Διηγείται η Μαρίνα Κίστσενκο
Ένα βροχερό πρωινό πήγαινα στη δουλειά. Η μέρα δεν είχε αρχίσει καλά: δε φτάνουν τα μποτιλιαρίσματα και η βροχή, μαλώσαμε και με τον άντρα μου.
Τότε, ενάμιση χρόνια πριν, μου φαινόταν ότι ο γάμος μας όπου να΄ναι θα κατέρρεε. Ένιωθα ότι είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε ο ένας από τον άλλον. Μας εκνεύριζαν τα πάντα: τα προβλήματα της οικογενειακής επιχείρησης που είχαμε μαζί, η επικοινωνία σε εικοσιτετράωρη σχεδόν βάση και οι συνήθειές μας που είχαν αρχίσει να φαίνονται ανυπόφορες. Ακόμα και η φωνή του συζύγου ώρες-ώρες μού προκαλούσε μια κάποια θλίψη.
Και η εργασία την ημέρα εκείνη δεν πρόσθετε κάποια αισιόδοξη νότα. Ο περιβόητος κόβιντ δεν είχε κλονίσει μόνο την υγεία εκατομμύριων ανθρώπων. Οι οικονομίες ολόκληρων χωρών επηρεάστηκαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας, τι να πούμε για μια τουριστική επιχείρηση… Κλειστά σύνορα, σχεδόν πλήρης απουσία χρημάτων. Η οικογενειακή επιχείρηση ήταν έτοιμη να κλείσει, και εμείς είχαμε κλείσει ο ένας για τον άλλον προ καιρού.
«Και ο Μιχαήλ δεν με έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο όλη την ημέρα», - σκέφτηκα σκυθρωπή εγώ. Ήμουν σίγουρη ότι είχα απόλυτο δίκιο σε εκείνο τον πρωινό καυγά και περίμενα από αυτόν να κάνει το πρώτο βήμα.
Επιτέλους, χτύπησε το τηλέφωνο και στην οθόνη εμφανίστηκε το όνομα του άντρα μου. Απάντησα στο τηλέφωνο και…
– Γεια σας! – ακούστηκε μια άγνωστη γυναικεία φωνή.
Όχι, δεν ήταν η καινούργια του αγάπη. Αν ήταν έτσι, δε θα ήμουν τόσο διαλυμένη εκείνη την ημέρα…
Τηλεφωνούσαν από το νοσοκομείο. Ο Μιχαήλ ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση στην εντατική. Οξύ έμφραγμα.
Το υπόλοιπο της ημέρας το θυμάμαι θολά. Μου φαίνεται ότι πήγαινα στο νοσοκομείο χωρίς να βλέπω το δρόμο μπροστά μου. Θυμάμαι μόνο ότι χωρίς σταματημό ζητούσα από τον Θεό να σώσει τη ζωή του Μιχαήλ. Την επίγεια ζωή. Όχι απλώς ζητούσα, απαιτούσα. Απεγνωσμένα το απαιτούσα, καθώς ένιωθα ότι δε θα άντεχα μια τέτοια απώλεια και ότι τον ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ.
Κάπως έτσι κύλησαν και οι επόμενες μέρες. Όλο αυτό το διάστημα, δε σκέφτηκα ούτε μια στιγμή τη δουλειά. Καταλάβαινα ότι τα περισσότερα παράπονά μου οφείλονταν στον ασυγκράτητο χαρακτήρα μου και τα αχαλίνωτα συναισθήματά μου. Μπορεί να οφείλονταν και απλώς στην υπερηφάνειά μου. Καταλάβαινα ότι είμαι έτοιμη να τα θυσιάσω όλα, να χάσω τα πάντα στη ζωή, αρκεί να ζήσει ο Μιχαήλ.
…Αυτό που ακολούθησε μετά είναι μια μεγάλη ιστορία. Νοσοκομείο, κέντρο αποκατάστασης, τεράστια χρέη. Αλλά όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία! Το κυριότερο είναι ότι ο Κύριος έσωσε τον Μιχαήλ! Και τώρα σιγά-σιγά επιστρέφει στους ρυθμούς της προηγούμενης, κανονικής ζωής. Και η επιχείρηση σιγά-σιγά άρχισε να «αποκαθίσταται».
Να τονίσω μόνο πως εκείνη την περίοδο κατάλαβα ποια είναι τα σημαντικά. Τι μας ενδιαφέρει το αν είμαστε επιτυχημένοι, τι μας ενδιαφέρουν τα γούστα μας και οι απόψεις μας, αν μείνουμε μόνοι μας, χωρίς τους πιο αγαπημένους, τους δικούς μας; Θα θυμόμαστε τις κερδισμένες λογομαχίες, τη στιγμή που στεκόμαστε μπροστά στο φέρετρο αγαπημένου μας προσώπου; Όχι, όχι και πάλι όχι… Δεν πρέπει να επιτρέπουμε να χάνουμε ο ένας τον άλλον. Μπορεί και να μην τον βρούμε…