Στις συζητήσεις μου για τη νηστεία με μαθητές ορθόδοξων σχολείων, υποψήφιους κατηχητές και απλούς ενορίτες διαπιστώνω συχνά ένα έλλειμμα στην κατανόηση της ίδιας της ουσίας και της λογικής της νηστείας.
Οι άνθρωποι συχνά νηστεύουν, «επειδή πρέπει», χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί και για ποιο σκοπό πρέπει να το κάνουν
Πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη νηστεία περισσότερο σχηματικά παρά εννοιολογικά, περισσότερο αισθητικά παρά θεολογικά. Οι άνθρωποι νηστεύουν «επειδή πρέπει», χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί και για ποιο σκοπό πρέπει να το κάνουν. Η νηστεία για αυτούς τείνει προς τα άκρα: είτε σωματική εγκράτεια είτε πνευματική ανύψωση, «πνευματική άνοιξη».
Για αυτό το λόγο, είναι απαραίτητο να διατυπωθεί ρητά και με σαφήνεια η θεολογία της νηστείας, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο συνειδητή και συνεπώς πιο αποτελεσματική.
Επί αυτού πρέπει να απαντηθούν πέντε βασικά ερωτήματα:
- Ποια είναι η ουσία της νηστείας;
- Ποιες είναι τα βασικά της συστατικά;
- Ποιος είναι ο σκοπός της νηστείας;
- Πώς η νηστεία επιδρά στον άνθρωπο;
- Κατά πόσο ο άνθρωπος χρειάζεται τη νηστεία;
Η έννοια της νηστείας
Η νηστεία είναι καθιερωμένη από την Εκκλησία περίοδος εντατικής πνευματικής εργασίας πάνω στον εαυτό μας, εντατικού πνευματικού αγώνα ή άσκησης. Στην ουσία, με την ευρεία έννοια η νηστεία εκφράζει το κατεξοχήν περιεχόμενο της ορθόδοξης ασκητικής πρακτικής, είναι συνώνυμο του ορθόδοξου ασκητισμού.
Η πνευματική εργασία επικεντρώνεται κυρίως στο πνεύμα του ανθρώπου, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Επεκτείνεται επίσης στην ψυχή και στο σώμα του (βλ. Α’Θεσ.5: 23).
Έτσι, η επίδραση της νηστείας απευθύνεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο, καλύπτει όλα τα συστατικά της τριαδικής του φύσης (πνεύμα, ψυχή και σώμα), ωστόσο στην πρώτη, βασική και ύψιστη θέση τοποθετεί το πνεύμα, επιδιώκοντας εντατικά να υποτάξει σε αυτό όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
Ανάλογα με το ποια από τις τρεις αυτές αρχές είναι πρωταρχική, οι άνθρωποι διακρίνονται σε σωματικούς, ψυχικούς και πνευματικούς.
Στους σωματικούς ή σαρκικούς ανθρώπους οι σωματικές ανάγκες υπερισχύουν των ψυχικών, ενώ οι πνευματικές ανάγκες σχεδόν έχουν ατροφήσει (βλ. Α’Κορ.3: 3). Η σάρκα κυριαρχεί πάνω στην ψυχή, αντικαθιστώντας για αυτήν το πνεύμα. Η ζωή της ψυχής περιορίζεται εξ ολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των σωματικών αναγκών.
Αυτό μπορεί να εκδηλώνεται με δύο αντίθετους τύπους συμπεριφοράς: τον χαλαρό και αισθησιακό-ηδονιστικό ή, αντίθετα, τον αποφασιστικό και αθλητικό. Οι σαρκικοί άνθρωποι είτε ενδίδουν πλήρως στις σωματικές επιθυμίες, καθώς προσπαθούν να ικανοποιήσουν στο μέγιστο βαθμό τις αισθήσεις τους, είτε, αντίθετα, τις περιορίζουν, καθώς υποβάλλουν το σώμα σε εξαντλητικές προπονήσεις ή και ιατρικές διαδικασίες για χάρη της υγείας και της μακροζωίας του.
Στους ψυχικούς ανθρώπους στην πρώτη θέση βρίσκονται οι ανάγκες της ψυχής: διανοητικές, ηθικές, αισθητικές. Οι πνευματικές ανάγκες ταυτίζονται με τις ψυχικές και τις υποκαθιστούν[1]. Για τους ψυχικούς ανθρώπους το σώμα είναι όργανο της ψυχής, ενώ το πνεύμα το θεωρούν ως ύψιστες τάσεις της ψυχής.
Τόσο για τους σωματικούς όσο και για τους ψυχικούς ανθρώπους το πνεύμα ουσιαστικά δεν υπάρχει ως αυτόνομη και κυρίαρχη ικανότητα του ανθρώπου
Όπως βλέπουμε, τόσο για τους σωματικούς όσο και για τους ψυχικούς ανθρώπους το πνεύμα ουσιαστικά δεν υπάρχει ως αυτόνομη και κυρίαρχη ικανότητα του ανθρώπου. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, στην ουσία, το αρνούνται και το υποκαθιστούν με κάτι άλλο.
Οι πνευματικοί άνθρωποι στη ζωή τους καθοδηγούνται από το πνεύμα (βλ. Α’Πετ.3: 4). Το πνεύμα, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη βιωματική και προσωπική επικοινωνία με τον Θεό, από τη μια υποτάσσεται σ’ Αυτόν και από την άλλη υποτάσσει την ψυχή και το σώμα, χωρίς να τα υποκαθιστά, τα ελέγχει, τα περιορίζει και αναθέτει στο καθένα τη φυσική του θέση.
Σύμφωνα με τους αγίους πατέρες, το ανθρώπινο πνεύμα είναι το όργανο της προσευχής, της συνείδησης και της θεωρίας, χάρη στο οποίο πραγματοποιούνται η Θεοκοινωνία και η Θεογνωσία.
Μόνο με την κυριαρχία του πνεύματος διατηρείται η τριαδική αδιατάρακτη ιεραρχική ακεραιότητα του ανθρώπου, που σχηματίζεται από σώμα, ψυχή και πνεύμα. Με την κυριαρχία του σώματος ή της ψυχής η ακεραιότητα αυτή αναγκαστικά μειώνεται και καταστρέφεται.
Στην επίγεια πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά σπάνιο να υπάρχουν «καθαρά» σωματικοί ή ψυχικοί ή πνευματικοί άνθρωποι. Τις περισσότερες φορές στους ανθρώπους ενυπάρχουν και οι τρεις αρχές, καθεμία από τις οποίες αλληλεπιδρά με τις άλλες δύο: άλλοτε έχουν έχθρα, άλλοτε έχουν συνεργασία μεταξύ τους, άλλοτε νικάνε και άλλοτε ηττώνται, άλλοτε αποκτούν εξουσία πάνω σε όλον τον άνθρωπο και άλλοτε την χάνουν[2].
Τα συστατικά της νηστείας
Τα βασικά συστατικά της νηστείας είναι έξι:
- Καθαρισμός από τις αμαρτίες μέσω της μετάνοιας.
- Συχνή Μετάληψη.
- Εντατική προσευχή, στο σπίτι και στην εκκλησία.
- Πνευματική διαφώτιση (μόρφωση), στο σπίτι και στην εκκλησία.
- Έργα ελεημοσύνης.
- Σωματική και ψυχική εγκράτεια.
Τα πρώτα τρία (η Εξομολόγηση, η Ευχαριστία και η προσευχή) σκοπεύουν κυρίως στην ίαση και μεταμόρφωση του ανθρώπινου πνεύματος από το Πνεύμα του Θεού.
Τα επόμενα δύο (η διαφώτιση και η ελεημοσύνη) στοχεύουν κυρίως στην ίαση και μεταμόρφωση της ψυχής, του λογιστικού, του θυμικού και του επιθυμητικού της μέρους.
Το τελευταίο (η εγκράτεια) συμβάλλει στην απαλλαγή της ψυχής και του σώματος από την προσκόλληση στα επίγεια κοσμικά αγαθά, τα οποία αποσπούν την ψυχή και το πνεύμα από τον Θεό.
Εννοείται, ότι η κυρίαρχη στόχευση ορισμένων ενεργειών της νηστείας σε ορισμένα συστατικά του ανθρώπου δεν αποκλείει την επίδρασή τους και στα άλλα συστατικά[3].
Ο σκοπός της νηστείας
Ο απώτερος στόχος της νηστείας είναι η αποκατάσταση της φυσικής υγιούς κατάστασης του ανθρώπου, η χαρισματική ίασή του, η μεταμόρφωση και η θέωσή του.
Κατ’αρχάς, αυτό σημαίνει την αποκατάσταση της αρχέγονης ιεραρχίας του ανθρώπου, όπου το πνεύμα, αφενός μεν, υποτάσσεται πλήρως στον Θεό, αφετέρου δε, κατέχει την κυρίαρχη θέση και ελέγχει την ψυχή, δηλαδή το λογικό, το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος της, όπως επίσης μέσω της ψυχής ελέγχει και το σώμα.
Σε αυτή την κατάσταση δικαίου ο άνθρωπος μεταμορφώνεται χαρισματικά και γίνεται όμοιος με το θείο Πρωτότυπό του, καθώς γίνεται πνευματικός ή/και άγιος[4].
Η επίδραση της νηστείας στον άνθρωπο
Η σωματική και πνευματική εγκράτεια συμβάλλει στην απελευθέρωση χρόνου και εσωτερικού πνευματικού «χώρου» για εκκλησιασμό, προσευχή, διαφώτιση και έργα ελεημοσύνης.
Ο χρόνος, οι δυνάμεις και τα μέσα, τα οποία προηγουμένως ξοδεύονταν απερίσκεπτα για την ικανοποίηση των σαρκικών παθών και επιθυμιών, για έναν αμαρτωλό τρόπο ζωής, χρησιμοποιούνται τώρα με σύνεση για την υποταγή του σώματος στην ψυχή και στο πνεύμα, για τον φωτισμό της ψυχής με τις αλήθειες της πίστης, για τον κορεσμό του πνεύματος με τη χάρη και μέσω αυτού τόσο της ψυχής όσο και του σώματος για έναν δίκαιο, ενάρετο τρόπο ζωής.
Έτσι ο ρόλος του σώματος και της ψυχής περιορίζεται, μειώνεται στη ζωή του ανθρώπου, καθώς αυτά υποτάσσονται εξ ολοκλήρου στο πνεύμα, το οποίο με τη σειρά του υποτάσσεται στον Θεό και τοποθετείται στην ύψιστη θέση στον άνθρωπο.
Ταυτόχρονα, χάρη στα ίδια αυτά μέσα, «αποκτάμε το Άγιο Πνεύμα», για το οποίο μιλούσε ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ[5]. Αυτό το Πνεύμα, ή η χάρη του Θεού, καθαρίζει, θεραπεύει και μεταμορφώνει ολόκληρο τον άνθρωπο.
Η νηστεία αποκαθιστά τις αρχέγονες αρμονικές ιεραρχικές σχέσεις μέσα στον άνθρωπο: μεταξύ πνεύματος, ψυχής και σώματος
Έτσι, η νηστεία αποκαθιστά τις αρχέγονες αρμονικές ιεραρχικές σχέσεις μέσα στον άνθρωπο: μεταξύ πνεύματος, ψυχής και σώματος.
Παράλληλα, αποκαθίστανται και οι αρχέγονες δημιουργικές άγιες σχέσεις με τον υλικό κόσμο, τους άλλους ανθρώπους και τον Θεό.
- Με το να υποτάσσει το σώμα στην ψυχή, στο πνεύμα και στον Θεό, ο άνθρωπος αποκαθιστά τις άγιες σχέσεις με τον κόσμο της φύσης, μαθαίνει να καταναλώνει με προσοχή και να χρησιμοποιεί τους πόρους του για τη επίγεια ύπαρξή του. Το σώμα, και μαζί του ολόκληρος ο υλικός κόσμος, γίνεται ναός για την ψυχή και το πνεύμα, δηλαδή υλικό μέσο της σωτηρίας[6].
- Με το να υποτάσσει την ψυχή του στο πνεύμα και στον Θεό, ο άνθρωπος θεραπεύει τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, τις κάνει ειρηνικές, πράες και άγιες.
- Με το να υποτάσσει το πνεύμα στον Θεό, ο άνθρωπος επικοινωνεί μαζί Του, αποκτά το δώρο της άκτιστης ενέργειάς Του, η οποία εκχέεται και επηρεάζει όλα τα συστατικά του.
Με αυτόν τον τρόπο οι πιστοί γίνονται σταδιακά «θεοί κατά χάριν», δηλαδή θεώνονται. Η θέωση είναι η κατάσταση της ολοκληρωτικής χαρισματικής ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό, χάρη στην οποία επιτυγχάνεται η τελική νίκη επί της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Στην κατάσταση της θέωσης, η αμαρτία καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη, επειδή το πνεύμα του ανθρώπου υποτάσσεται πλήρως στον Θεό, η ψυχή στο πνεύμα και το σώμα στην ψυχή. Αυτό σημαίνει ότι στην καρδιά δεν υπάρχει και δεν μπορεί να αναδυθεί καμία εγωπάθεια, καμία αυτοβουλία, καμία φιλαυτία, επειδή το ανθρώπινο θέλημα ενώθηκε πλήρως με το θέλημα του Θεού, ενισχύθηκε ολοκληρωτικά στο να Τον ακολουθεί.
Έτσι, κατά τη θέωση, ισοπεδώνεται τελείως αυτό που οι άγιοι πατέρες ονομάζουν «γνωμικό θέλημα» και εμείς το ονομάζουμε ελευθερία επιλογής· απομένει μόνο το φυσικό ανθρώπινο θέλημα, απόλυτα σύμφωνο με το θέλημα του Θεού και επομένως ενωμένο με αυτό.
Η φυσικότητα της νηστείας
Δυστυχώς, ακόμη και μεταξύ των πιστών είναι διαδεδομένη η λανθασμένη αντίληψη ότι η νηστεία είναι μια βαριά δοκιμασία, περιορισμός, βάρος. Συχνά αντιλαμβανόμαστε τη νηστεία ως μια ειδική, ασυνήθιστη και ανώμαλη περίοδο του έτους, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη και ως εκ τούτου φυσική μας ζωή.
Αυτή η αντίληψη περί νηστείας προκύπτει από τη σκοπιά του πεπτωκότος, αδύναμου, επιρρεπούς στην αμαρτία ανθρώπου. Έτσι, ένας άρρωστος, που έχει ήδη συνηθίσει την αρρώστια του και μάλιστα έχει μάθει να την απολαμβάνει, μπορεί να αντιμετωπίζει τη θεραπεία ως κάτι δυσάρεστο, εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και εχθρικό.
Ωστόσο, στην αποκαλυφθείσα από τον Θεό βιβλική προοπτική, η νηστεία θεωρείται ως μια απολύτως φυσική κατάσταση του ανθρώπου, ως ο αρχικός αγαθός τρόπος πνευματικής ζωής, στην οποία βρίσκονταν οι άνθρωποι από τη στιγμή της δημιουργίας μέχρι την πτώση στην αμαρτία, και στην οποία προσπαθούν να επιστρέψουν στην Εκκλησία μέσω της τήρησης των εντολών του Θεού και στην οποία κατάσταση θα βρίσκονται για πάντα μετά τη Δευτέρα Έλευση του Χριστού, τη γενική ανάσταση και τη Φοβερή Κρίση.
Τότε θα είναι «ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α’ Κορ.15: 28). Από τη μία, τη «δεξιά» πλευρά (βλ. Μτ. 25: 31-40), θα βρεθούν για πάντα και αδιαχώριστα κοντά στον Θεό όλοι οι δίκαιοι, η πνευματική ζωή των οποίων θα φτάσει έτσι σε έναν άπειρο, απόλυτο βαθμό, την ύψιστη μακαριότητα[7]. Η νηστεία των δικαίων θα εκφράζεται με απέραντη χαρά, ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό.
Από την άλλη, την «αριστερή πλευρά» (βλ.Μτ. 25: 41-46), κατά την Κρίση, η αγάπη του Θεού θα γίνει αιώνιο «πῦρ καταναλίσκον» (βλ.Εβρ. 12: 29) για τους αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον Θεό, αντιλαμβάνονται τη χάρη Του ως μια κακή, εχθρική και βασανιστική δύναμη[8]. Η νηστεία τους αντίθετα προς το κακοπροαίρετο θέλημά τους θα συνίσταται σε ασταμάτητα βάσανα της αφυπνισμένης τους συνείδησης και στην αδυναμία τους να ικανοποιήσουν τα αμαρτωλά τους πάθη και επιθυμίες που εξακολουθούν να μαίνονται μέσα τους[9].
Για τους δίκαιους η νηστεία ήταν, είναι και θα παραμείνει απολύτως φυσικός και μακάριος τρόπος ζωής
Οι δίκαιοι που νήστευαν οικειοθελώς στη γη θα συνεχίσουν να νηστεύουν και πάλι οικειοθελώς, αλλά σε απόλυτο βαθμό, δηλαδή θα ζουν μια πλήρη πνευματική ζωή, στον ουρανό. Γι’ αυτούς η νηστεία ήταν, είναι και θα παραμείνει απολύτως φυσικός και μακάριος τρόπος ζωής.
Οι αμαρτωλοί όμως, που με το κακό τους θέλημα δεν νήστευαν στη γη, θα αναγκαστούν παρά τη θέλησή τους να νηστεύουν, δηλαδή να απέχουν από τις αμαρτίες και τις σαρκικές απολαύσεις, μέσα στην κόλαση, βιώνοντας κάθε είδους περιορισμούς, κάτι που δεν θα τους είναι επιθυμητό και καθόλου αποδεκτό.
Για τους δίκαιους η νηστεία ήταν και θα παραμείνει «πνευματική άνοιξη»[10]. Για τους αμαρτωλούς, ωστόσο, θα είναι βασανιστήριο που θα τους στερεί τις απολαύσεις και θα φέρνει μόνο βάσανα.
Με αυτόν τον τρόπο, η νηστεία είναι αναγκαίος φυσικός κλήρος του ανθρώπου τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Από την ελεύθερη επιλογή μας εξαρτάται, εάν αυτός ο κλήρος θα είναι «ευχάριστος» για τον καθένα μας, δηλαδή χαρούμενος, δημιουργικός, δίκαιος και σωτήριος, ή «δυσάρεστος», δηλαδή ανιαρός, καταστροφικός, αμαρτωλός και κλήρος της απώλειας[11].