πρόσφυγες; Άραγε, αμαρτήσαμε τόσο πολύ που δεν υπάρχει ελπίδα;»

Ο σταυρός δεν είναι μεγάλος, - σκέφτηκα, - αλλά η δύναμη του Θεού αμέτρητη. Τον έκανα μικρό γιατί ξέρω ότι αν το δουν οι Αλβανοί βοσκοί, θα το βεβηλώσουν ή θα κόψουν όλο το δέντρο. Από τέτοιους γείτονες δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό. Τι καλό! Ούτε απλό σεβασμό.

Αισθάνθηκα καλύτερα στην ψυχή μου. Δούλεψα για λίγο ακόμα και έσκαψα όπως πρέπει τον αμπελώνα. Το βράδυ πήγα στο σπίτι με χαρά γιατί καταλάβαινα ότι η μέρα δεν πήγε χαμένη: και τη δουλειά έκανα, και τις σκέψεις φαίνεται να τακτοποίησα, και πήρα κάποια παρηγοριά. Όταν είσαι κουρασμένος κοιμάσαι καλύτερα. «Όποιος κοιμάται, δεν αμαρταίνει».

Στην είσοδο του χωριού βλέπω μια γειτόνισσα – τρέχει, γνέφει με τα χέρια, φωνάζει: «Στάσου, Ντεγιάν, γύρνα και πήγαινε στο χωριό από τον άλλο δρόμο! Αυτόν τον έχει μπλοκάρει η αστυνομία». «Τι έγινε;» - ρωτάω. «Πώς! Δεν ξέρεις; Κάποιος μόλις σκότωσε τον Ντάνα. Πήγαινε από άλλο δρόμο. Δε θα περάσεις από δω». Στέκομαι σαν στήλη άλατος, βλέπω: όντως, πολλά αστυνομικά αυτοκίνητα, δίπλα στο σπίτι του πρώην Αλβανού γείτονα, άνθρωποι με αυτόματα όπλα. Ο ίδιος ο γείτονας κείτεται διπλωμένος σε λίμνη αίματος.

Το κακό πάντα θα τιμωρείται. Οποιοδήποτε κακό – διαβολή, προδοσία, ατιμία, προσβολή

Επέστρεψα στο χωριό από την πλευρά των κήπων. Πήγα στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία, όπου είχαν μαζευτεί όλοι. Εδώ έμαθα και τι έγινε. Τα φιλαράκια είχαν συνεχίσει το φαγοπότι τους, όχι στην αυλή τους, αλλά μπροστά από το κατάστημα του χωριού. Ο Ντάνα καθόταν εκεί και πείραζε τους περαστικούς. Εκείνοι προτιμούσαν να μην ανακατευτούν και περνούσαν από έξω. Για κακή τύχη του Αλβανού, από αυτό το δρόμο με τρακτέρ περνούσε ένας συμπατριώτης του – επέστρεφε από το χωράφι με τη γυναίκα του. Ο Ντάνα όρμησε, ανέβηκε στο τρακτέρ και τον χτύπησε. Ο οδηγός του τρακτέρ σταμάτησε, κατέβηκε από το τρακτέρ, πήρε μαχαίρι και σκότωσε το δράστη. Ο Ντάνα έπεσε, αιμόφυρτος, και τα φιλαράκια οι μεθύστακες έφυγαν τρέχοντας.

Οι γείτονες θορυβούσαν και φώναζαν ότι ο Θεός τιμώρησε τον Ντάνα για τις αμαρτίες του, και εμένα με έπιασε φόβος: θυμήθηκα τα ερωτήματά μου προς τον Θεό, όταν καθόμουν κάτω από το δέντρο, λίγα λεπτά πριν. Σε μια από τις ερωτήσεις μου πήρα πολύ γρήγορα απάντηση. Και η απάντηση ήταν πολύ απλή: το κακό πάντα θα τιμωρείται. Οποιοδήποτε κακό – διαβολή, προδοσία, ατιμία, προσβολή… Ακουμπούσα στο φτυάρι, στεκόμουν σαν χαμένος μέσα σε όλο αυτό το χάος, και σκεφτόμουν: γιατί να κάνουμε ερωτήσεις στον Θεό, όταν οι απαντήσεις σε αυτές είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό; «Απόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται (Μτ. 26,52). Στεκόμουν και σκεφτόμουν: το να επαναφέρουμε το μαχαίρι στη θέση του είναι χαρακτηριστικό της υπομονής. Δηλαδή, αυτό που χρειαζόμαστε τώρα πιο πολύ από όλα είναι η υπομονή του Χριστού. Ο Θεός θα τακτοποιήσει τα δεινά μας αν είμαστε δίπλα Του. Αναστέναξα για τον θανόντα και πήγα σπίτι. Ήταν υπερβολικά σοβαρό το μάθημα εκείνης της ημέρας για μένα.

Και τώρα, που πέρασε κάμποσος καιρός, μετά το συμβάν, στις συχνές αγανακτισμένες ερωτήσεις: «Τι θα γίνει με μας, τους Σέρβους του Κοσσόβου;», δεν μπαίνω σε σύνθετους συλλογισμούς, αναλύσεις της πολιτικής κατάστασης, ούτε αρχίζω να φιλοσοφώ. Η απάντησή μου σε τέτοιες ερωτήσεις είναι μια: «Αυτό το ξέρει μόνο ο Θεός. Με μας θα γίνει αυτό που αξίζουμε. Αν υπηρετούμε τον Θεό, θα γίνει το ένα, αν όχι θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εγώ είμαι υπέρ του πρώτου».

Ντεγιάν Μπαλιοσέβιτς
Επιμελήθηκαν ο Ντράγκαν Νικόλιτςκαι ο Στέπαν Ιγκνάσεφ
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Pravoslavie.ru

3/19/2021

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×