Το Πάσχα του 1993, στις 18 Απριλίου, δολοφονήθηκαν τρείς αδελφοί της Ιεράς Μονής Όπτινα: ο ιερομόναχος Βασίλειος, ο μοναχός Τρόφιμος και ο μοναχός Θεράπων. Το 2005, με την ευλογία του Αγιωτάτου Πατριάρχη Αλεξίου Β’ είχε χτιστεί εκκλησάκι πάνω από τους τάφους τους και ήδη εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές τους έχουν επισκεφτεί. Κάθε χρόνο, στις 18 Απριλίου, δεν μπορείς να πλησιάσεις καθόλου στο χώρο. Στην Ιερά Μονή Όπτινα αυτή την ημέρα έρχονται σαράντα με πενήντα λεωφορεία με προσκυνητές και μεγάλο πλήθος στέκεται με αναμμένα κεριά στην αυλή του μοναστηριού. Βέβαια, και τις άλλες μέρες, έρχονται σε ομάδες άνθρωποι από διάφορες περιοχές, για να τελέσουν μνημόσυνο στους τάφους των δολοφονηθέντων αδελφών, να προσευχηθούν και να τους ζητήσουν βοήθεια. Πράγματι, πολλοί είναι εκείνοι που βρίσκουν βοήθεια. Τώρα, στο μοναστήρι συγκεντρώνουν στοιχεία για θαύματα, με τις πρεσβείες των Μαρτύρων της Όπτινα, και ετοιμάζουν δεδομένα για την αγιοκατάταξη. Κάποιοι ιδιαίτερα επίμονοι προσκυνητές με επισκέπτονται, αφού το σπίτι μου βρίσκεται δίπλα στους τοίχους του μοναστηριού και ζητάνε: «Σας παρακαλώ, γράψτε και τη δική μου αφήγηση». Ιδού, μερικές αφηγήσεις των επισκεπτών μου.
Η Τατιάνα Κοζλόβα, ξεναγός της Μονής Όπτινα και γειτόνισσά μου, αφηγείται:
«Η πίστη είναι προνόμιο αυτών που ξέρουν να είναι ευγνώμονες» - έγραφε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στις ξεναγήσεις συχνά συναντάς ανθρώπους που επισκέπτονται την Ιερά Μονή Όπτινα για να προσκυνήσουν τους τάφους του ιερομονάχου Βασιλείου, του μοναχού Τροφίμου και του μοναχού Θεράποντος με σκοπό να τους ευχαριστήσουν για τη βοήθειά τους. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πάρα πολλές αλλά θυμόμαστε μόνο τις πιο έντονες. Για παράδειγμα, μια γιαγιά στο εκκλησάκι, δίπλα στους τάφους των Νεομαρτύρων, και παρουσία όλης της προσκυνηματικής ομάδας διηγήθηκε το εξής. Η κόρη της με τον άνδρα της είχαν πάει διακοπές και τον εγγονό τον άφησαν στη γιαγιά. Ο περίεργος εγγονός της βρήκε κάπου στο σπίτι της γιαγιάς ένα μπουκάλι με δηλητηριώδες χημικό υγρό. Το ήπιε και έκαψε όλα τα εσωτερικά του όργανα. Όταν με την «Άμεση Βοήθεια» τον πήγαν στην εντατική, οι γιατροί της είπαν ότι, δυστυχώς, δε θα μπορέσουν να σώσουν το παιδί, αν και κάνουν ό, τι είναι δυνατόν. Λέει η γυναίκα: «Καθόμουν δίπλα στις πόρτες της εντατικής, ικέτευα τον πατέρα Βασίλειο, τον μοναχό Τρόφιμο και τον μοναχό Θεράποντα να με βοηθήσουν και για κάποιο λόγο ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά».
Και πράγματι, προς έκπληξη των γιατρών, το αγοράκι όχι μόνο θεραπεύτηκε αλλά και δεν έμεινε ούτε ίχνος από τα τόσο τρομερά εγκαύματα στο λάρυγγα και στον οισοφάγο.
Ακόμα ένα περιστατικό. Τους προσκυνητές από τη Μόσχα πολύ συχνά τους φέρνει η ξεναγός Ντάρια Σπιβιάκινα. Βεβαίως, στη δουλειά, καμιά φορά, κουράζεσαι, αλλά από μια εκδρομή η Ντάρια επέστρεψε κυριολεκτικά χωρίς δυνάμεις. Εκείνη τη φορά στην ομάδα τους είχαν και μια ηλικιωμένη προσκυνήτρια με πατερίτσα, μόλις που περπατούσε. Το γεγονός, βέβαια, που ένας άρρωστος άνθρωπος περπατάει με δυσκολία προκαλούσε συμπόνια. Όμως, η προσκυνήτρια κυριολεκτικά κόλλαγε σε κάθε κειμήλιο, προσευχόταν για πολλή ώρα και όταν προλάβαινε την ομάδα, ζητούσε την ξεναγό να επαναλάβει αυτό που είχε πει όταν αυτή απουσίαζε. Εκτός από αυτό, το λεωφορείο έπρεπε εδώ και ώρα να έχει ξεκινήσει την επιστροφή πίσω στη Μόσχα. Ο οδηγός φώναζε και η κουτσή προσκυνήτρια είχε πάει να προσευχηθεί στους τάφους των Νεομαρτύρων και δεν ήξερε κανείς πότε θα επιστρέψει.
Πέρασε ένα διάστημα. Κάθομαι στο ταξιδιωτικό μας γραφείο μόνη μου. Ξαφνικά μπαίνει μέσα μια ηλικιωμένη γυναίκα και αρχίζει κάπως επιδεικτικά και χαρούμενα να περπατάει δίπλα μου, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ειλικρινά, τα’ χασα και σκέφτηκα ότι είχε χάσει τα λογικά της. Λίγο αργότερα, αποδείχτηκε ότι ήταν εκείνη η κουτσή προσκυνήτρια που είχε έρθει στην Όπτινα με πατερίτσα. Η προσκυνήτρια διηγήθηκε ότι, μετά την προσευχή στους τάφους των αδελφών της Όπτινα, ένιωθε τόσο ανυπόφορο πόνο στο πόδι, λες και της το έκοβαν. Με πολλή δυσκολία είχε πάει στο σπίτι και ξεχάστηκε από τον πόνο μόνο στον ύπνο. Και το πρωί ξύπνησε υγιής. Περπατάει τώρα με ευκολία και δε χρειάζεται πατερίτσα. Εν τω μεταξύ, ήταν άρρωστη από τα δεκαοκτώ της χρόνια.
Ακόμα ένα περιστατικό, ίσως, όχι και τόσο σημαντικό. Όμως, ο Πρωθιερέας Αλέξανδρος Σαργκουνόβ χάρηκε πολύ όταν του το είχα διηγηθεί. Η υπόθεση έχει ως εξής. Πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή είχα δώσει υπόσχεση ότι δε θα έτρωγα οτιδήποτε νόστιμο. Ακόμα και φρούτα δεν επέτρεπα στον εαυτό μου. Την τρίτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είχα πάει νωρίς το πρωί να προσευχηθώ στους τάφους των Νεομαρτύρων. Στο εκκλησάκι δεν υπήρχε κανείς. Και βλέπω στον τάφο του πατέρα Βασιλείου ένα μεγάλο κόκκινο και τόσο λαχταριστό μήλο που θέλησα πολύ να το φάω. Όχι, σκέφτομαι, αφού είχα δεσμευτεί. Μέχρι να προσευχηθώ στους τάφους του μοναχού Θεράποντα και του μοναχού Τροφίμου, το μήλο είχε εξαφανιστεί.
Πηγαίνω στη δουλειά, στο ταξιδιωτικό μας γραφείο, και τόσο πολύ ήθελα ένα μήλο. Δεν υπάρχει ψυχή δίπλα. Τα δρομάκια τα είχαν καθαρίσει από το χιόνι, από το βράδυ, αλλά μέσα στη νύχτα έριξε λίγο χιονάκι και σκέπασε τα δρομάκια. Πάνω στο χιόνι δεν υπάρχουν καθόλου ίχνη από πατήματα. Πάνω σε αυτό το κάτασπρο σεντόνι που δεν το ακούμπησε άνθρωπος, βλέπω ένα μεγάλο κιτρινοπράσινο μήλο. Πολύ νόστιμο! Όταν το είπα στον πνευματικό μου, τον πατέρα Νικήτα, ότι δεν άντεξα και έφαγα το μήλο, γέλασε πολύ: «Πώς να μην φας το μήλο αφού σου το έστειλε ο ίδιος ο πατήρ Βασίλειος;» Επίσης, η διήγηση για το μήλο χαροποίησε πολύ τον πατέρα Αλέξανδρο Σαργκουνόβ και μου είπε: «Ναι, αυτό είναι!». Από όσο κατάλαβα αυτό το «αυτό είναι» σημαίνει ότι αν και στους τάφους των δολοφονηθέντων αδελφών, όπως πρέπει, τελούν μνημόσυνα και τρισάγια, πληθαίνουν οι πληροφορίες ότι ο Κύριος τους έχει ήδη δοξάσει.
Η Βέρα Ντιατσένκο, ξεναγός από την Καλούγκα, αφηγείται:
Στις 18 Μαΐου, ο αγαπημένος μου ανιψιός Αλέξιος συμπλήρωσε δεκαοκτώ χρόνια, και αμέσως μετά τα γενέθλια εξαφανίστηκε, αφήνοντας σημείωμα: «Μη με ψάχνετε. Θα σας πάρω τηλέφωνο αργότερα ο ίδιος». Ο Αλέξιος τότε σπούδαζε στην Αγροτική Σχολή, στο πρώτο έτος, και έμενε στην αδελφή μου και θεία του στην πόλη Τσελιάμπινσκ. Η αδελφή μου τηλεφώνησε πρώτα σε όλους τους φίλους και γνωστούς του Αλέξιου στο Τσελιάμπινσκ, μετά τηλεφώνησε στη μαμά του στην Περιφέρεια Αλτάϊ και σε μένα, στην Καλούγκα, αλλά ο Αλέξιος δε βρέθηκε πουθενά. Μετά από τρείς μέρες, δηλώσαμε εξαφάνιση στην αστυνομία, έχοντας φοβηθεί ότι έχει γίνει κάτι κακό. Αν και στην αστυνομία μας βεβαίωναν ότι για τους νέους αυτό είναι κάτι το συνηθισμένο, δηλαδή να κάνουν τη βόλτα τους και να επιστρέφουν, ξέραμε πολύ καλά ότι ο Αλέξιος ποτέ δε θα έβαζε τους δικούς του ανθρώπους σε αυτή την αγωνία. Ούτε λεκτικά δεν μπορούσε να πληγώσει κάποιον. Τόσο φωτεινός και αγνός νεαρός ήταν. Όλοι εμείς αγαπούσαμε πολύ τον Αλέξιο.
Περνούσαν μέρες και βδομάδες αναμονής. Ήμασταν σε κατάσταση τρόμου. Η μαμά μου, γιαγιά του Αλέξιου, έβαλε τον εαυτό της σε πολύ αυστηρή νηστεία και είπε: «δε θα τρώω, δε θα πίνω, μέχρι να βρεθεί ο Αλέξιος». Εκείνο τον καιρό σύχναζα στην Όπτινα και κυριολεκτικά πότιζα με τα δάκρυά μου τους τάφους του πατέρα Βασιλείου, του μοναχού Θεράποντος και του μοναχού Τροφίμου και τους ικέτευα να βοηθήσουν.
Ο Αλέξιος ήταν για μένα σαν γιος και η καρδιά μου έλεγε ότι ο Αλέξιος κινδυνεύει.
Πράγματι, εκείνες τις μέρες του Ιουνίου, κινδύνευε πολύ η ζωή του. Πολύ αργότερα, όταν ο Αλέξιος βγήκε από το νοσοκομείο και μπορούσε να μιλάει, μας εξήγησε γιατί είχε φύγει από το σπίτι. Αποδείχθηκε ότι τον διέγραψαν από τη Σχολή, επειδή, μετά την χειμερινή εξεταστική, ήταν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα άρρωστος και είχε χάσει πάρα πολλά μαθήματα. Ο Αλέξιος τότε σπούδαζε με δίδακτρα και τον έτρωγε η συνείδησή του, που ενώ οι γονείς του στερούνταν πολλά και προσπαθούσαν με όσες δυνάμεις είχαν να σπουδάσει, αυτός είχε διαψεύσει τις προσδοκίες τους. Και εκεί έπιασε το μάτι του μια αγγελία στην εφημερίδα ότι στην πόλη Εκατερινμπούργκ προσκαλούσαν νέους για εργασία και υπόσχονταν υψηλές αμοιβές. Και αποφάσισε να πάει να εξοικονομήσει χρήματα και ύστερα από το Εκατερινμπούργκ θα τηλεφωνούσε στους δικούς του.
Στο Εκατερινμπούργκ, ο Αλέξιος έφτασε τη νύχτα και διανυκτέρευσε στο σταθμό υπεραστικών. Στην αίθουσα αναμονής είχε ζέστη, οπότε έβγαλε το μπουφάν και το πουλόβερ του και έμεινε μόνο με τη φανέλα. Το πρωί ανακάλυψε ότι του είχαν κλέψει τα πάντα: το μπουφάν, το πουλόβερ, τη τσάντα με τα χαρτιά και τα λεφτά και όλα τα πράγματα. Ο ανιψιός μου απευθύνθηκε στην αστυνομία, και εκεί του εξήγησαν ότι χωρίς τα χαρτιά δε θα τον δέχονταν πουθενά για δουλειά. Μπορούν, όμως, να τον συλλάβουν ως αλήτη. Οπότε μια ήταν η διέξοδος – να επιστρέψει στο σπίτι. Μπήκε στο δρόμο της επιστροφής με μια φανέλα, χωρίς καπίκι, αλλάζοντας παράνομα ηλεκτρικά τρένα.
Το Μάιο, στα Ουράλια κάνει κρύο ακόμα. Ακόμα και χιόνι έχει σε κάποια σημεία. Χωρίς ζεστά ρούχα, ο Αλέξιος κρύωσε και αρρώστησε. Δυστυχώς, και στο σπίτι αρρωσταίνει τόσο βαριά που, όταν έχει ψηλό πυρετό, δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον και δεν μπορεί να μιλήσει. Αυτόν, τον επιβάτη χωρίς εισιτήρια, οι αστυνόμοι και οι ελεγκτές τον θεωρούσαν ναρκομανή. Αφού είχε θολά και άρρωστα μάτια, δεν μπορούσε να μιλήσει και έτρεμε, σαν το ναρκομανή με σύνδρομο στέρησης. Ο Αλέξιος δεν ήταν σε θέση να θυμάται, πόσες φορές τον έπαιρναν στην αστυνομία ή τον έβγαζαν βίαια από το ηλεκτρικό στο χιόνι. Θυμάται θολά ότι τον χτυπούσαν και άρχισε να φοβάται τους ανθρώπους. Κρυβόταν τις νύχτες σε άδεια βαγόνια, και το πρωί προχωρούσε προς το σπίτι του με τα πόδια ακολουθώντας τις σιδηρογραμμές. Για δύο βδομάδες δεν είχε φάει τίποτα. Να ζητήσει ντρεπόταν. Να κλέψει δε θα μπορούσε. Έφτασε στο Τσελιάμπινσκ με «αυτόματο πιλότο» και κάπου-κάπου χάνοντας τις αισθήσεις του προσπαθούσε να θυμηθεί προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να κινηθεί για το σπίτι του.
Όλες αυτές τις φοβερές μέρες, όλη η οικογένειά μας προσευχόταν για τον Αλέξιο. Στο Τσελιάμπινσκ έφτασε η μαμά του Αλέξιου που, δυστυχώς, δεν είχε βαπτίσει το γιο της στην παιδική του ηλικία. Δεν είχαμε κιόλας εκκλησίες εκείνο τον καιρό. Όταν της μετέφερα τα λόγια του γέροντά μας, αρχιμανδρίτη Ηλία, «ας βαπτίσει αμέσως τον Αλέξιο, μόλις επιστρέψει σπίτι», η μαμά του υποσχέθηκε ότι οπωσδήποτε θα το κάνει. Η ίδια, μάλιστα, από τότε και ύστερα δεν βγαίνει από την εκκλησία.
Για τα μετέπειτα γεγονότα μου μίλησε η αδελφή μου. Μια μέρα επέστρεψαν από την εκκλησία και είδαν στο χολ τα αθλητικά παπούτσια του Αλέξιου. Ήταν πολύ της τάξης και, όταν επέστρεφε στο σπίτι, πάντα έβγαζε τα παπούτσια του. Έψαξαν όλο το διαμέρισμα, δεν υπήρχε πουθενά. Αυτός φοβόταν τόσο πολύ τους ανθρώπους που κρυβόταν στην ντουλάπα και τον βρήκαν εκεί, χωρίς αισθήσεις και σε θέση εμβρύου. Όταν έφτασε η «Άμεση Βοήθεια», η γιατρός που εξέτασε τον Αλέξιο που ήδη είχε αρχίσει να παγώνει, είπε: «Ακόμα τρείς-τέσσερις ώρες και κανένας δε θα μπορούσε να τον επαναφέρει από τον άλλον κόσμο».
Ο Αλέξιος, πράγματι, επέστρεψε στη ζωή σχεδόν από τον άλλον κόσμο. Όταν του έδωσαν εξιτήριο από το νοσοκομείο, δεν πήγαν στο σπίτι, αλλά κατευθείαν στην εκκλησία, όπου και βάφτισαν το δούλο του Θεού Αλέξιο.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στο σπίτι στις 9 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου και ημέρα της ονομαστικής γιορτής του μοναχού μάρτυρα Θεράποντος. Ένιωθα τη συνδρομή των δολοφονηθέντων αδελφών της Όπτινα στη ζωή του Αλέξιου και ήθελα κάπως να την απαθανατίσω αυτή την ημέρα. Δυστυχώς, σε μας, στην Καλούγκα δεν υπήρχε τότε ούτε μια εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου και λίγοι ήταν αυτοί που ήξεραν για αυτόν τον Άγιο. Τότε, με την ευλογία του Πρωθιερέα Ανδρέα Μπογκομόλοβ, άρχισα να μαζεύω χρήματα για την εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Κάθε φορά που πήγαινα κάπου με μια ομάδα για ξενάγηση, μέσα στο λεωφορείο, μιλούσα για αυτόν τον εκπληκτικό Άγιο. Οι άνθρωποι με πολλή αγάπη και πολλή θέληση έδιναν χρήματα, έτσι που πολύ σύντομα στον Ιερό Ναό της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου της Καλούγκα μπήκε η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Για μένα, αυτή η εικόνα δεν είναι μόνο φόρος αγάπης προς τον μεγάλο Άγιο, αλλά και ενθύμιο του ότι με τις πρεσβείες των Νεομαρτύρων της Όπτινα σώθηκε ο ανιψιός μου Αλέξιος.
Σύζυγος επιχειρηματία από την Περιφέρεια Μπριάνσκ, που ζήτησε να μην αναφέρω το όνομα της, αφηγείται:
Παντρεύτηκα από αγάπη, αλλά σύντομα ανακάλυψα ότι ο άνδρας μου δεν είναι μόνο άθεος, αλλά αμείλικτος και άγριος άθεος. Άπαξ και διαπίστωνε ότι κάποιος από τους εργαζόμενούς του πηγαίνει στην εκκλησία και προσεύχεται στον Θεό, αμέσως τον απέλυε. Η πόλη μας είναι μικρή και η κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας είναι δύσκολη. Είναι σχεδόν αδύνατον να βρεις δουλειά με ικανοποιητικό μισθό, εκτός από τις εταιρείες του άνδρα μου.
Οπότε ζούσαμε σαν τους χριστιανούς στις κατακόμβες. Προσευχόμασταν στα κρυφά και αποκρύβαμε την πίστη μας ώστε να μην πέσουμε στα μάτια του «αφεντικού». Και εγώ η ίδια έκρυβα τις εικόνες μου και το προσευχητάρι μου στην ντουλάπα, κάτω από τα σεντόνια, και τα βιβλία πνευματικού περιεχομένου δεν τολμούσα να τα έχω στο σπίτι. Τα είχα στο σπίτι μιας ορθόδοξης φίλης μου που δούλευε στο εργοστάσιο του άντρα μου.
Μια φορά, ο άντρας μου ετοιμάστηκε να πάει στα χωριά της περιφέρειάς μας για δουλειές και με ενημέρωσε ότι θα επέστρεφε αύριο. Τότε, με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου και μου είπε ότι της έδωσαν να διαβάσει το βιβλίο «Ματωμένο Πάσχα» για τους τρείς αδελφούς της Όπτινα που είχαν δολοφονηθεί Πάσχα. Με τόσο ενθουσιασμό μού μίλησε για το βιβλίο έτσι που κι εγώ θέλησα να το διαβάσω.
– Έλα, της λέω, στο σπίτι μου μαζί με το βιβλίο. Θα διαβάσουμε μαζί. Ο άντρας μου δε θα επιστρέψει σήμερα.
Όπως έλεγε αργότερα ο άντρας μου: «όταν λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια». Έβγαλα από την ντουλάπα όλες τις εικόνες μου, προσευχηθήκαμε με τη φίλη μου και μόλις ξεκινήσαμε να διαβάζουμε το «Ματωμένο Πάσχα», ξαφνικά επέστρεψε ο σύζυγος. Δεν ξέρω, για ποιο λόγο, αλλά ακυρώθηκε το ταξίδι και ο άντρας μου μας έπιασε «στα πράσα». Εγώ, ως άνθρωπος εξασκημένος σε αυτά, δια μιας κατάφερα να κρύψω τις εικόνες. Η φίλη μου, όμως, ταλαντεύονταν με το βιβλίο και δεν ήξερε πού να το βάλει. Κάποια στιγμή, το έβαλε πάνω στο ψυγείο και έτρεξε προς την πόρτα. Ο άντρας μου παίρνει το «Ματωμένο Πάσχα» και από πίσω της φωνάζει:
– Τώρα κατάλαβα ποιος μπερδεύει τη γυναίκα μου! Αύριο κιόλας φεύγεις από τη δουλειά για αυτό!
Εμένα ούτε καν που με κοίταξε. Έκλεισε την πόρτα δυνατά και πήγε στην κουζίνα.
Όλη τη νύχτα στην κουζίνα είχε αναμμένο το φως. Ούτε εγώ μπορούσα να κοιμηθώ. Θυμήθηκα πως κάποια φορά μια πιστή γυναίκα, που την είχε απολύσει ο άντρας μου, είχε βάλει τις φωνές λέγοντας ότι ζω με τον «αντίχριστο». Και γιατί δεν τον χωρίζω; Βέβαια, ο παππούλης δε με ευλογούσε να χωρίσουμε και έλεγε ότι ο άπιστος άντρας αγιάζεται από την πιστή γυναίκα. Και δεν το κρύβω, αγαπούσα πολύ τον άντρα μου. Και ο ίδιος αγαπούσε πολύ τόσο εμένα όσο και τα παιδιά. Πολλοί εκτιμούσαν τον άντρα μου και έλεγαν ότι αν και γύρω μας έχουν διαλυθεί τα πάντα, αυτός είχε καταφέρει να στήσει μια πολύ καλή επιχείρηση. Και όμως, εκείνη τη νύχτα, αποφάσισα τελεσίδικα ότι θα έφευγα από τον άντρα μου αν έδιωχνε τη φίλη μου από το εργοστάσιο. Αυτή δε θα μπορούσε χωρίς δουλειά. Μεγαλώνει δύο παιδιά, χωρίς σύζυγο, και εκτός από αυτό φροντίζει και τους γέρους γονείς της.
Όλη τη νύχτα ετοίμαζα το «τελεσίγραφο» και μόνο νωρίς το πρωί τόλμησα να μπω στην κουζίνα. Βλέπω ότι ο άντρας μου είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του βιβλίου, πνιγμένος μέσα στα δάκρυα.
– Γονάτισε βαθιά, με ευγνωμοσύνη, μπροστά στη φίλη σου, μου λέει, που έφερε αυτό το βιβλίο στο σπίτι μας. Ετοιμάσου, σε παρακαλώ, να πάμε στο μοναστήρι στον παππούλη σου. Θέλω να βαπτιστώ σήμερα κιόλας.
Έτσι, ο άντρας μου έκανε τη μεγάλη στροφή προς την πίστη. Αμέσως μετά την Βάπτιση, ο άντρας μου μας έδωσε το αυτοκίνητό του με τον οδηγό του και μας έστειλε, μαζί με τη φίλη μου, στη Μονή Όπτινα για να πάμε δώρα στο μοναστήρι και να προσκυνήσουμε με ευγνωμοσύνη τους τάφους των Νεομαρτύρων της Όπτινα.