Πώς και το μοναστήρι μας έχει ένα τόσο παράξενο όνομα;
Λατρεύω πραγματικά το μοναστήρι τού Τσιορνοοστρόφσκι (ΣτΜ: τής Μελανονήσου) τού Αγίου Νικολάου, στο οποίο ζώ και το οποίο βρίσκεται στην παλιά πόλη τού Μαλογιαροσλάβετς, στο Όμπλαστ (ΣτΜ: ομοσπονδιακό υποκείμενο τής Ρωσίας) τής Καλούγκα. Πολλοί είναι αυτοί που με το που ακούν το όνομα του μοναστηριού εκπλήσσονται και ρωτάνε: μα τι σημαίνει αυτό το «Μελανονήσιο»; Γιά ποιού είδους μελανό νησί μιλάμε; Το γεγονός είναι ότι το μοναστήρι μας βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν "Ασύνηθες" ή "Μαύρη Φυλακή" (ΣτΜ: Chiornii Ostrog).
Γιατί λοιπόν το λένε έτσι; Γιατί στα πολύ παλιά εκείνα χρόνια, όλο το βουνό ήταν καλυμμένο με πυκνό, και την άνοιξη-χειμώνα μελανόχρωμο, δάσος – πάρα πολύ σκοτεινό με φόντο το λευκό χιόνι. Το Τσιορνοοστρόζσκι τελικά άλλαξε σε Τσιορνοοστρόφσκι. Εξ ου και το όνομα τού μοναστηριού.
Εν αρχή ήν ..
Παλαιότερα, τα εδάφη αυτά ανήκαν στους πρίγκιπες Ομπολένσκι. Όλα ξεκίνησαν εδώ με μια ξύλινη εκκλησία προς τιμήν τού Αγίου Νικολάου, και τον 16ο αιώνα, σε αυτόν τον χώρο λειτουργούσε ήδη ένα ανδρικό μοναστήρι. Δεν ήταν πολλοί - 5-7 αδερφοί. Επανειλημμένα έπιασε φωτιά ή ήταν φτωχό. Oι εκκλησίες τής εικόνας τής Θεομήτορος τού Βλαντίμιρ και τής Αγίας Παρασκευής, ξυλοκατασκευές γαρ, δεν επέζησαν, αλλά τις θυμόμαστε, γιατί ο Άγγελος τής εκκλήσίας κατοικεί σε αυτό το μέρος, ακόμα κι αν ο ίδια η εκκλησία έχει καταστραφεί. Και ψάλλουμε καθημερινά τα τροπάρια των αγίων αυτών των ναών.
Μονή Αγίου Νικολάου Μελανονήσου
Ευεργέτης τού μοναστηριού
Το 1776, η Μονή έκλεισε προσωρινά. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, εμπνευστής τής αναβίωσής της και κύριος ευεργέτης ήταν κάποιος Μαλογιαροσλάβος, ο Τερέντιι Ελιζάροβιτς Τσελιμπέιεφ, έμπορος στην Μόσχα.
Αυτός λοιπόν ο έμπορος, είχε μια δύσκολη μοίρα. Ο πατέρας του πέθανε πολύ νέος - σε ηλικία 35 ετών, αφήνοντας πίσω την σύζυγό του και τούς τρείς νεαρούς γιούς, εκ των οποίων ο Τερέντιι ήταν ο μεσαίος. Ο πατέρας κατάφερε πριν πεθάνει να κάνει περιουσία, και όταν τα αδέρφια μεγάλωσαν, πήγαν και τα τρία στην Μόσχα, γεμάτα προσδοκίες για μια ευτυχισμένη ζωή.
Δυστυχώς οι προσδοκίες δεν επαληθεύθηκαν. Η πανούκλα έριξε το μαύρο πέπλο της πάνω από την Μόσχα το 1771, και ο Τερέντιι έχασε και τα δύο αδέλφια του. Η γυναίκα τού μεγαλύτερου αδερφού πέθανε επίσης από πανούκλα, αφήνοντας στην αγκαλιά τού Τερέντιι Ελιζάροβιτς την νεογέννητη κόρη τους, Νατάλια. Οι απώλειες αυτές των αγαπημένων προκάλεσαν τρομερή οδύνη στον νεαρό άνδρα. Ήταν ο μοναδικός εναπομείναντας κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, οπότε δεν αναζήτησε πλέον την προσωπική ευτυχία και αφιερώθηκε στην ανατροφή τής αγαπημένης του ανιψιάς, καθώς και σε φιλανθρωπική εργασία για τούς συντοπίτες τους στο Μαλογιαροσλάβετς.
Στα τέλη τής δεκαετίας του 1780, ο Τσελιμπέιεφ πάντρεψε την ενήλικη ανιψιά του, και το 1791, μαζί με αυτήν, υπέβαλε αίτηση στην Ιερά Σύνοδο για την αναβίωση τής Μονής Τσιόρνοοστρόφσκι. Έκανε επίσης μια μεγάλη χρηματική δωρεά γι΄αυτόν τον φιλανθρωπικό σκοπό.
Αλλά η Σύνοδος αποφάσισε να ξαναλειτουργήσει το μοναστήρι μόλις 10 χρόνια αργότερα - με το άνοιγμα τής Επισκοπής τής Καλούγκα. Από εκείνη τη στιγμή, και μέχρι το τέλος τής ζωής του, ο Τερέντιι Ελιζάροβιτς Τσελιμπέιεφ ξόδεψε σχεδόν όλο το εισόδημά για την Μονή τού Αγίου Νικολάου τού Τσιόρνοοστρόφσκι.
Οι φίλοι
Αρχιμανδρίτης Μακάριι (Φόμιν) Ο έμπορος Τσελιμπέιεφ δεν είχε έναν εύκολο χαρακτήρα: ήθελε ειλικρινά να βοηθήσει τους μοναχούς, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό τού να προσπαθήσει να κάνει κουμάντο στους ηγουμένους τής Μονής. Μιλάμε για τούς ιερομόναχο Μετόντιι, εγκαταβιόντα στην Μονή τής Όπτινα, και ακολούθως για τον ιερομόναχο Παρφένιι.
Το 1809, ο Αρχιμανδρίτης Μακάριι (Φόμιν), παρεμπιπτόντως επίσης έμπορος, ορίστηκε ηγούμενος τού μοναστηριού. Ήταν ο πρώτος ηγούμενος που βρήκε τρόπο να τα φέρει βόλτα με τον Τσελιμπέιεφ – και γίναν ακόμη και φίλοι.
Με αγάπη, ο πάτερ Μακάριι κατάφερε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη τού Τερέντιι Ελιζάροβιτς, με προφανή οφέλη για το μοναστήρι, και χωρίς να προκαλέσει την παραμικρή απώλεια δύναμης ως ηγουμένου. Όσο για τον Τσελιμπέιεφ, βλέποντας τον ζήλο και τις ικανότητες τού νέου ηγούμενου σε ότι αφορά στην διαχείριση των οικονομικών, τον ενθάρρυνε αμέσως δωρίζοντας 2.000 ρούβλια για το μοναστήρι και, στη συνέχεια, κι άλλα ακόμη πιο σημαντικά ποσά.
Πέτρινα κτίρια, ένα υπόγειο πέρασμα και νόστιμο ψάρι
Ο πάτερ Μακάριι έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον Θεό αλλά και εξαιρετικές οργανωτικές δεξιότητες. Εκείνη την εποχή, ανεγέρθηκαν, αρχικά, πέτρινα κτίρια στο μοναστήρι. Σκάψανε κι ένα υπόγειο πέρασμα για την περίπτωση στρατιωτικού κινδύνου.
Οι πατερούληδες διαχειρίζονταν τα τού μοναστηριού ευφυώς και με σύνεση. Οι μοναστηριακές λιμνούλες είχαν ειδικές προσαρμογές για την αποθήκευση ψαριών, κάτι που διευκολύνονταν κι από τα παγωμένα ρεύματα των πηγών. Με αυτόν τον τρόπο, τα ψάρια παρέμεναν φρέσκα, ακόμη και απουσία ψυγείων και ηλεκτρικής ενέργειας.
Σκληρές δοκιμασίες
Κατά τη διάρκεια τής γαλλικής εισβολής στην Ρωσία το 1812, ο Ναπολέων με στρατό που αριθμούσε πολλές χιλιάδες, αποφάσισε να κινηθεί προς Σμολένσκ μέσω Καλούγκα, για να χρησιμοποιήσει τις προμήθειες αυτών των πόλεων. Ήταν αργά το φθινόπωρο, και τα γαλλικά στρατεύματα βιάζονταν να φτάσουν εκεί πριν τα προλάβει ο σκληρός ρωσικός χειμώνας.
Οι κάτοικοι τού Μαλογιαροσλάβετς όπως και η Μονή τού Αγίου Νικολάου πέρασαν από βαριές δοκιμασίες.
Πλατεία καθεδρικού ναού στο Μαλογιαροσλάβετς στα 1812. Αλέξανδρος Αβεριάνοφ
Ακράδαντη πίστη στην δύναμη τού Θεού
Οι αδελφοί τού μοναστηριού, ακούγοντας ότι οι εχθροπραξίες πλησιάζουν στην Μονή, άρχισαν να κρύβουν και να βγάζουν έξω τα άγια λείψανα, τα οποία και στέλναν μαζί με το Διακονικό στο Οριόλ. Ο ηγούμενος, ο πάτερ Μακάριi, ευλόγησε να ζωγραφιστεί η Αχειροποίητη Εικόνα τού Σωτήρος στην Ιερά Πύλη τού μοναστηριού. Ενόσω ο αγιογράφος έκανε την δουλειά του, οι περαστικοί προειδοποιούσαν οργισμένα:
– Δεν χρειάζεται να κάνετε εικόνα τώρα! Θα έρθει ο εχθρός και θα την χλευάζει!
Αλλά ο πάτερ Μακάριι είχε ακράδαντη πίστη στην δύναμη τού Θεού και τούς απαντούσε σθεναρά:
– Όχι, ο Κύριος θα πολεμήσει τον εχθρό!
Ο ηγούμενος ευλόγησε να γραφούν τα ακόλουθα πάνω από την εικόνα: "Όλοι όσοι επαφίονται σε Σένα δεν έχουν τίποτε να ντραπούν".
Εκατοντάδες σφαίρες πέφταν στην Ιερά Πύλη, αλλά καμία από αυτές δεν άγγιξε το πρόσωπο τού Σωτήρα
Πράγματι, κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά σκληρών συμπλοκών στην πλατεία του μοναστηριού, εκατοντάδες σφαίρες πέφταν στην Ιερά Πύλη, αλλά καμία από αυτές δεν άγγιξε το πρόσωπο του Σωτήρα.
Εις ανάμνηση αυτού τού θαύματος, ο αυτοκράτορας Νικόλαος Α΄ εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα: να αφεθούν τα ίχνη των σφαιρών και τα κελύφη στην Ιερά Πύλη τού μοναστηριού για πάντα - για τις επόμενες γενιές. Το 1830, στήθηκε μια αναμνηστική πινακίδα στην Ιερή Πύλη με την επιγραφή "Πληγή εις μνήμην τού γαλλικού πολέμου".
Μάχη τού Μαλογιαροσλάβετς. Όλεγκ Αβακιμιάν
Αυτοκρατορικοί κτήτορες
Σε γενικές γραμμές, αρκετοί ήταν οι Τσάροι που διαμόρφωσαν την μοίρα τού μοναστηριού μας: ο Νικόλαος Α΄, ο Αλέξανδρος Β', η σύζυγός του Μαρία Αλεξάντροβνα, ο Αλέξανδρος Γ΄ και η σύζυγός του Μαρία Φιόντοροβνα. Όλοι τους υπήρξαν κτήτορες τού μοναστηριού.
Ο Αλέξανδρος Γ΄ επισκέφθηκε το μοναστήρι μας ενώ ήταν ακόμη διάδοχος τού θρόνου, με σκοπό να μάθει για τις μάχες που πραγματοποιήθηκαν εδώ και τις λεπτομέρειες της ένδοξης νίκης.
Πώς ο διοικητής τής πόλης έκαψε τη γέφυρα μπροστά από τον εχθρό
Και οι μάχες ήταν τρομερές. Ο Ναπολέων έστειλε κρυφά δύο αποσπάσματα στους Μαλογιαροσλάβους για να καταλάβει την ανυπεράσπιστη πόλη, ανυπεράσπιστη καθότι απουσίαζαν ρωσικά στρατεύματα. Οι Γάλλοι σκόπευαν να προετοιμάσουν εδώ χώρους διαμονής και ανάπαυσης, κι ως εκ τούτου έπρεπε να περάσουν το λιβάδι Ιβανόφ και να διασχίσουν το στενό ποταμό Λούγκα κατά μήκος τής γέφυρας.
Και να, λοιπόν, που στις πέντε το πρωί, να που κάνουν την εμφάνισή τους από πίσω από το δάσος τα πηλήκια τού γαλλικού πεζικού, ενώ λάμπουν οι εχθρικές ξιφολόγχες των Γρεναδιέρων από την μεραρχία τού στρατηγού Delzons. Τα Γαλλικά στρατεύματα βάδιζαν με πλήρη εμπιστοσύνη στην ασφάλειά τους και ότι η επιχείρηση θα στεφτεί με απόλυτη επιτυχία.
Ο Σεργκέι Νικολάιεβιτς Γκλίνκα, Ρώσος βιογράφος τής εποχής εκείνης, έγραφε: τα γαλλικά στρατεύματα είχαν μπροστά τους
«μια επίπεδη πεδιάδα βοσκοτόπων, περιτριγυρισμένη από ένα πυκνό σκοτεινό δάσος, σε μερικά σημεία καλυμμένα με σγουρούς θάμνους, και η οποία χωρίζεται στα δύο από μια λεπτή λωρίδα τού κρυστάλλινου ποταμού. Κερασιές, αχυρένιες καλύβες και πέτρινα σπίτια με βαμμένες στέγες διεσπαρμένα από δω κι από κει στα βουνά, θύμιζαν στους Δυτικούς την χαρούμενη θέα τής Ελβετίας, τα ήσυχα χωριά στις όχθες τού Ρήνου με την ήσυχη οικογενειακή ζωή.
Τρία πέτρινα, παλιά κτίρια, εκκλησίες, μια από αυτές ξύλινη στη βόρεια πλευρά της πόλης, ένα μοναστήρι πάνω από μια βαθιά τάφρο, ένας πέτρινος δρόμος ανάμεσα στα βράχια - όλα αυτά μιλούσαν στην καρδιά για μέρη όπου οι άνθρωποι σπεύδουν να λατρεύσουν, μιλούσαν για ένα μέρος προσκυνήματος και μετάνοιας, μέρος όπου κανείς συνειδητοποιεί, όντας στην απομόνωση, τον σκοπό τής ύπαρξής του, τον προορισμό του! ..
Πουθενά στους δρόμους της πόλης δεν ακούγονταν στρατιωτικές κραυγές, ούτε ακούγονταν ο κρότος κάποιου τρομερού όπλου, ούτε έβλεπαν τα μάτια τού εχθρού πουθενά κανένα πανό που να ζητάνε προστασία να κυματίζει πάνω σε κάποια λόγχη. Όλα έμοιαζαν να προσφέρουν την σιγουριά στον Delzons ότι, έχοντας περάσει το Μπόροφσκ, και μην συναντώντας την παραμικρή αντίσταση, θα κατελάμβανε άνετα επίσης το Μαλογιαροσλάβετς».
Αλλά αντί για έναν «απλό περίπατο» (αυτό περίμεναν να βρουν τα εχθρικά στρατεύματα), οι Ρώσοι ετοίμασαν μια έκπληξη για τούς μη προσκεκλημένους: ο τότε δήμαρχος τού Μαλογιαροσλάβετς Π.I. Μπακόβσκι κάλεσε τον κόσμο να κάψουν την γέφυρα ακριβώς μπροστά στα μάτια των Γάλλων.
Ο Γκλίνκα συνεχίζει:
«Και ξαφνικά, μέσα από το άχυρο που σιγόκαιγε μαζωμένο καθώς ήταν κάτω από τη γέφυρα, μέσα από τον μαύρο καπνό από τα ξερόκλαδα, σαν από επτακέφαλο φίδι τής φωτιάς, ξεπετάχτηκε στον αέρα μια φονική φλόγα, που τύλιξε την γέφυρα και, με την μορφή πορφυρής γλώσσας, έμοιαζε να προκαλεί τα τάγματα τού εχθρού, που με τόση ανεμελιά ετοιμάζονταν να διασχίσουν την γέφυρα! Tα υποστηρίγματα και οι αρμοί κάηκαν, οι κορμοί δέντρων που συνέδεαν τις δύο όχθες κατέρρευσαν, και οι έκπληκτοι στρατιώτες σταμάτησαν την πορεία τους, κι άφηναν τα όπλα τους να πέσουν στα πόδια τους, και δυσκολευόμενοι να πιστέψουν αυτό που τούς συνέβαινε, μερικοί από αυτούς σιωπηλοί, άλλοι ρίχνοντας δυνατά στον αέρα κατάρες, κοιτάζαν αμήχανα ο ένας τον άλλον ... ».
Μάχη τού Μαλογιαροσλάβετς. Αλεξάντρ Αβερυάνοφ
Πώς οι Γάλλοι διέφυγαν, παρά τρίχα, το πνίξιμο στον νερόλακκο
Οι απογοητευμένοι Γάλλοι άρχισαν να χτίζουν πλωτές γέφυρες, και ο λόχος πλωτών κατασκευών άρχισε να επιδεικνύει τις δεξιότητές του στους Ρώσους, ενώ οι αδρανείς Γάλλοι γρεναδιέροι περπατούσαν κατά μήκος τής όχθης, κοιτώντας ασταμάτητα την πόλη και ονειρευόμενοι ξεκούραση και γαλήνη στα σπίτια της.
Αλλά εκείνη την εποχή, ένας κάτοικος τού Μαλογιαροσλάβετς, ο τότε γραμματέας του περιφερειακού δικαστηρίου, Σάββα Ιβάνοβιτς Μπελάγιεφ, κατηφόρισε από το απότομο βουνό στον μύλο. Ο τολμηρός άνδρας έκανε νόημα με το χέρι του στους κατοίκους τής πόλης, δίνοντας το παράδειγμα, και γρήγορα έσπασαν το φράγμα. Το νερό, σφυρίζοντας, με θόρυβο και αφρό κυλούσε έξω από το συμπαγές φράγμα, ισοπεδώνοντάς το με την δύναμη του, και εκτοξευόμενο πάνω από τις όχθες, χύθηκε πάνω στο λιβάδι του Ιβάνοφ, πλημμυρίζοντας ακαριαία ολόκληρη την περιοχή.
Ο εχθρός δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει με κατεβασμένο το κεφάλι. Αργότερα, ο Ναπολέων, που μοιράστηκε τις αναμνήσεις του από προηγούμενες εκστρατείες, θρηνούσε:
– Οι γενναίοι στρατιώτες μου διέσχισαν τόσα πολλά ποτάμια, και δεν μπόρεσαν να διασχίσουν μια ρωσική λακκούβα!
Η εξαγριωμένη αρκούδα, με την σεκίρα[1] στο χέρι
Οι αποκαρδιωμένοι Γάλλοι γύρισαν εν μέρει πίσω τις φάλαγγές τους και πήγαν να διανυκτερεύσουν στο χωριό Γκρόντνο, 16 μίλια μακριά, ένα κομμάτι, δε, από τα στρατεύματα εγκαταστάθηκε την νύχτα στο χωράφι και άναψαν φωτιές. Εκείνη την ώρα, άοπλοι πολίτες - γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι - βιάστηκαν να επωφεληθούν από αυτήν την παράταση και να εγκαταλείψουν την πόλη κατά μήκος τού δρόμου προς Καλούγκα.
Περισσότερο από μια μέρα οι Γάλλοι περίμεναν την αποκατάσταση τής διέλευσης, και αυτή την φορά αυτό το διάστημα ήταν αρκετό για τα ρωσικά στρατεύματα να φτάσουν στο Μαλογιαροσλάβετς. Το σώμα πεζικού τού στρατηγού Νταχτουρόφ, ενισχυμένο με μονάδα πυροβολικού, οι μονάδες Κοζάκων τού στρατηγού Πλάτοφ, καθώς και τα αποσπάσματα των στρατηγών Ντορόχοφ και Σεσλάβιν, κατέφθασαν στην πόλη.
Και κάπως έτσι, το Μαλογιαροσλάβετς προσωποποιούσε πλήρως στο οικόσημό του: την «θυμωμένη αρκούδα οπλισμένη με μία σεκίρα». Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, "σε αυτό το συμβολικό οικόσημο κατοικούσε κάποιου είδους παμπάλαια προφητεία μιας άνευ προηγουμένου σε δύναμη άμυνας".
Αιματηρή μάχη
Στις 24 Οκτωβρίου ακολούθησε μια αιματηρή μάχη - τόσο τρομερή που σχεδόν δεν υπήρξαν αιχμάλωτοι. Διήρκεσε 18 ώρες χωρίς διάλειμμα, και κάθε πλευρά είχε παρατάξει έως και 24 χιλιάδες πολεμιστών.
Ο ίδιος ο Ναπολέων έφτασε περίπου το μεσημέρι, παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη τής μάχης. Η πόλη άλλαξε χέρια 8 φορές. Οι πιο έντονες μάχες ξεδιπλώθηκαν μπροστά στα τείχη τού μοναστηριού μας, όπου οι Γάλλοι, έχοντας εδραιωθεί, απέκρουσαν με επιτυχία τις επιθέσεις τού ρωσικού πεζικού. Ο Διάκονος Μπονιφάτιι αρνήθηκε να φύγει από το σπίτι του και αργότερα βρέθηκε νεκρός.
Η εξακρίβωση τού ακριβούς αριθμού των πεσόντων σε αυτήν την μάχη είναι δύσκολη: σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, από 6 έως 8 χιλιάδες άτομα από κάθε πλευρά. Μεταξύ των αγνοουμένων ήταν πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν μέσα στην φωτιά. Δεδομένου ότι το Μαλογιαροσλάβετς ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη με πληθυσμό μόλις χιλίων πεντακοσίων ανθρώπων, ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε, αρκετές φορές μάλιστα, τον αριθμό των κατοίκων και το εύρος αυτό των απωλειών συγκλόνισε όλους τούς αυτόπτες μάρτυρες της μάχης.[2]
Ο αριθμός των νεκρών συγκλόνισε όλους τούς αυτόπτες μάρτυρες της μάχης
Ένας από τους συμμετέχοντες στην μάχη, ο διοικητής τού γαλλικού τάγματος, μηχανικός-γεωγράφος Louis Eugène Antonin de Labaume, θυμόταν αργότερα:
«Οι δρόμοι μπορούσαν να διακριθούν μόνο από τα σκορπισμένα πολυάριθμα πτώματα που χώριζαν τον έναν από τον άλλον. Σε κάθε βήμα έβλεπες κομμένα χέρια, πόδια και κεφάλια συνθλιμμένα απο το πέρασμα τού πυροβολικού. Καπνοί έβγαιναν από τα ερείπια των σπιτιών, κάτω από την καμένη στάχτη των οποίων ήταν παντού ορατοί απανθρακωμένοι σκελετοί».
Μόνο λίγα σπίτια επέζησαν από την πυρκαγιά στο Μαλογιαροσλάβετς: περί τα 20 από τα περίπου 200. Οι πέτρινες εκκλησίες της πόλης και τα κτίρια τού μοναστηριού υπέστησαν σοβαρές ζημιές.
Πώς η τύχη εγκατέλειψε τον Ναπολέοντα
Ο στρατηγός Alexis Joseph Delzons υπήρξε ένας από τούς αγαπημένους διοικητές τού Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια μιας σκληρής μάχης στην πλατεία τού μοναστηριού, ο Delzons, προσπαθώντας να εμψυχώσει τούς στρατιώτες του, τραυματίστηκε θανάσιμα από μια σφαίρα στο κεφάλι. Ακόμη κι αυτός ο αδερφός του, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει, σκοτώθηκε. Ο θάνατος των δύο άφησε ένα πολύ σκληρό αποτύπωμα στις καρδιές των Γάλλων και στάθηκε σημείο καμπής στην μάχη.
Εδώ, στο μοναστήρι μας, η τύχη «εγκατέλειψε» τον Ναπολέοντα - από εκείνη την στιγμή, οι αποτυχίες ακολουθούσαν η μία την άλλη.
Εδώ, στο μοναστήρι μας, η τύχη «εγκατέλειψε» τον Ναπολέοντα - από εκείνη τη στιγμή, οι αποτυχίες ακολουθούσαν η μία την άλλη.
Μέχρι το απόγευμα τής 24ης Οκτωβρίου, οι Γάλλοι ήταν ακόμα στα ερείπια της πόλης, αλλά οι Ρώσοι έπιασαν αμυντικές θέσεις στα υψίπεδα που περιβάλλουν το Μαλογιαροσλάβετς από τρεις μεριές.
O στρατηγός μεραρχίας Delzons στη μάχη τού Μαλογιαροσλάβετς. Αλεξάντρ Αβεριάνοφ
Πώς μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία ο Ναπολέων
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου, ο Ναπολέων, μαζί με τους συμβούλους και τους υπασπιστές του, πέρασε τη νύχτα στο χωριό Γκοροντνιά, κοντά στο Μαλογιαροσλάβετς, σε μια παλιά καλύβα τού χωριού. Συγκροτήθηκε ένα συμβούλιο πολέμου, το οποίο ασχολήθηκε με το ερώτημα «τι δέον γενέσθαι»: να συνεχίσουν την πορεία προς Καλούγκα ή να υποχωρήσουν;
Ο στρατάρχης Jean-Baptiste Bessières θυμάται:
«Το πρώτο κομμάτι τής νύχτας, ο Ναπολέων στέκονταν λυγισμένος πάνω από τον χάρτη, βυθισμένος σε σκέψεις, ακούγοντας τις αναφορές. Όλα έδειχναν ότι οι Ρώσοι ετοιμάζονταν για μάχη την επόμενη μέρα, και οι Γάλλοι προσπαθούσαν να το αποφύγουν αυτό, κανένας από τούς διοικητές δεν ήθελε να πάει στην Καλούγκα. Ο στρατός, ακόμη και οι φρουροί, δεν είχαν την απαιτούμενη ανδρεία για ένα τέτοιο εγχείρημα .. ».
Πριν από την αυγή, οι Γάλλοι πήραν έναν υπνάκο, και ακολούθως, ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από μια μικρή ομάδα από το επιτελείο του και από υπασπιστές, ξεκίνησε την αναγνώριση των ρωσικών θέσεων. Οι δύο μοίρες τής φρουράς του, που πάντα τον συνόδευαν, καθυστέρησαν ελαφρώς, λόγω της ταχείας αποχώρησης τού αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα ο Ναπολέων να εμπλακεί σε μια επικίνδυνη περιπέτεια: μόλις παρά τρίχα δεν έπεσε αιχμάλωτος.
Φεύγοντας στο λυκόφως πριν το ξημέρωμα και με ομίχλη, ο αυτοκράτορας έπεσε πολύ γρήγορα πάνω σε Ρώσους Κοζάκους οι οποίοι πραγματοποιούσαν αναγνώριση και επιτέθηκαν στη γαλλική αποθήκη πυροβόλων. Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, το επιτελείο, συμπεριλαμβανομένου τού Ναπολέοντος, διεπίστωνε ότι βρίσκονταν περιτριγυρισμένοι από πλήθος Ρώσων. Οι Γάλλοι σώθηκαν μόνο επειδή ήταν σούρουπο, είχε ομίχλη, αλλά και από το στοιχείο τού απροσδόκητου.
Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, το επιτελείο, μαζί με Ναπολέοντα, διεπίστωνε ότι βρίσκονταν περιτριγυρισμένοι από πλήθος Ρώσων.
Ο Γρεναδιέρος τής Αυτοκρατορικής Φρουράς, Bourgogne, έγραψε:
«Όταν βγήκαμε στην πεδιάδα, είδαμε τον αυτοκράτορα σχεδόν εν μέσω Κοζάκων, οι οποίοι είχαν περιτριγυρίσει τούς στρατηγούς και το επιτελείο του. Ένας από αυτούς, από τραγικό λάθος, τραυματίστηκε. Όταν το ιππικό μας μόλις έφτασε στην πεδιάδα, οι αξιωματικοί που περιέβαλλαν τον αυτοκράτορα τράβηξαν τα σπαθιά τους, προστατεύοντάς τον και τον εαυτό τους, καθότι ήταν μεταξύ τους και θα μπορούσε να πέσει αιχμάλωτος...»
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ναπολέων διατηρούσε την ηρεμία του και συνέχιζε την αναγνώρισή, αλλά αργότερα, όταν κάλεσε έναν γιατρό, τού ζήτησε να τού δώσει δηλητήριο - σε περίπτωση αιχμαλωσίας. Κατά πώς φαίνεται, ήταν η πρώτη φορά που ο μεγάλος στρατηλάτης φοβόταν πραγματικά.
Στις 26 Οκτωβρίου, διέταξε τα στρατεύματά του να υποχωρήσουν. Οι Γάλλοι πήγαν, ή μάλλον, έτρεξαν πίσω στον προηγούμενα λεηλατημένο δρόμο τού Σμόλενσκ, όπου, καθότι δεν ήταν προετοιμασμένοι για χειμώνα και στερούντα προμηθειών, γρήγορα αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο.
Προσευχή μπροστά στην θαυματουργή εικόνα τής Καλούγκα
Οιωνός για την υποχώρηση τού Ναπολέοντα ήταν η εμφάνιση τής Θεομήτορος πάνω από το χωριό Ταρούτινο. Εμφανίστηκε στον ρωσικό λαό και έδειχνε με το χέρι της τον δρόμο από τον οποίον έφτασαν οι Γάλλοι και προς τον οποίο άρχισαν να υποχωρούν.
Εις ανάμνησίν αυτής τής εμφάνισης τής Παναγίας, καθιερώθηκε ο τέταρτος εορτασμός στον χρόνο τής Θεομήτορος τής Καλούγκα να γίνεται την ημέρα τής μάχης τού Μαλογιαροσλάβετς.
Σύμφωνα με την παράδοση, την παραμονή αυτής της γιορτής, που έχει καθιερωθεί ως η Ημέρα τής πόλης, φέρνουν την θαυματουργή εικόνα τής Καλούγκα από την Καλούγκα στο μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου τού Τσιόρνοοστρόφσκι για μια νύχτα. Και όλη τη νύχτα, οι αδελφές του μοναστηριού προσεύχονται μπροστά στην ιερή εικόνα. Το επόμενο πρωί, την μέρα τούς εορτασμού, η εικόνα κάνει σε πομπή τον γύρο τής πόλης μέσα από κεντρικούς δρόμους. Εις ανάμνησίν τής μάχης, πραγματοποιείται αναπαράσταση των μαχών στο λιβάδι τού Ιβάνοφ.
Θαυμαστός γέροντας
Αν κοιτάξετε το μοναστήρι μας από ψηλά, θα παρατηρήσετε ότι χτίστηκε με τη μορφή πλοίου. Η μορφολογία τού βουνού αλλά και η διάταξη και μορφή των κτιρίων τής μονής είναι που δίνουν αυτήν την εντύπωση. Και καπετάνιος αυτού τού πλοίου εδώ και αιώνες είναι ο πανάκριβος και πολυαγαπημένος μας Άγιος Νικόλαος.
Οι αιχμάλωτοι έλεγαν μετά τη μάχη, ότι ένας γεροντάκος που στα χέρα του κρατούσε ένα φλεγόμενο σπαθί, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των Ρώσων
Κάποιοι Γάλλοι αιχμάλωτοι, ανέφεραν μετά την μάχη, ότι κάποιος περίεργος γεροντάκος, με ένα φλεγόμενο σπαθί στα χέρια του, και που ήταν ανίκητος, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή τών Ρωσικών στρατευμάτων. Σε αυτόν τον θαυμαστό γέροντα οι Ρώσοι αναγνώρισαν τον Άγιο Νικόλαο – την εξιστόρηση αυτή την βρίσκουμε στο χρονικό τού Αρχιμανδρίτη Λεωνίντ (Καβελίν).
Η προφορική παράδοση διέσωσε επίσης μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων για το πώς οι Γάλλοι, βλέποντας την εικόνα του Αγίου Νικολάου σε μια από τις εκκλησίες, άρχισαν να φωνάζουν με τρόμο: "Αυτός, αυτός ο γέρος μας έδιωξε από το Μαλογιαροσλάβετς!".
Από την Καρίζα στο Παρίσι
Ο Κουτούζοφ (ΣτΜ: Μιχαήλ Ιλλαριόνοβιτς Γκολενίσεφ-Κουτούζοφ, 1747-1813, ρώσος αρχιστράτηγος), αποδίδοντας μεγάλη σημασία στη μάχη τoύ Μαλογιαροσλάβετς, έλεγε:
– Η κατάκτηση του κόσμου σταμάτησε κοντά στο Μαλογιαροσλάβετς. Οι Γάλλοι οδηγήθηκαν από την Καρίζα πίσω στο Παρίσι!
(Η Καρίζα είναι ένα μικρό χωριό στην άκρη τού λιβαδιού τού Ιβάνοφ).
Αδελφοί του μοναστηριού και οι κάτοικοι τής πόλης μετά τη μάχη
Μετά την μάχη, οι Μαλογιαροσλάβοι βρέθηκαν μπροστά σε ένα τρομακτικό θέαμα: καμένα σπίτια, δρόμοι γεμάτοι παντού με πτώματα νεκρών. Ακόμη κι όλες οι χαράδρες γύρω από το μοναστήρι ήταν κι αυτές γεμάτες με ανθρώπινες σωρούς, όπου ακούγονταν ακόμη το βογγητό αυτών που πέθαιναν.
Ο πάτερ Μακάριι, έχοντας ακούσει για την καταστροφή τού Μοναστηριού και τις πυρκαγιές στην πόλη, έσπευσε από την Καλούγκα στο Μαλογιαροσλάβετς φορώντας λάπτι (ΣτΜ: ρωσικά παραδοσιακά παπούτσια από λινάρι) και ντυμένος στα ράσα – έτοιμος για νέους άθλους. Επιστρέφοντας με τούς αδελφούς στο μοναστήρι, διεπίστωσε ότι όλα όσα είχαν χτίσει για χρόνια και χρόνια είχε καταστραφεί. Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι μοναχοί ήταν να θάψουν τούς νεκρούς. Κατάφεραν μάλιστα να σώσουν αρκετούς τραυματίες από τις χαράδρες.
Μετά τη μάχη, οι Μαλοαροσλάβοι αντίκρυσαν ένα τρομακτικό θέαμα: καμένα σπίτια, δρόμοι κατάσπαρτοι με πτώματα
Οι μοναχοί έσκαψαν τρείς μαζικούς τάφους, σε έναν από τους οποίους έχει ανεγερθεί ένα μνημείο εις μνήμην των πεσόντων στρατιωτών και τού αρχιστράτηγου Κουτούζοφ. H Λιτανεία τού Σταυρού έρχεται εδώ την Ημέρα τής πόλης και σε αυτό το μέρος τελείται, ακολούθως, δέηση.
Τρία βλήματα κανονιού και περίπου εκατό σφαίρες απομακρύνθηκαν από τον φράχτη της μονής. Ο πάτερ Μακάριι ήθελε να αφήσει αυτά τα βλήματα και τις σφαίρες ως μαρτυρία για τις νεότερες γενιές, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό, επειδή οι κάτοικοι, που είχαν μείνει χωρίς χωράφια και στάβλους, από την φοβερή τους φτώχεια, πήραν τα πάντα και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τα πούλησαν ή τα αντάλλαξαν.
Οι αυτόπτες μάρτυρες θυμόντουσαν αργότερα ότι οι κάτοικοι της πόλης πούλησαν 500 κιλά σφαίρες, και τον βαρύ χειμώνα που ακολούθησε, θέρμαιναν τις σόμπες των όπως-όπως χτισμένων προσωρινών καλυβιών τους με τα ξυστά από τα ντουφέκια.
Ήδη στην εποχή μας, τη δεκαετία του 1990, οι πρώτες ασκήτριες τού μοναστηριού, όταν ακόμη φύτευαν λουλούδια για τούς κήπους που έφτιαχναν, βρήκαν στην γη πολλά αντικείμενα που θυμίζουν την μεγάλη μάχη.
Αποκατάσταση του μοναστηριού
Μετά τις εχθροπραξίες, οι μοναχοί βρέθηκαν μπροστά σε δύσκολες συνθήκες, αλλά δεν αποκαρδιώθηκαν. Ο ηγούμενος δεν το έβαλε κάτω - ανέλαβε την επανανέγερση τού μοναστηριού. Έκανε έρανο και, με την φλογερή πίστη του, έλαβε αυτό που ζητούσε. Υψηλά πρόσωπα πληροφορήθηκαν για την κατάσταση των αδελφών, και το μοναστήρι άρχισε σταδιακά να αναβιώνει.
Ο κύριος ευεργέτης, ο Τερέντιι Ελιζάροβιτς Τσελιμπέεφ, εκοιμήθη το 1814 σε ηλικία 74 ετών, κληροδοτώντας στο αγαπημένο του μοναστήρι όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του (τίτλους, γης, κήπους, σπίτι) πάνω από 70 χιλιάδες ρούβλια (ΣτΜ: ένα τρομακτικό για την εποχή νούμερο. Ένας δάσκαλος τού Δημοτικού κέρδιζε τότε γύρω στα 38 ρούβλια τον μήνα [3]. Η Ιερά Σύνοδος δώρισε 3 χιλιάδες ρούβλια, κι ο Τσάρος Αλέξενδρος 1ος προσέφερε 10 χιλιάδες από το Κρατικό Θησαυροφυλάκιο [4]).
Τότε ο ηγούμενος αποφάσισε να χτιστεί ένας πέτρινος καθεδρικός ναός προς τιμήν τού Αγίου Νικολάου, ναός ο οποίος θα γινόταν μνημείο τής μάχης τού 1812 και που δεν θα έμοιαζε με καμιά άλλη εκκλησία μοναστηριού.
Μέχρι το ευλογημένο τέλος
Και ο καθεδρικός ναός χτίστηκε, ωστόσο, ο πάτερ Μακάριι δεν είχε την ευτυχία να τον εγκαινιάσει - πέθανε στα χέρια ενός δόκιμου το 1839. Ήταν τόσο δραστήριος που ακόμη και ο θάνατος τον βρήκε εν ώρα εργασίας.
Ο Αρχιμανδρίτης Μακάριι ετάφη μαζί με τον φίλο και τον συνεργάτη του - τον έμπορο Τσελεμπέιεφ - στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Νικολάου κάτω από μια κρύπτη, το ακριβές μέρος τής ταφής τους παραμένει άγνωστο.
Συνεχίχεται...