Από την επικοινωνία μου, προσωπική ή μέσω κοινωνικών δικτύων, με ανθρώπους της Εκκλησίας εδώ και πολλά χρόνια, διαπιστώνω ότι η στάση των σύγχρονων χριστιανών στο θέμα της διατροφής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα μεταξύ δύο άκρων.
Το ένα άκρο είναι να νηστεύεις μέχρι του σημείου που από την πείνα να σε παίρνει ο αέρας και στα μάτια σου να αναβοσβήνουν μαύρες κουκκίδες.
Το άλλο άκρο είναι να ακολουθείς τη θέση ότι «το σημαντικό είναι να μην τρώμε ο ένας τον άλλον», απορρίπτοντας αστόχαστα όλους τους διατροφικούς περιορισμούς που ορίζει η Εκκλησία.
Μάλλον, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, όπως πάντα. Ωστόσο, υπάρχουν χρήσιμα διδάγματα ακόμα και σε αυτά τα άκρα.
Θυμάμαι καλά τις πρώτες μου νηστείες, τότε που έφτανα σε σημείο να είμαι τόσο εξαντλημένος που τα πόδια μου έτρεμαν από αδυναμία. Εκείνη την εποχή χτίζαμε τον ναό μας και δούλευα ως χτίστης.
Και να που μέσα σε χιονοθύελλα, κρατώντας με το ένα χέρι ένα σωρό παγωμένα τούβλα, ανεβαίνεις τις ετοιμόρροπες σκάλες προς το σωστό όροφο. Και εκεί είναι που δεν καταλαβαίνεις απλώς, αλλά νιώθεις σωματικά ότι αν δεν ήταν ο Κύριος, δεν θα μπορούσες να κάνεις ούτε βήμα κάτω από τέτοιες συνθήκες, πόσο μάλλον να δουλεύεις.
Η δύναμη του Θεού και πράγματι φανερώνεται στην αδυναμία του ανθρώπου. Οπότε, μια τέτοια ξέφρενη νηστεία για έναν νεαρό και υγιή οργανισμό είναι μια ωραία ευκαιρία για να ανοίξει ο δρόμος σε αυτή τη δύναμη να δράσει εκεί που συνήθως τα κάνεις όλα μόνος σου.
Και ένα ακόμη σημείο σχετικά με αυτά τα δύο άκρα. «Να μην τρώει ο ένας τον άλλον» – φυσικά και είναι το πιο σημαντικό πράγμα, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτό; Αλλά το παράδοξο είναι ότι το να μην τρώμε ο ένας τον άλλον είναι πολύ πιο εύκολο όταν έχουμε πλήρως χορτάσει με κάτι άλλο.
Για παράδειγμα, μετά από τρεις μερίδες καλό κοντοσούβλι, κοιτάζω τον κάθε άνθρωπο με τόση τρυφερότητα που μέσα του βλέπω άγγελο του Θεού.
Και μετά από δύο-τρείς καλοψημένες χοιρινές μπριζόλες είμαι έτοιμος να συγχωρήσω εύκολα οποιονδήποτε ακόμα και για την πιο χυδαία κακία προς την μεριά μου.
Και αν όλο αυτό το φαγοπότι συνοδευτεί και με λαχταριστό επιδόρπιο, ας πούμε φράουλες με σαντιγί, τιραμισού, τσιζκέικ ή τουλάχιστον μισή ντουζίνα προφιτερόλ, ε, τότε γίνομαι κι εγώ σωστός άγγελος: ακόμα κι αν σπάσετε το πιάτο από αυτά τα προφιτερόλ στο κεφάλι μου, το μόνο που θα κάνω είναι να γνέψω με κατανόηση και να ανταποδώσω με νυσταγμένο χαμόγελο.
Και δεν θα φάω κανέναν – ούτε φίλο ούτε εχθρό.
Αν, όμως, για μερικές μέρες θα τρώω νηστίσιμη σούπα από ξινολάχανο και αλάδωτες πατάτες με μαύρο ψωμί.... Τότε κρατηθείτε, αγαπητοί μου φίλοι και αξιότιμοι εχθροί μου! Σας υπόσχομαι ότι θα είναι πολύ διασκεδαστικό. Δεν θα σας φάω, φυσικά. Αλλά από μέσα μου θα βγαίνουν τέτοια πράγματα, θα γίνω τόσο ευάλωτος και ευαίσθητος ακόμα και στην παραμικρή ενόχληση που είναι προτιμότερο να με αποφεύγετε και να προσπαθείτε να μην με κοιτάτε στα μάτια.
Και εδώ γίνεται αμέσως ξεκάθαρο τι είμαι και πόσο λεπτό και εύθραυστο είναι το επίστρωμα του δικού μου χριστιανισμού πάνω στο σκοτεινό βάθος των παθών και των αμαρτωλών μου τάσεων.
Όταν η κοιλιά σου είναι γεμάτη, είτε λες το «Κύριε, ελέησον» σαράντα φορές ή διακόσιες σαράντα, το αποτέλεσμα θα είναι περίπου το ίδιο: με αίσθημα βαθιάς ικανοποίησης συνειδητοποιείς ότι έδωσες τα του Θεού στον Θεό και συνεχίζεις και πάλι το βιολί σου.
Όμως, όταν βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια ότι μόλις μια εβδομάδα νηστείας σε κάνει μισάνθρωπο και νευρασθενικό, τότε αυτά τα συνηθισμένα λόγια της πιο σύντομης χριστιανικής προσευχής θα ακούγονται πολύ διαφορετικά.
Αν θέλεις να αφήσεις τη δύναμη του Θεού να δράσει μέσα σου, αποδυνάμωσε τον εαυτό σου με τη νηστεία και κατανόησε την αδυναμία σου μπροστά στα δικά σου αναδυόμενα πάθη που τις άλλες μέρες απλώς τα κατευνάζεις με νόστιμο και θερμιδοφόρο φαγητό.
Μόνο τότε θα γίνει σαφές ότι, με άδειο στομάχι στη διάρκεια της Σαρακοστής, το «να μην τρώνε ο ένας τον άλλον», οι πιστοί το μπορούν μόνο με το έλεος του Θεού. Και αυτό το έλεος αποκαλύπτεται εκεί που βλέπεις τη δική σου αδυναμία και που με τρόμο μπροστά σε αυτή τη θέα φωνάζεις το «Κύριε, ελέησον»!