Γάμος στην αρχαιότητα. Απεικόνιση από ελεύθερα προσβάσιμες πηγές
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ο Χριστός, μιλώντας στους μαθητές Του για την Ημέρα της Κρίσεως που θα λάβει χώρα στο τέλος του κόσμου, τους διηγείται μια παραβολή. Σε αυτήν συγκρίνει τη Δεύτερη Έλευσή Του με ένα γεγονός που ήταν γνωστό σε όλους.
Το γεγονός αυτό ήταν ένας γάμος, ή ακριβέστερα, ένα μέρος του. Ο εβραϊκός γάμος περιλάμβανε δύο μέρη: τον αρραβώνα και τον καθ αυτό γάμο. Αρχικά, ο πατέρας του γαμπρού επέλεγε τη νύφη γι' αυτόν και συμφωνούσε με την οικογένεια της κοπέλας για το γάμο, και στη συνέχεια ακολουθούσε ο αρραβώνας του νεαρού ζευγαριού. Μετά από αυτό, το ζευγάρι θεωρούνταν επίσημα παντρεμένο, ωστόσο, η νύφη εξακολουθούσε να ζει με τους γονείς της, περιμένοντας την τελετή του γάμου.
Ωστόσο, κανείς δεν γνώριζε πότε ακριβώς θα γινόταν αυτή η τελετή. Κατά μέσο όρο, ανάμεσα στον αρραβώνα και στο γάμο μεσολαβούσε ένα διάστημα από έξι μήνες μέχρι ένα χρόνο. Αυτό εξαρτιόνταν από την τελική απόφαση του πατέρα του γαμπρού. Ο γαμπρός μπορούσε να πάει στο σπίτι της νύφης για την τελετή του γάμου στην κυριολεξία οποιαδήποτε στιγμή, μέρα ή νύχτα. Πήγαινε με πανηγυρική πομπή, ντυμένος στα γιορτινά, φορώντας στέμμα από πολύτιμα μέταλλα ή λουλούδια, περιτριγυρισμένος από τη συνοδεία του. Για να προαναγγείλει την άφιξή του, ο γαμπρός μπορούσε να στείλει, πριν από τον ίδιον, έναν άνδρα που θα φώναζε: «Έχετε το νου σας! Έρχεται ο γαμπρός!» Μετά από αυτό, ο γαμπρός έμπαινε στο σπίτι του πατέρα της νύφης, απ' όπου έπαιρνε τη μέλλουσα σύζυγο στο δικό του σπίτι, όπου και γινόταν η τελετή του γάμου. Και όταν οι πόρτες πίσω από την πλάτη του γαμπρού έκλειναν, κανείς δεν μπορούσε να μπει στο γαμήλιο γλέντι.
Για να μην αιφνιδιάσει η άφιξη του γαμπρού την κοπέλα τη νύχτα, αυτή μαζί με άλλες κοπέλες που ζούσαν στον ίδιο οικισμό ετοίμαζαν εκ των προτέρων λυχνάρια λαδιού. Τη νύχτα, οι άνθρωποι φώτιζαν το δρόμο τους με λυχνάρια, το ίδιο και η νύφη με τις φίλες της που προϋπαντούσαν τον γαμπρό κρατούσαν αναμμένα λυχνάρια.
Ακριβώς αυτό το γαμήλιο έθιμο υπενθυμίζει ο Χριστός στους μαθητές Του, παραλληλίζοντάς το με τα γεγονότα της Φοβεράς Κρίσεως. Ο Χριστός διηγείται την παραβολή για τις παρθένες που, όπως ήταν το έθιμο, περίμεναν την άφιξη του γαμπρού με λυχνάρια. Ωστόσο, από τις δέκα παρθένες, μόνο οι πέντε είχαν πάρει λάδι για να κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα της λυχνίας. Όταν τα μεσάνυχτα ακούστηκε η παραδοσιακή βροντερή προαγγελία για την άφιξη του γαμπρού, οι παρθένες ξύπνησαν και σηκώθηκαν για να βγουν έξω και να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Όμως, οι πέντε κοπέλες που είχαν ξεχάσει να πάρουν μαζί τους λάδι διαπίστωσαν ότι τα λυχνάρια τους είχαν σβήσει και αναγκάστηκαν να πάνε να αγοράσουν λάδι. Όταν επέστρεψαν, διαπίστωσαν ότι ο γαμπρός και οι πέντε φρόνιμες παρθένες είχαν ήδη μπει στο γαμήλιο γλέντι και η είσοδος για τις άφρονες παρθένες είχε κλείσει.
Με την τόσο γνωστή για τους Ιουδαίους σύγκριση ο Χριστός υποδεικνύει ότι πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τη Δεύτερη Έλευση του ουράνιου Νυμφίου, του Υιού του Θεού. Η εικόνα του Θεού ως Νυμφίου έχει τις ρίζες της ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Το παλαιοδιαθηκικό βιβλίο του Προφήτη Ωσηέ μιλάει για τον αρραβώνα της Νύφης-Ισραήλ με τον Νυμφίο-Θεό: «Καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ μνηστεύσομαί σε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν κρίματι καὶ ἐν ἐλέει καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς. Καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ ἐν πίστει, καὶ ἐπιγνώσῃ τὸν Κύριον» (Ωση. 2: 21-22). Μια παρόμοια μεταφορά χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη για να περιγράψει τη φύση της ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος συγκρίνει ρητά την οικογενειακή σχέση μεταξύ των συζύγων με τη σχέση μεταξύ του Χριστού και της Εκκλησίας: «Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς» (Εφε. 5:25).
Ο Χριστός επεκτείνει αυτή τη μεταφορά και στην παραβολή του: «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἔρχεται», διδάσκει ο Χριστός (Μτ. 25:13). Οι άνθρωποι, όσο περιμένουν την Ημέρα της Κρίσεως, το χρόνο έλευσης της οποίας κανείς δεν γνωρίζει, θα πρέπει να φροντίζουν για την καθαρότητα της ψυχής τους, ώστε κατά την έλευση του Υιού του Θεού να μην ακούσουν τα λόγια που ειπώθηκαν στις άφρονες παρθένες της παραβολής: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Μτ. 25:12).
Είναι ενδιαφέρον ότι δεν ήταν μόνο οι Ιουδαίοι που θα μπορούσαν να κατανοήσουν μια τέτοια αναφορά του Χριστού σε γαμήλια έθιμα. Ίδια παράδοση υπάρχει και στον πολιτισμό της Ινδίας. Σε ένα σχόλιο για αυτήν την παραβολή, ο Άλμπερτ Μπαρνς, πάστορας της Αμερικανικής πρεσβυτεριανής εκκλησίας, αναφέρει την ακόλουθη μαρτυρία ενός ιεραπόστολου:
Σε έναν ινδουιστικό γάμο, όπου ήμουν και εγώ παρών, ο γαμπρός πήγε στη νύφη του. Τα μεσάνυχτα, αφού περίμεναν δυο ή τρείς ώρες την άφιξή του, αυτή συνοδεύτηκε με λόγια σχεδόν ευαγγελικά: «Να! Έρχεται ο γαμπρός. Βγείτε να τον προϋπαντήσετε». Όλοι έσπευσαν να ανάψουν τις λυχνίες τους, τις οποίες κρατούσαν στα χέρια τους, και να πάρουν τη θέση τους στην πομπή. Πολλοί είχαν χάσει τις λυχνίες τους και δεν υπήρχε χρόνος να τις βρουν, διότι η πομπή πλησίαζε ήδη στο σπίτι της νύφης. Ο γαμπρός, καθισμένος σε ένα λαμπρό κάθισμα, μεταφερόταν από τους συνοδούς του, στη μέση του πλήθους. Μετά από λίγο, όλοι μπήκαν στο σπίτι, οι πόρτες του έκλεισαν πίσω τους και φυλάσσονταν από τους σιπάι. Εγώ και άλλοι μαζί μου παρακαλούσαμε μάταια αυτούς τους φρουρούς να μας επιτρέψουν να μπούμε. Ποτέ η μεγαλοπρεπής παραβολή του Σωτήρα δεν με είχε εντυπωσιάσει τόσο όσο με εντυπωσίασε εκείνη τη στιγμή που έκλεισαν οι πόρτες.