Ουρά στο ναό
Λειτουργία για τον καθαγιασμό τής Εκκλησίας τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Τροπαριόβο
Ο Απόστολος κάλεσε να αξιοποιήσουμε τον χρόνο, «ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (βλ. προς Εφεσίους, κεφ. 5, εδ. 16). Όταν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε κάτι για την Εκκλησία, τότε να το κάνουμε αμέσως, διαφορετικά αυτή η ευκαιρία ενδέχεται να μην επανεμφανιστεί ποτέ πλέον.
Ο καθαγιασμός προγραμματίστηκε όχι για την ημέρα τού εορτασμού τής μνήμης τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ, τον Νοέμβριο, αλλά κάπου στις αρχές του έτους, στις 23 Φεβρουαρίου, κατά τον εορτασμό τού Αγίου Χαράλαμπου, στον οποίο και είναι αφιερωμένο ένα από τα παρεκκλήσια τού ναού τού Τροπαριόβο.
Θυμάμαι που πλησίαζα στην εκκλησία εκείνη την ημέρα (σήμερα ο δρόμος που οδηγεί σε αυτήν είναι μια ευθεία, αλλά τότε, τα είχαν κάνει έτσι που να αποφεύγεις να πας εκεί) ... Και τι βλέπω: αστυνομικοί παντού αλλά κάπως στα «κρυφά». Ήταν εκεί, πολύ μακριά από την είσοδο της εκκλησίας, κυριολεκτικά κάθε 15 μέτρα, παραταγμένοι παράλληλα με την ουρά προς τον ναό.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο Ταξιάρχης των Ασωμάτων Δυνάμεων! «Να δώσει ο Θεός», σκέφτομαι μέσα μου, «όλοι αυτοί που δεν έχουν σχέση με την Εκκλησία να μετανοήσουν και να μεταστραφούν».
Όταν ήμουν ακόμα μικρός, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Λεφόρτοβο υπήρχε μια μοναχή, Παρασκευά, σαλή. Όλοι την σέβονταν. Κι ήξεραν όλοι ότι όλα όσα είπε, έγιναν πραγματικότητα.
– Το είπε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στο ραδιόφωνο: θα ανοίξουν όλες οι εκκλησίες! Και θα ηχήσουν σε όλη τη Μόσχα τα καμπαναριά! - διαβεβαίωνε, θυμάμαι, ήδη στη δεκαετία τού 1940. - Όλες, όλες οι εκκλησίες θα ανοίξουν! Οι χρυσοί θόλοι θα λάμπουν παντού!
Θυμήθηκα αυτήν την προφητεία της μισό αιώνα αργότερα, όταν καθαγιάστηκε η πρώτη εκκλησία στη Μόσχα, αυτή τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Τροπαριόβο.
Με πόση λαχτάρα περίμεναν οι άνθρωποι τον καθαγιασμό των εκκλησιών!
Οι Πρωτοπρεσβύτεροι Ματφιέι Σταντνιούκ και Βλαντίμιρ Ντιβάκοφ. Φωτογραφία: Β. Χομπακόφ / patriarchia.ru
Νωρίτερα, ήδη το 1988, ο πάτερ Ματφιέι Σταντνιούκ, γραμματέας τού Παναγιωτάτου Πατριάρχη, με κάλεσε και μού είπε:
- Πατέρα, πρέπει να βάλουμε ένα σταυρό στην εκκλησία εδώ... - και μού δείχνει μια φωτογραφία.
Κοιτάζω καλά και δεν καταλαβαίνω τίποτε: τι είναι αυτό!
Όπως φάνηκε αργότερα, ήταν μόνο ένα μέρος της πρώην εκκλησίας που δόθηκε στην Εκκλησία με την ευκαιρία τής 1000ης επετείου τού Βαπτίσματος των Ρως, μάλλον ως «δώρο».
Είχα, κάποτε, στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας, συγγράψει μια εργασία περί των εκκλησιών τής Μόσχας, και τις είχα επισκεφθεί, κι εδώ τώρα καθόμουν και και κοίταγα και αναρωτιόμουν πού είναι αυτό το μέρος.
– Άντε, σκέψου καλά – μού ζήτησε ο πάτερ Ματφιέι. – Ίσως και να βάλεις σταυρό ...
Πρωθιερεάς Σέργκιι Σουζντάλτσεφ Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό του, κι αυτό απέσπασε την προσοχή του. Κι εγώ συνειδητοποίησα ότι στα χέρια μου είχα ένα ολόκληρο άλμπουμ, και αυτή η φωτογραφία ήταν μόνο μία από τις πολλές. Βάλθηκα να το ξεφυλλίζω - φρίκη! – ούτε παράθυρα, ούτε πόρτες, και στους τοίχους, αντίθετα, λακκούβες ... Το κτίριο έδειχνε σαν να είχε «περάσει από πάνω» η λαίλαπα τού πόλεμου.
– Πάτερ Ματφιέι, μα δεν είναι στη Μόσχα, ή μήπως είναι; - Προσπαθώ να γίνω πιο συγκεκριμένος.
– Στο Ζιλινογκράντ (ΣτΜ: μια εκ τών διοικητικών περιφερειών τής Μόσχας) - απαντά, κατεβάζοντας το τηλέφωνο. Είναι η Εκκλησία τού Αγίου Νικολάου.
Φυσικά, ήταν δύσκολο για μένα να πάω εκεί. Δεν είχα κι αυτοκίνητο. Και για το Πατριαρχείο, δεν είναι ρεαλιστικό να παρακολουθεί από κοντά όλες τις υποθέσεις, ή και να ηγείται της διαδικασίας αποκατάστασης κι επαναλειτουργίας. Το είπα αυτό στον πάτερ Ματφιέι.
– Οϊ-οϊ-οϊ, - αναστέναζε βλέποντας όλες τις φωτογραφίες. – Και ποιόν να στείλω εκεί; .. Μπορούμε να πούμε στον πάτερ Σέργκιι Σουζντάλτσεφ - ας τελέσει προσευχή και καθαγιασμό εκεί.
Οι γιαγιάδες δούλεψαν όλη τη νύχτα, ξερίζωσαν τα ζιζάνια με τα χέρια τους - έτσι περίμεναν τον καθαγιασμό τής εκκλησίας
Ούτε καν να μπει μέσα στην εκκλησία δεν μπορούσε, έκανε μια προσευχή ακριβώς στο βόρειο τείχος αυτού του ερείπιου, και μαζί του ραντίσαμε με αγίασμα τούς τοίχους τής εκκλησίας και τα ερείπια τού ενοριακού σπιτιού. Και, θυμάμαι που έλεγε σε όλους πώς πήγαινα εκεί κατά μήκος της περιμέτρου των θεμελίων των τοίχων και μόλις που δε έπεσα στο υπόγειο – αν και δεν έπρεπε να με στείλουν μόνο μου σε αυτήν την «παγίδα».
Έτσι, το φθινόπωρο τού 1988, πραγματοποιήσαμε τον πρώτο, αν και πολύ συμβολικό, σύντομο καθαγιασμό για κάτι που μετά βίας θα το έλεγες «εκκλησία» εκείνη την εποχή.
Όμως οι άνθρωποι υποδέχθηκαν τα νέα για την επαναλειτουργία τού ναού με μεγάλο ενθουσιασμό. Όταν πήγα για πρώτη φορά εκεί, το γρασίδι γύρω από τον ναό ήταν ψηλό ίσαμε το μισό μπόι μου. Όλα είχαν εγκαταλειφθεί, ερημώσει.
«Άντε», λέω μέσα μου, «αύριο θα ραντίσουμε όπως όπως τα πάντα εδώ, και σε σειρά θα κάτσουμε να τα βάλουμε αργότερα».
Την επόμενη μέρα, φτάνουμε εκεί, λοιπόν, με τον πάτερ Σέργκιι, και τι να δουν τα μάτια μας... Ούτε ίχνος χόρτου!! Μα καλά, πώς; Τι είναι τούτο; Μάθαμε αργότερα, ότι οι γιαγιάδες δούλευαν σχεδόν όλη τη νύχτα, και ξερίζωσαν όλα τα ζιζάνια με τα χέρια τους – τέτοια ήταν η λαχτάρα τους για τον καθαγιασμό τής εκκλησίας!
Για ποιόν χτυπά η καμπάνα;
Καμπάνες τού ναού τού Αρχάγγελου Μιχαήλ την ημέρα τού καθαγιασμού τού ναού
Ωστόσο, το πρώτο άνοιγμα και καθαγιασμός εκκλησίας στη Μόσχα πραγματοποιήθηκε στο Τροπαριόβο. Η περίπτωση τού ναού τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ υπήρξε η «λυδία λίθος». Πρωτύτερα, στην σοβιετική, πάντα, εποχή, πέρα από την περίπτωση που αναφέραμε παραπάνω, ήταν δυνατό να καθαγιάσουν μια μόνη Αγία Τράπεζα ή ένα κομμάτι τού ναού, κι αυτό ήταν όλο. Δεδομένου, δε, ότι δεν άνοιξαν ποτέ όλον αυτόν τον καιρό νέες εκκλησίες, κανείς πλέον δεν θυμόταν πώς τελείται καθαγιασμός.
Θυμάμαι, με το που έφτασα τότε στο Τροπαριόβο, πήγα στην εκκλησία και βλέπω ταραγμένο τον πάτερ Ματφιέι Σταντνιούκ να βγαίνει από το αλτάρι και να ΄ρχεται για να με συναντήσει ...
– Άκου, έχω λείψανα εκεί στο κομοδίνο στο Τσίστιι[1] ... - λέει. – Μπες στο αυτοκίνητό μου. Πήγαινε να τα φέρεις! Nα, πάρε το κλειδί από το γραφείο μου...
Δεν είχαν σκεφτεί, ότι κατά τη διάρκεια τού καθαγιασμού τού ναού, πρέπει να εναποθέσουν τα λείψανα στην Αγία Τράπεζα
Συνήθως δεν εμπιστεύονταν τα κλειδιά του σε κανέναν, αλλά εδώ επρόκειτο για ειδική περίπτωση: δεν είχε καν περάσει από το μυαλό τους ότι έπρεπε να επιθέσουν τα λείψανα στην Αγία Τράπεζα κατά τη διάρκεια τού καθαγιασμού τού ναού!
Έσπευσα στο μέρος, βρήκα τα πάντα, τα πήρα, γύρισα ... Ο πάτερ Ματφιέι είχε ένα Βόλγκα με φιμέ παράθυρα. Φτάνω κοντά κι ακούω όλες τις καμπάνες να ηχούν. Βγαίνω έξω, δεν καταλαβαίνω τίποτα: έτσι υποδέχονται συνήθως έναν αρχιερέα ...
– Φεοντότ – όχι, δεν είναι αυτός! – έλεγε βιαστικά και φωναχτά ο πάτερ Βασίλιι Σβιντενιούκ.
Όλος ο κλήρος όρμησε να με συναντήσει, πίστευαν πραγματικά ότι είχε φτάσει κάποιος αρχιερέας.
Πήγα στο αλτάρι και έδωσα τα λείψανα στον πάτερ Ματφιέι. Και μετά, ακούω τις αντιδράσεις:
– Μα εδώ αρχιερέας ήρθε και δεν πάτε να τον συναντήσετε;
Και η απάντηση υπό τύπον ερώτησης:
– Αλήθεια, γιατί δεν τηλεφωνήσατε, τότε;
Προφανώς, ο καμπανοκρούστης τέλειωσε την δουλειά του κι έφυγε ...
Το βράδυ γύρισα στο σπίτι, όπου και με περίμενε μεγάλη θλίψη: η πεθερά μου πέθανε - στις 17 η ώρα. Η δούλη τού Θεού Αντωνίνα. Το Βασίλειο των ουρανών την περιμένει. Συνήθως οι γαμπροί μόνο καλά λόγια δεν έχουν να πουν για τη πεθερά, για μένα, όμως, η δική μου ήταν ένας χρυσός άνθρωπος. Και όχι μόνο για μένα ...
Κάποτε λέγαν στη Ρωσία: "Για ποιον χτυπάει η καμπάνα;" - τότε θυμήθηκα που χτύπαγε η καμπάνα το πρωί. Για τον Θεό, όλοι ζουν. Κι όσο για τον αρχιερέα για τον οποίον δεν χτύπησε η καμπάνα, επρόκειτο για τον τώρα μακαριστό Αρχιερέα Βλαντίμιρ.
Πώς συνέβαλε ο αστυνομικός διευθυντής στον καθαγιασμό τού ναού
Ο κόσμος είχε στριμωχτεί σαν τις σαρδέλλες για τον καθαγιασμό τής Εκκλησίας τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Τροπαριόβο. Και να που ακριβώς πριν από ξεκινήσει ο καθαγιασμός, εμφανίζεται η ίδια η «οικοδέσποινα» των πανό… Μαζί με εργάτες. Και τούς διατάζει να κουβαλήσουν πίσω στο ναό αυτές τις άχαρες λαμαρίνες σκεπής.
Αυτοί ανοίγουν αυτές τις πόρτες γκαράζ, και εκεί - οι άνθρωποι.
– Καλά και πώς να τα κουβαλήσουμε; - λένε αμήχανα - Πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων;
Και αυτή η «οικοδέσποινα» στέκεται δίπλα με οργή, την έχει πιάσει σχεδόν υστερία, κι αρχίζει να φωνάζει.
Οι εργάτες άρχισαν να κάνουν πίσω ...
Ο πάτερ Γκεόργκιι Στουντένοφ είχε εκείνην την εποχή έναν καταπληκτικό επίτροπο στην εκκλησία, ονόματι Βλαντίμιρ Γκαβρίλοβιτς Πονομαρένκο. Πάει, λοιπόν, αυτός στον διευθυντή τής πολιτοφυλακής και κάπως ήσυχα κι απλά τού λέει:
– Καλό θα ήταν να ηρεμήσετε κάπως την κυριούλα αυτήν ... Θα ξεσπάσει σκάνδαλο, μπορεί να φτάσουμε και σε πλακωμό. Δεν είναι καλά πράματα αυτά.
Κάποιο είδος Gazik (ΣτΜ: στρατιωτικό τζιπάκι παραγωγής τής αυτοβιομηχανίας τού Γκόρκι) ήταν σταθμευμένο εκεί. Ο διευθυντής κάλεσε το θορυβώδες αυτό άτομο εκεί:
– Θα δηλώσετε ήρεμα όλα τα παράπονά σας, κι εμείς θα καταγράψουμε τα πάντα, - τής είπε έχοντας και τον υπάλληλο δίπλα του, - μην ανησυχείτε ...
Και με το που έκατσε στο τζιπάκι, οι πόρτες έκλεισαν ήρεμα και το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε.
– Συνεχίστε τον καθαγιασμό, είπε ο διευθυντής με έναν αστυνομικό χαιρετισμό.
Παρέμεινε για να καλέσει τον κόσμο να συμμετάσχει στην λατρεία
Για πολύ καιρό τηλεγραφούσαν σε αυτήν την «οικοδέσποινα» να πάρει τα «τιμαλφή» της από το γρασίδι. Κάποιος ήρθε εκ μέρους της και πήρε λίγα ακόμη πράματα. Και τα υπόλοιπα έμειναν όπως ήταν. Μέχρι που έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλες αυτές τις ψεύτικες υποσχέσεις ενός «λαμπρού μέλλοντος», το οποίο και ήθελαν να εγκαθιδρύσουν κλείνοντας τα παράθυρα των βεβηλωμένων ναών με τοίχους.
Κι από την μεριά μου, βλέπω σε κάποια στιγμή, που ο επίτροπος Βλαντίμιρ Γκαβρίλοβιτς, αντικατέστησε αυτό το «εργοστάσιο» από μπετόν, το απομονωμένο από τούς ανθρώπους Ιερόν, με έναν διαφανή όμορφο φράχτη. Αντί για μια πύλη, βάλαν μια πόρτα, καθάρισαν τα παράθυρα ... Και έτσι, λίγο-λίγο, με τις προσπάθειες τής ενορίας, όλα άρχισαν να παίρνουν μια αξιοπρεπή μορφή.
Θυμάμαι, επίσης που στην διάρκεια τού καθαγιασμού τού ναού, για πρώτη φορά περπατήσαμε γύρω του σε πομπή με τον σταυρό, σήκωσα τα μάτια μου, κοίταξα τους τρούλους - και πάγωσα! Τέτοια λάμψη: λεπτοί και κομψοί - ήδη σκουριασμένοι, κι ένας Θεός ξέρει πώς στηρίζονταν. Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι αποκαταστάτες με δικό τους ρίσκο προσπάθησαν να κάνουν κάτι γι΄αυτό, ακόμη και κατά τη σοβιετική εποχή. Το 1957, πραγματοποιήσαν ελέγχους, αν και, να ενισχύσουν τις δομές κατάφεραν μόνο μετά την απομάκρυνση τού Χρουστσόφ το 1964.
Ο πάτερ Γκεόργκιι, θυμάμαι, έφερε στην Εκκλησία τού Αρχαγγέλου την Ωραία Πύλη από το Περεντέλκινο. Ο κόσμος άρχισε να φέρνει εικόνες από παντού. Ξεκίνησε η κατασκευή του εικονοστασίου. Και ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, την ημέρα τής πρώτης επετείου από το άνοιγμα της εκκλησίας, μια καμπανούλα που διατηρήθηκε με θαυμασμό τρόπο από το παλιό, πριν το κλείσιμο της εκκλησίας, καμπαναριό, παραδόθηκε στην εκκλησία, κάτι που χαροποίησε τούς πάντες.
Έμεινε για να καλεί τούς ανθρώπους στην λατρεία. Το κύριο είναι, να πηγαίνουν στις εκκλησίες οι άνθρωποι.