Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι δημιούργημα ενός πάνσοφου και αγαθού Δημιουργού: του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο αυτόν όμορφο και αρμονικό, έτσι που κάθε προσεκτικός άνθρωπος παρατηρώντας το κάλλος του ορατού αυτού κόσμου γνωρίζει και τον αόρατο Δημιουργό του. Αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος περιέχει μυστήρια που του υπενθυμίζουν τον Θεό. Μεταξύ αυτών είναι και η φωνή της συνείδησης, η οποία καταγγέλλει τις κακές πράξεις του ανθρώπου και τον ανταμείβει με ειρήνη για τις καλές. Είναι και η έλξη να δημιουργεί και να κτίζει που τον κάνει να μοιάζει με τον Δημιουργό του. Είναι και η σοφή δομή του ίδιου του ανθρώπου που και αυτή μιλάει για τον Υπέρτατο Θείο Νου.
Αλλά στον άνθρωπο υπάρχει και ένα άλλο ανεξερεύνητο μυστικό, το οποίο επίσης του υπενθυμίζει τον ουράνιο κόσμο: είναι η έλξη να τραγουδάει. Πιθανώς δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη που να μην είχε ποτέ την επιθυμία να τραγουδήσει. Και δεν έχει σημασία αν έχει αυτί ή φωνή. Η ίδια η ψυχή με ανεξήγητο τρόπο ποθεί να τραγουδάει και με χαρά ακούει τραγούδια. Ποιο είναι αυτό το μυστηριώδες φαινόμενο της ανθρώπινης φύσης; Από πού πηγάζει στον άνθρωπο μια τέτοια ακατανίκητη έλξη να τραγουδάει;
Η ικανότητα του ανθρώπου να τραγουδάει έχει ως πατρίδα τον Ουρανό και από τον Ουρανό κατέβηκε σε εμάς στη γη
Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι η ικανότητα του ανθρώπου να τραγουδάει δεν είναι απλώς ένα δώρο του Θεού, αλλά είναι ένα τέτοιο δώρο που μιλάει για ουράνια πράγματα και που κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει με τους αγγέλους. Και αυτό συμβαίνει επειδή η ικανότητα του ανθρώπου να τραγουδάει έχει ως πατρίδα της τον Ουρανό και από τον Ουρανό κατέβηκε σε εμάς στη γη. Πέρα από αυτό, το τραγούδισμα προϋπήρχε του πρώτου ανθρώπου στη γη. Ο ίδιος ο Κύριος είπε στον δίκαιο Ιώβ ότι όταν δημιούργησε τα αστέρια στον ουρανό, όλοι οι άγγελοι Του έψαλαν ένα χαρμόσυνο άσμα δοξολογίας (πρβλ. Ιώβ 38:7). Και δεδομένου ότι η έλξη για τα ουράνια και τα χαρούμενα είναι δομικό στοιχείο της ίδιας της φύσης της ανθρώπινης ψυχής, τότε γίνεται κατανοητό γιατί ο άνθρωπος έχει μια τόσο ισχυρή έλξη να τραγουδάει.
Πολλοί άγιοι σε Θείες αποκαλύψεις έχουν δει τους αγγέλους του Θεού στον ουρανό να δοξάζουν τον Δημιουργό. Για παράδειγμα, ο προφήτης Ησαΐας ανελήφθη στον ουρανό και είδε στον θρόνο του Θεού εξαπτέρυγα σεραφείμ που φώναζαν ο ένας στον άλλον: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ησ. 6, 3). Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (2ος μ.Χ. αιώνας) είδε στον ουρανό χορούς αγγέλων να ψάλλουν εναλλάξ στον Θεό. Μετά από αυτό ακριβώς το όραμα, ακολουθώντας το παράδειγμα των ασώματων δυνάμεων, ο Άγιος Ιγνάτιος καθιέρωσε στην Εκκλησία της Αντιόχειας την αντιφωνική (εναλλάξ) ψαλμωδία.
Το 439, στην Κωνσταντινούπολη έγινε ένας φοβερός σεισμός που στοίχισε τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Νεώτερος (Β΄) μαζί με τον Πατριάρχη και όλο τον λαό απευθύνθηκαν στον Θεό με ικεσία για τερματισμό αυτής της συμφοράς που συνήθως πλήττει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Την ώρα της μαζικής προσευχητικής ψαλμωδίας ένας ευσεβής νεαρός, μπροστά στα μάτια όλων, ανυψώθηκε στον ουρανό από μια αόρατη δύναμη και μετά από λίγη ώρα επανήλθε σώος και αβλαβής. Ο νεαρός διηγήθηκε ότι είδε αγγέλους στον ουρανό να ψέλνουν στον Θεό: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος». Ο λαός το εξέλαβε αυτό ως οδηγία άνωθεν και πρόσθεσε σε αυτόν τον δοξολογικό τριαδικό ύμνο τη δέηση μετανοίας: «Ελέησον ημάς». Μετά από αυτό, ο σεισμός σταμάτησε. Έκτοτε, ο Τρισάγιος αγγελικός ύμνος μπήκε για πάντα στη λειτουργική εκκλησιαστική πρακτική.
Η έναρξη της Καινής Διαθήκης, η οποία έφερε πολλά αγαθά στην ανθρωπότητα, το σημαντικότερο από τα οποία είναι η αιώνια σωτηρία, είναι στενά συνδεδεμένη με την αγγελική ψαλμωδία. Όταν γεννήθηκε το Θείο Βρέφος, ο Θεός ευδόκησε όχι μόνο να το αναγγείλει στους βοσκούς, αλλά και να τους φανερώσει πολυάριθμη ουράνια στρατιά που δοξολογούσε και υμνολογούσε τον Θεό: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 14).
Ο ίδιος ο Σωτήρας έδωσε το παράδειγμα ψαλμώδησης πνευματικών ύμνων. Μετά τον Μυστικό Δείπνο, ξεκινώντας για το Όρος των Ελαιών, ο Κύριος έψαλε ψαλμούς με τους μαθητές Του, καθαγιάζοντας έτσι αυτήν την παράδοση για τους επόμενους αιώνες (βλ. Ματθ. 26, 30· Μκ. 14, 26).
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η ψαλμωδία έχει πράγματι ουράνια προέλευση, η οποία δόθηκε στην ανθρωπότητα από τον Θεό δια των αγγέλων, των πιστών υπηρετών Του. Δεν είναι τυχαίο ότι το βυζαντινό άσμα, το οποίο ήρθε στη Ρωσία από την Κωνσταντινούπολη, ονομάστηκε «αγγελοπρεπές» ή «αγγελόφωνο». Ο άνθρωπος δε, αφού υιοθέτησε αυτό το αγγελικό έργο (την ψαλμωδία), έμαθε να το χρησιμοποιεί και για επίγειους σκοπούς και μετέτρεψε την απλή ανάγνωση στίχων σε τραγούδι. Έτσι προέκυψε μια νέα μορφή τέχνης, η οποία συχνά εξελισσόταν σε έκφραση της εθνικής ταυτότητας ενός έθνους (π.χ. το ιταλικό τραγούδι).
Στην αρχαιότητα ο λαός του Ισραήλ κατανοούσε πολύ καλά τη σημασία της ψαλμωδίας και φρόντιζε ιδιαίτερα για τους ψάλτες, οι οποίοι κατά χιλιάδες υπηρετούσαν στο Ναό. Με βασιλική εντολή λάμβαναν ειδικό επίδομα (βλ. Νεεμ. 11, 23) και είχαν ξεχωριστά δωμάτια (βλ. Ιεζεκ. 40, 44). Στη διάρκεια των μαχών οι ψάλτες τοποθετούνταν μπροστά από τα στρατεύματα, ώστε με το τραγούδισμά τους να εμπνέουν τους συμπολεμιστές τους και να προκαλούν φόβο στα εχθρικά στρατεύματα (βλ. 2 Χρον. 20, 21).
Η ψαλμωδία βοηθά να αντέχουμε με ευχαρίστηση μεγάλες ιερές ακολουθίες και να κατανοούμε καλύτερα το νόημα των λειτουργικών ύμνων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ιωάννης Χρυσόστομος λέει:
«Ἐπειδή λοιπόν ἡ ψυχή μας τέρπεται καί ἕλκεται φυσιολογικά ἀπὸ τὸ εἷδος αὐτὸ τῆς ψυχαγωγίας, τὸ τραγούδι, διὰ νὰ μὴ παρεμβάλουν οἱ δαίμονες πορνικὰ ἄσματα, καὶ ἀνατρέψουν ἔτσι τὰ πάντα, ὁ Θεός μᾶς περιτείχισε μὲ ψαλμούς, ὥστε μαζὶ μὲ τὴν τέρψιν νὰ ἐπέρχεται καὶ ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια» (Ομιλία εις τον 41ο ψαλμό).
Σε όλες τις εποχές, όχι μόνο στην αρχαιότητα, ο άνθρωπος είχε την έλξη να τραγουδάει. Κάποιοι τραγουδούσαν όπως μπορούσαν, ενώ άλλοι αφιέρωναν ολόκληρη τη ζωή τους στο τραγούδι. Υπήρχαν και εκείνοι που λάμβαναν αυτό το χάρισμα από τον Θεό, όπως για παράδειγμα ο Όσιος Ρωμανός ο Μελωδός. Έλαβε το χάρισμα από την ίδια τη Μητέρα του Θεού να συνθέτει πνευματικούς ύμνους και να τους ερμηνεύει όμορφα. Ένας άλλος αγαπημένος της Παναγίας μας ήταν ο Όσιος Ιωάννης Κουκουζέλης, ο οποίος από την παιδική του ηλικία διακρινόταν για την πολύ ωραία φωνή του. Το τραγούδι του εξέπληττε όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα, τα οποία τον άκουγαν σαν υπνωτισμένα.
Η μουσική έχει ευεργετική επίδραση όχι μόνο στους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά ακόμη και στα φυτά
Σύγχρονοι επιστήμονες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μουσική έχει ευεργετική επίδραση όχι μόνο στους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά ακόμη και στα φυτά, τα οποία ωριμάζουν γρηγορότερα και καρποφορούν περισσότερο με τραγούδι ή με κλασική μουσική.
Ο κύριος σκοπός του τραγουδιού, ωστόσο, είναι να αλλάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι μια φανερή επιβεβαίωση της ευεργετικής επίδρασης του τραγουδιού στην ανθρώπινη ψυχή αποτελεί η θεραπεία της σάρκας του. Έτσι, ο άνθρωπος που ασχολείται σωστά με το τραγούδι, θεραπεύεται από ασθένειες του αναπνευστικού και των φωνητικών οργάνων. Αυτό επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την ιδέα ότι το τραγούδι κάνει μόνο καλό στον άνθρωπο και του υπενθυμίζει την πραγματική ουράνια κλήση του.
Το τραγούδισμα πνευματοποιεί τον άνθρωπο, ανεβάζει τη σκέψη του από το επίγειο στο ουράνιο, εκεί από όπου δόθηκε το τραγούδι στην ανθρωπότητα. Το τραγούδισμα είναι εχθρός της ακηδίας και της απελπισίας, βοηθά να αντέχει κανείς το βάρος των κόπων του και να ξεπερνά την ψυχική θλίψη. Το τραγούδισμα αποκαλύπτει μπροστά σε όλους την εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου, την ψυχική του έξαρση. Δεν είναι τυχαίο που σε τέτοιες περιπτώσεις λένε ότι δεν τραγουδάει ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή. Πράγματι, το τραγούδισμα δεν είναι απλώς εκφορά μελωδίας που αποτελείται από ήχους, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Το ακούει κανείς όχι τόσο με τα αυτιά του όσο με την καρδιά, το αντιλαμβάνεται με όλο του το είναι.
Το τραγούδι πάντα προσέλκυε την προσοχή του ανθρώπου. Μόλις αρχίζουν κάπου να τραγουδούν, πολύ σύντομα μια ομάδα ακροατών συρρέει γύρω τους και ακούει το τραγούδι με ευχαρίστηση. Αν γνωρίζουν και τα λόγια του τραγουδιού, οπωσδήποτε θα προσπαθήσουν να τραγουδήσουν μαζί. Έτσι η φύση μας γλυκαίνεται με τις μελωδίες και έλκεται από αυτές. Όμως, το τραγούδι προσελκύει την προσοχή μόνο αν είναι αξιόλογο και υψηλής ποιότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί τραγουδιστές φιλοδοξούν να φτάσουν σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο. Η ηχηρή, ρέουσα φωνή, η σαφής εκφορά του κειμένου, η ευκολία και η ελευθερία στην εκτέλεση, καθώς και η ομορφιά και η πλούσια χροιά της φωνής – αυτά είναι τα κριτήρια με τα οποία μπορούμε να διακρίνουμε τη σωστή (επαγγελματική) εκτέλεση από την ερασιτεχνική.
Το τραγούδι της μάνας ηρεμεί και κοιμίζει το παιδί που κλαίει. Γι’ αυτό το λόγο στη Ρωσία, που χαρακτηρίζεται για την αγάπη της προς το τραγούδι, ήταν τόσο διαδεδομένη η παράδοση του νανουρίσματος.
Το τραγούδι βοηθάει να ξεπεραστεί η κακία, να συμφιλιωθούν οι εχθροί και αποτελεί το καλύτερο μέσο για την προσέγγιση των ανθρώπων, επειδή εκφράζει τις κοινές σκέψεις και την κοινή διάθεσή τους. Δεν είναι τυχαίο που στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, τότε που οι πιστοί είχαν «μία καρδιά και μία ψυχή» (Πράξ. 4:32), οι χριστιανοί τραγουδούσαν μαζί, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» (εκφώνηση Θείας Λειτουργίας). Αυτό ήταν δυνατό λόγω του μάλλον απλού από τεχνικής και συνθετικής άποψης τρόπου ψαλμώδησης, και στη Ρωσία (μέχρι τον 16ο αιώνα) λόγω της παλαιάς παρασημαντικής ψαλμωδίας (Ζνάμεννιϊ) και της εκτός Ναού ψαλμωδίας (Ντεμέστβεννιϊ), που ψάλλονταν με ταυτοφωνία (unison). Όμως, από τις αρχές του 17ου αιώνα στη Νοτιοδυτική Ρωσία εμφανίζεται μια νέα πολυφωνική ψαλμωδία (παρτές), η οποία αναπτύχθηκε σε αντιπαράθεση με την ρωμαιοκαθολική (δυτική) πρακτική της χρήσης οργάνων στις εκκλησίες. Πολλοί διάσημοι συνθέτες συνέβαλαν μουσικά σε αυτή την προσπάθεια. Οι Μπορτνιάνσκιϊ, Τουρτσανίνοβ, Βέντελ, Λβοβ, Λομάκιν, Μπαλάκιρεβ, Αλεμάνοβ, Αζέγιεβ, Καστάλσκιϊ, Ραχμάνινοβ και πολλοί άλλοι θα μείνουν για πάντα στην ιστορία της μουσικής ως οι πιο διακεκριμένοι δημιουργοί αυτού του είδους. Χάρη στους κόπους τους, τα μουσικά έργα έγιναν πιο μεγαλοπρεπή και πιο σύνθετα, που είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η εκτέλεσή τους από όλο το εκκλησίασμα. Για αυτό το λόγο, η αρμοδιότητα να ψέλνουν ανατέθηκε στη χορωδία, η οποία λειτούργησε ως εκφραστής της προσευχητικής διάθεσης των πιστών. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα. Η κοινή ψαλμώδηση του Συμβόλου της Πίστεως και του «Πάτερ Ημών», καθώς και η εκφώνηση των επικείμενων ήχων, που συνηθιζόταν να ψάλλονται από όλο το εκκλησίασμα υπενθυμίζει την αρχαία παράδοση της πάνδημης ψαλμωδίας.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι αυτό το πνεύμα ενότητας για τη χριστιανική οικογένεια. Εδώ η παράδοση της κοινής ψαλμωδίας σε κάθε «μικρή Εκκλησία» (οικογένεια) είναι μια κοινή προσευχητική έκφραση των θρησκευτικών συναισθημάτων των μελών της οικογένειας, η οποία συντελεί σε μεγαλύτερη πνευματική ενότητα σε σύγκριση με την εξ’ αίματος συγγένεια.
Το τραγούδι, εκτός από το να προσφέρει παρηγοριά και ευχαρίστηση στην ανθρώπινη ψυχή, καλείται να την θεραπεύσει από τα βλαβερά πάθη και τις κακές συνήθειες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλα τα έθνη αξιοποιούσαν τη μουσική και το τραγούδι στο σημαντικότατο έργο της εκπαίδευσης των νέων. Το τραγούδι συμπεριλαμβανόταν (και εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνεται) στον κύκλο των επιστημών που διδάσκονται στα σχολεία και είναι ένα καλό μέσο για την εμπέδωση ηθικών και αισθητικών αξιών στις νεαρές και ανήσυχες καρδιές.
Το πνευματικό άσμα (ιδίως στη παρασημαντική) είναι ένα πραγματικό κήρυγμα για τον Θεό. Είναι σαν μια ανοιγμένη πόρτα προς τον πνευματικό κόσμο, μέσα από την οποία ρέει προς εμάς, τους αμαρτωλούς, το ιλαρό φως της αιωνιότητας, που φωτίζει και αγιάζει τον κάθε άνθρωπο.