Δημοσιεύουμε μαρτυρίες σύγχρονών μας για τη θαυματουργή βοήθεια του Αγίου.
«Δε θα καταλάβετε έτσι κι αλλιώς για τι ύψος μιλάμε»
Το διάστημα 1955-1957 περίπου λειτουργούσα στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται ανάμεσα στους σταθμούς του μετρό Παβελέτσκαγια και Νοβοκουζνέτσκαγια. Εκείνα τα χρόνια συχνά βαφτίζαμε κάθε φορά τουλάχιστον σαράντα άτομα. Μια Κυριακή, κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του Βαπτίσματος, με πλησιάζει ο πατέρας του παιδιού που βαπτιζόταν και μου λέει: «Έχω ένα ερώτημα, πάτερ, για το οποίο θα ήθελα μια απάντηση». Του είπα: «Ευχαρίστως να απαντήσω, αλλά μόνο μετά τη Βάπτιση».
Όταν τελείωσα με το Βάπτισμα, ο νεαρός άνδρας με πλησίασε και μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:
– Για λόγους εργασίας έπρεπε να κάνω κάποια πειράματα σε τεράστιο ύψος. – Και προσπαθούσε να μου εξηγήσει πόσο μεγάλο ήταν το ύψος. – Όχι, όχι, δεν θα καταλάβετε έτσι κι αλλιώς για τι ύψος μιλάμε. Όμως, σε αυτό το ύψος, έπρεπε να κάνω κάποια πειράματα. Και ξαφνικά έπεσα από αυτό το ύψος, μόνο που καθυστέρησα με θαυμαστό τρόπο να πέσω κάτω, καθώς μπερδεύτηκα σε καλώδια.
Και στη συνέχεια με στεναγμό είπε:
– Ω, όχι! Βασικά δεν υπήρχε περίπτωση να καθυστερήσεις εκεί! Όμως, ακριβώς τη στιγμή της πτώσης μπροστά στα μάτια μου εμφανίστηκε ένας γέρος, λίγο καμπουριασμένος με μπαστούνι στο χέρι, και μου είπε: «Τραβήξου λίγο, πιάσου με τα χέρια…» Οπότε, χάρη σε όλα αυτά τώρα στέκομαι μπροστά σας ζωντανός. Έχω μόνο μια ερώτηση: δεν ξέρω ποιον να ευχαριστήσω…
Του είπα: «Αυτός είναι ο σωτήρας σας, αυτόν να ευχαριστείτε»
Επειδή σύμφωνα με την περιγραφή ήταν ένας καμπουριασμένος γέροντας με μπαστούνι, οδήγησα τον νεαρό σε μια γωνιά της εκκλησίας μας, όπου υπήρχε μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Σεραφείμ του Σαρόφ. Όταν πλησιάσαμε στην εικόνα, του είπα: «Κοιτάξτε!» Εκείνος κοίταξε: «Όχι... Δεν είναι αυτός… Ήταν τόσο στιγμιαίο που μάλλον δεν συγκράτησα τίποτα στη μνήμη μου...».
Τότε τον οδήγησα επιτακτικά προς τα εμπρός και διαγώνια, προς το ιερό, εκεί όπου είναι η θέση του χορού και που χωρίζεται από την εκκλησία με ψηλές εικόνες. Μία από αυτές απεικόνιζε τον Άγιο Νικόλαο, Αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Τον έφερα σε αυτή την εικόνα και του είπα: «Κοιτάξτε!...». Και εκείνος – έπρεπε να τον ακούσει κανείς – με ένα βογγητό αναφώνησε δυνατά: «Αυτός είναι! Αυτός είναι! Ναι, αυτός είναι!..» Του είπα: «Αυτός είναι ο σωτήρας σας, αυτόν να ευχαριστείτε».
«Αφού δεν με βοήθησες, φύγε από μένα!..»
Η δεύτερη ιστορία δεν είναι πολύ εύηχη, αλλά μαρτυρεί την άμεση παρέμβαση του Αγίου Νικολάου.
Τότε λειτουργούσα πλέον στον Ιερό Ναό των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Η ιστορία που θα σας πω συνέβη εκεί με έναν ιερέα.
Αυτός ο ιερέας είχε δύο πολύ μικρά κορίτσια, για τα οποία προσέλαβε μια νταντά να τα φροντίζει. Η νταντά ήταν από τη Μορδοβία, απλή, αλλά πολύ επιμελής. Φρόντιζε άριστα τα παιδιά, οπότε τόσο ο ιερέας όσο και η πρεσβυτέρα του την εμπιστεύτηκαν απόλυτα, έτσι που τα έκανε όλα μόνη της και δεν ανακατεύονταν οι ίδιοι πολύ.
Ξαφνικά η νταντά αρρώστησε. Έφυγε αμέσως από το σπίτι του ιερέα και πήγε στο διαμέρισμά της στη Μόσχα. Όταν έφτασε εκεί, πήγε κατευθείαν για ύπνο.
Ξυπνάει τη νύχτα και βλέπει ότι ολόκληρο το σώμα της ήταν καλυμμένο από κοριούς και ότι την είχαν τσιμπήσει τόσο πολύ που όλο της το σώμα καιγόταν κυριολεκτικά! Άναψε το φως και είδε ότι παντού είχε κοριούς. Είχε λείψει από το σπίτι της για πολύ καιρό, και τα έντομα φαίνεται να χάρηκαν που είχαν βρει ξαφνικά ένα θύμα και επιτέθηκαν αμέσως.
Ζέστανε νερό στο βραστήρα, έριξε βραστό νερό σε όλο το κρεβάτι, σε όλες τις χαραμάδες όπου μπορούσαν να κρυφτούν οι κοριοί, έκανε επιμελώς ό,τι μπορούσε να κάνει και πήγε ξανά για ύπνο. Ξυπνάει ξανά γεμάτη κοριούς...
Είχε περιέλθει σε απόγνωση: και η αρρώστια να την καταβάλλει αλλά και οι κοριοί να μην την αφήνουν ήσυχη. Πήγε στην γωνία με τις εικόνες και απευθύνθηκε στον Άγιο Νικόλαο: «Πάτερ Νικόλαε, βλέπεις! Είμαι εντελώς άρρωστη και τώρα, αντί να ξεκουράζομαι, παλεύω με τους κοριούς, οι οποίοι δεν με αφήνουν ήσυχη! Βοήθησέ με!» Και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της.
Μόλις ξάπλωσε, οι κοριοί ξαναέπεσαν επάνω της. Και συνέχιζαν να την ταλαιπωρούν. Αυτή να είναι έκπληκτη: πώς είναι δυνατόν; Τόσο ειλικρινά είχε απευθυνθεί στον Άγιο Νικόλαο και καμία βοήθεια;!
Σηκώνεται ξανά, πλησιάζει στην εικόνα του και του λέει: «Άγιε Νικόλαε! Απευθύνθηκα σε σένα με παράκληση. Με βοήθησες; Όχι, δε με βοήθησες! Τότε φύγε από μένα!..»
Τότε σηκώνεται, ανάβει το φως και εκπλήσσεται: δεν υπάρχει ούτε καν σημάδι κοριού
Παίρνει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στα χέρια της (δεν τόλμησε, βεβαίως, να την πετάξει), χτυπάει την πόρτα, νύχτα που ήταν, της γειτόνισσας, της δίνει την εικόνα και της λέει: «Πάρε, σε παρακαλώ, αυτήν την εικόνα, δεν την χρειάζομαι!»
Μετά επιστρέφει στο σπίτι της, ξαπλώνει ξανά και προσπαθεί να κοιμηθεί. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι επικρατεί απόλυτη ηρεμία, δεν υπάρχουν κοριοί, δεν υπάρχουν τσιμπήματα, τίποτα! Τότε σηκώνεται, ανάβει το φως και εκπλήσσεται: δεν υπάρχει ούτε καν σημάδι κοριού…
Αυτό την διαπέρασε ως τα βάθη της ψυχής. Αμέσως, πήγε στη γειτόνισσά της για να της ζητήσει συγγνώμη: «Συγχώρεσέ με, εμένα την ανόητη και ελεεινή, που αποχωρίστηκα την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Δεν μπορώ όμως χωρίς αυτόν!» Και πάλι την παρακάλεσε να πάρει πίσω την εικόνα...
Πλέον, σε αυτό το διαμέρισμα δεν εμφανίστηκαν ποτέ κοριοί.
«Δε χρειάζομαι εκατό!»
Η τρίτη ιστορία για τον Άγιο Νικόλαο αφορά μια κυρία, ενορίτισσα του Ιερού Ναού των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Η κυρία αυτή είχε βοηθήσει πολύ την ενορία, ιδιαίτερα στην αρχή της αναστήλωσής του.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν χρήματα και ήταν δύσκολο να ξεκινήσουμε οποιεσδήποτε εργασίες. Εκείνη, όμως, σιδηροδρομικός στο επάγγελμα, που είχε συμμετάσχει στον πόλεμο και είχε φτάσει σχεδόν μέχρι το Βερολίνο, μαζί με τους συναδέλφους της σιδηροδρομικούς, ήταν πολύ χαρούμενη που άνοιξε μια εκκλησία στη γειτονιά της. Άρχισε να βοηθάει με ζήλο στην αποκατάστασή της.
Τι έκανε; Κατέβαινε στο μετρό και εκεί ζητούσε χρήματα για την αποκατάσταση του ναού. Η αστυνομία την έδιωχνε, αλλά εκείνη έμπαινε σε διαπραγματεύσεις του τύπου: «Αγαπητοί μου, να, αναστηλώνεται ένας κατεστραμμένος ναός... Δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα για να τον αναστηλώσουμε και εσείς με διώχνετε! Δεν συγκεντρώνω χρήματα για τον εαυτό μου, αλλά για καλό σκοπό, για την αποκατάσταση του ναού!».
Τα πήγε πολύ καλά με αυτήν την πρωτοβουλία της. Έφερνε πολλά χρήματα και με αυτόν τον τρόπο βοήθησε πάρα πολύ στην αναστήλωση του κειμηλίου.
Αυτή η ιστορία είχε συνέχεια. Κάποια μέρα η κυρία συνειδητοποίησε ότι, στην πραγματικότητα, τα χρόνια της περνούν, έπαιρνε βέβαια κάποια σύνταξη, αλλά δεν είχε στη άκρη κάτι για μια έκτακτη περίπτωση! Πάντοτε τα διέθετε όλα, ποτέ δεν κρατούσε κάτι για τον εαυτό της, την σύνταξή της την ξόδευε κυρίως σε τρόφιμα. Και κάποια στιγμή δεν της είχαν μείνει καθόλου χρήματα.
Οπότε, σκέφτηκε ότι δεν έχει τίποτα για την κηδεία της. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει οικονομίες για τα έξοδα της κηδείας της. Κατάφερε να εξοικονομήσει 50 χιλιάδες ρούβλια, τα τύλιξε, τα έβαλε κάπου και ηρέμησε.
Αλλά ο δαίμονας δεν κοιμάται... Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, όμως, βρέθηκαν κάποιοι άνθρωποι με επιχειρηματικό πνεύμα που άρχισαν να της κάνουν διάφορες προτάσεις: να κάνουν αυτό και εκείνο, να προχωρήσουν σε αυτές ή σε εκείνες τις εργασίες κ.λπ.
Εν ολίγοις, κατάφεραν να την πείσουν με τρόπο ώστε να πάρει η ίδια τα χρήματά της και να δώσει όλο το ποσό που είχε συγκεντρώσει – και τα 50.000 ρούβλια – για μια από τις προσφορές τους.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από αυτούς τους ανθρώπους, τότε συνήλθε και σκέφτηκε τι είχε κάνει! Τους είχε δώσει ένα κολοσσιαίο ποσό και έμεινε και πάλι χωρίς καθόλου χρήματα.
Ήρθε σε μένα και μου λέει: «Λοιπόν, πάτερ, κρίνετε μόνοι σας, πόσο ηλίθια είμαι!» Και μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της.
Τα μέτρησε και βρήκε ότι έχει εκατό χιλιάδες και όχι πενήντα!
Προσπάθησα να την ηρεμήσω: «Μην ανησυχείς, δεν θα μείνεις πάνω στη γη, θα σε θάψουμε»! Εν πάση περιπτώσει, ηρέμησε και πήγε στο σπίτι της.
Στο σπίτι, όμως, προσευχόταν έντονα στον Άγιο Νικόλαο για την πράξη που είχε κάνει, για το γεγονός ότι είχε μείνει εντελώς χωρίς χρήματα. Όταν πλησίασε την εικόνα του, του είπε:
– Άγιε Νικόλαε, βλέπεις, τι ανόητη που είμαι! Με τα δικά μου χέρια έδωσα όλα τα χρήματα σε αυτούς τους άτιμους ανθρώπους, οπότε, δεν έχω πάλι τίποτα! – Και με θλίψη βγάζει το μαντήλι όπου είχε φυλαγμένα τα χρήματά της ώστε να το δείξει στον Άγιο. Και ξαφνικά βλέπει ότι μέσα στο μαντήλι υπάρχουν λεφτά! Τα μέτρησε και βρήκε ότι έχει εκατό χιλιάδες και όχι πενήντα!
Και να που έρχεται ξανά σε μένα και μου λέει:
– Παππούλη, τι είναι αυτό, πείτε μου!
Της λέω:
– Τι εννοείς τι είναι αυτό; Προσευχόσουν;
– Προσευχόμουν!
– Τότε γιατί ρωτάς; Προσευχόσουν στον Άγιο Νικόλαο και αυτός ανταποκρίθηκε στην προσευχή σου. Είχες πενήντα χιλιάδες και τώρα σου έδωσε εκατό!
Μου λέει:
– Όχι, δε χρειάζομαι εκατό, χρειάζομαι μόνο τα δικά μου πενήντα!
Οπότε, ήρθε ξανά και μας έφερε τα χρήματα. Τις πενήντα χιλιάδες τις άφησε για τον εαυτό της και τις άλλες πενήντα τις έφερε για το ναό. Να ένα θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος.