Ιζενιακόφ Τιμοφέι Ιλλαριόνοβιτς Αυτή η ιστορία, είναι ασυνήθης από την έναρξή της. Κάποτε, καθώς ξεδιάλεγα τα αρχεία του σπιτιού (όπου μερικές φορές αερίζω τα κουτιά και αλλάζω τη θέση τους), το «μάτι μου έπεσε» στο βιογραφικό σημείωμα του ξαδέλφου του παππού μου από τον πατέρα μου, ο οποίος το περιβόητο και οδυνηρό έτος 1937, όταν διορίστηκε στη θέση του λαϊκού δικαστή, δεν καταδίκασε ποτέ ούτε έναν άνθρωπο σε τιμωρία θανατικής ποινής....
Κάνω μια νέα έρευνα στο αρχείο: ναι, έτσι είναι. Ο κλητήρας του δικαστηρίου δηλώνει:
«Ο Τιμοφέι Ιλλαριόνοβιτς Ιζενιακόφ διακρίθηκε για την ανθρωπιά και τις υψηλές ηθικές αξίες του. Ποτέ δεν εξέδωσε σκληρές ποινές κατά των γυναικών, έλαβε υπόψη του την κατάσταση των ορφανών και των εξόριστων, προσπαθώντας να διευκολύνει τη ζωή τους, και ποτέ δεν καταδίκασε κανέναν σε τιμωρία θανατικής ποινής (ΤΘΠ)».
Η βιογραφία είναι πιο κατάλληλη για έναν υποψήφιο σε μια θεολογική ακαδημία, για να το θέσουμε ωμά, αλλά εδώ πρόκειται για δικαστήριο...
Ο Τιμοφέι γεννήθηκε το έτος 1905 σε μια πολυεθνοτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν Μάνσι, η μητέρα του Ρωσίδα. Σπούδασε, προφανώς, καλά. Σε ηλικία 22 ετών, παίρνοντας μια βαλίτσα από κόντρα πλακέ με κάποια απλά πράγματα, έφυγε για σπουδές στο Λένινγκραντ, επιλέγοντας απροσδόκητα για τον εαυτό του τη νομική κατεύθυνση. Το ρήμα «έφυγε» θα σημάνει πολλά ως προς τη σημασία του. Ταξίδεψε από τη γενέτειρά του Ναχράτσι, που σήμερα είναι το χωριό Κοντίνσκογιε (στην περιφέρεια Χάντι-Μανσίσκ - Γιούγκρα) στην πόλη του ποταμού Νέβα με ποτάμια, τροχήλατα, οδικά και σιδηροδρομικά μέσα μεταφοράς.
Το περιβόητο και οδυνηρό έτος 1937, όταν διορίστηκε στη θέση του λαϊκού δικαστή, δεν καταδίκασε ποτέ ούτε έναν άνθρωπο σε τιμωρία θανατικής ποινής…
Μετά την αποφοίτησή του το 1933, επέστρεψε στο σπίτι του με ένα πτυχίο και αρκετές κούτες με βιβλία. Ένας μορφωμένος άνθρωπος στην ύπαιθρο της Σιβηρίας αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Παρεμπιπτόντως, ο πρόεδρος του δικαστηρίου δεν κατείχε καμία ανώτερη εκπαίδευση. Ήταν σπάνιο φαινόμενο εκείνα τα χρόνια. Ο Τιμοφέι βρήκε δουλειά στην εκτελεστική επιτροπή ως εκπαιδευτής, και μετά από αυτό το πόστο, τέθηκε επικεφαλής της μοναδικής στην περιοχή μεγάλης κολεκτίβας αγροτικής ιδιοκτησίας (σημ.τ.μεταφρ. «κολχόζ») «KIM», κολχόζ στο όνομα του Μικογιάν και το 1937, έχοντας εξαιρετικές επιδόσεις, διορίστηκε στη θέση του δικαστή. Μέχρι τότε, ήταν ήδη καλά παντρεμένος και μεγάλωνε και μια κόρη.
Πρέπει να πω λίγα λόγια για τον πατέρα του. Ο Ιλλαριόν Ιβάνοβιτς, όντας ο προεστός του χωριού, βοήθησε πολλούς νεοφερμένους να εγκατασταθούν στην τάιγκα, διόρθωνε τα έγγραφά τους, βοηθούσε τον πρώτο καιρό στις εργασίες του σπιτιού και εντέλει, απλά δεν εξέδιδε ανθρώπους του κλήρου και της αριστοκρατίας στις αρχές και γενικά δεν εξέδωσε κανέναν απολύτως. Ίσως, γι' αυτόν το λόγο, όλα τα νεογέννητα μωρά στο Ναχράτσι και στα περίχωρά του, βαφτίζονταν εγκαίρως, οι εκλιπόντες ψάλλονταν, οι λειτουργίες ετελούντο πίσω από τις ογκώδεις πόρτες και τα παντζούρια από ξύλο κέδρου, διαβάζονταν οι κανόνες και τελούνταν τα πρόσφορα. Ποιος από τις αρχές θα πήγαινε σε μια τέτοια ερημιά;
Ήταν καταφανές, ότι οι άνθρωποι που παραβίαζαν το νόμο εκείνη την εποχή, ονειρεύονταν να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους από τον δικαστή Τιμοφέι Ιλλαριόνοβιτς. Τα ευγενικά χαρακτηριστικά του και μόνο ενέπνεαν την ελπίδα για μια ευνοϊκή έκβαση. Ήταν εξαιρετικά προσεκτικός σε κάθε συμμετέχοντα στη διαδικασία. Μιλούσε αργά και διεξοδικά, ώστε ο γραμματέας της δικαστικής συνεδρίασης να μην χρειάζεται να ξαναγράψει. Άκουγε διεξοδικά την υπεράσπιση και την πολιτική αγωγή, υπενθυμίζοντας ευγενικά την ανάγκη να αναφερθούν, πρώτα απ' όλα, οι νομικοί κανόνες. Και σε αντίθεση με άλλους δικαστές, δεν βιαζόταν ποτέ.
Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος έκανε τις προσαρμογές του στον τρόπο ζωής της Σιβηρίας. Όλοι οι ενήλικοι άνδρες πήγαν στον πόλεμο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ο λαϊκός δικαστής είχε ένα προνόμιο. Τον χρειάζονταν στο εσωτερικό μέτωπο. Αν δεν υπήρχε ένα «αλλά». Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά του περνώντας μπροστά από άδεια σπίτια, από ορφανά πρόσωπα που τον κοίταζαν, όπως του φαινόταν, με διάθεση μομφής: «Εσύ είσαι ζωντανός και εδώ, μα ο πατέρας/ο γιος/ο αδελφός μας είναι άγνωστο πού είναι, κι επίσης άγνωστο αν θα επιστρέψει...».
Ο Τιμοφέι εγκατέλειψε το προνόμιό του και προσφέρθηκε εθελοντικά.
...Όλο το χωριό συναντούσε το ατμόπλοιο με το ταχυδρομείο. Κάθε στρατιώτης έγραφε συνήθως δύο γράμματα: το ένα στους γονείς του, το άλλο στη γυναίκα του και πάντα έστελνε χαιρετισμούς στους γείτονές του με τις απαραίτητες ευχές για υγεία, μακροζωία και, φυσικά, έναν ειρηνικό ουρανό.
Ο Τιμοφέι εγκατέλειψε το προνόμιό του και προσφέρθηκε εθελοντικά
Το 1944 τα γράμματα σταμάτησαν να έρχονται. Και μετά... Τον Οκτώβριο, έφτασε μια λιτή και περιεκτική ανακοίνωση, η οποία έγραφε με κεφαλαία γράμματα:
«Αγαπητή Αλεξάνδρα Βασίλιεβνα, Ο σύζυγός σας, λοχίας της φρουράς Τ.Ι. Ιζενιακόφ στις 5 Αυγούστου 1944 στη μάχη για τη σοσιαλιστική Πατρίδα, επιδεικνύοντας ηρωισμό και θάρρος, πέθανε με ηρωικό θάνατο και ενταφιάστηκε βορειοανατολικά του αγροκτήματος Καρπουσίν στο έδαφος της Πολωνίας».
Μαζί με το χαρτί της κηδείας ήρθαν και τα βραβεία, το παράσημο του Πατριωτικού Πολέμου 1ου βαθμού και δύο μετάλλια «Για στρατιωτικές υπηρεσίες». Σύντομα μαθεύτηκε, ότι το αγρόκτημα Καρπουσίν βρίσκεται δώδεκα χιλιόμετρα μακριά από το Σοκόλοβ-Ποντλάσκι, της επαρχίας Σεντλέσκι, και όταν χρόνια αργότερα πήγαμε να τον επισκεφτούμε, ακολούθησε η μετακομιδή του στην πόλη της Βαρσοβίας. Είναι γνωστός και ο αριθμός του τάφου, όπου ήρθαν να τον επισκεφθούν η κόρη και η εγγονή του. Μια μικρή παλάμη γλίστρησε στον γρανίτη, χαιρετώντας τον παππού της. Το κορίτσι τον είχε δει πολλές φορές στα όνειρά της και ποτέ στη ζωή της. Και τόσα πολλά ήθελε να του πει...
…Πριν από τρία χρόνια, ο γιος μου, μου έστειλε στο τηλέφωνό μου ένα βίντεο με τα εξής λόγια: «Κοίτα, μαμά, οι Πολωνοί γκρεμίζουν ένα μνημείο του προπάππου μου. Ένιωσα ένα βαρύ συναίσθημα. Άραγε, αυτοί δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Τιμοφέι μας...»