Στις 16 Δεκεμβρίου του 2024 συμπληρώνονται 22 χρόνια από τον τραγικό θάνατο του ιεροδιακόνου Αλέξιου (Πισανιούκ). Μια χιονισμένη μέρα του Δεκεμβρίου, σαν σήμερα, οδηγούσε προς τη σκήτη της Μονής Ντιβέγιεβο και αποκοιμήθηκε στο τιμόνι...
Ο Ιεροδιάκονος Αλέξιος (Πισανιούκ) Για πρώτη φορά συναντήσαμε τον πατέρα Αλέξιο στα χρόνια των σπουδών μου στη Σχολή Αγιογραφίας της Λαύρας. Εκείνη την εποχή στις βοηθητικές εκτάσεις της Ακαδημίας υπήρχαν ακόμα φάρμα με αγελάδες και λαχανόκηποι. Κάποια στιγμή στις αρχές Ιουνίου, μια μικρή ομάδα φοιτητριών ήρθαμε να ξεχορταριάσουμε τα ραπανάκια. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε να δουλέψουμε για πολλή ώρα, καθώς οι φοιτητές της Ιερατικής Σχολής είχαν κάνει την περισσότερη δουλειά. Αυτοί κάθονταν εδώ σε ένα τραπέζι φτιαγμένο από ακατέργαστες σανίδες και γελούσαν με έναν τύπο που κουνούσε τα χέρια του και τους απειλούσε από μια ψηλή στοίβα με άχυρα. Ο τύπος ήταν το αφεντικό τους, αλλά πριν το σκάσουν από το διακόνημα, οι πανούργοι υφιστάμενοι είχαν αφαιρέσει τη σκάλα από τη στοίβα με άχυρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε το επίθετο Πισανιούκ, αλλά εκείνη την ημέρα δεν είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Αυτός απειλούσε τους ιεροσπουδαστές με τσουγκράνα από τη στοίβα, και σύντομα αυτοί πήγαν να ξαναβάλουν τη σκάλα στη θέση της και εμείς φύγαμε. Αλλά το επώνυμο το κρατήσαμε στη μνήμη μας και το ακούγαμε συχνά στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας.
Ο Σέργιος Πισανιούκ ήταν ένας υπεύθυνος, επιμελής και πολύ δραστήριος φοιτητής. Ως εκ τούτου, εκτός από τις σπουδές του και τα επίσημα διακονήματα, προλάβαινε να κάνει και άλλες πολλές μικρές ή μεγάλες καλές πράξεις, όπως να φέρνει κουβά με χυμό σημύδας στις φοιτήτριες της Σχολής Αγιογραφίας, είτε να σκάβει λαχανόκηπο για ενορίτισσες της Λαύρας, είτε να επισκευάζει τη στέγη σε κάποιον. Με τους φίλους του ταξίδευε στα γύρω γυναικεία μοναστήρια, όπου και εκεί έκαναν βαριές δουλειές: τη μια έβγαζαν τρακτέρ από το βάλτο, την άλλη κουβαλούσαν βαριά πράγματα, ή επισκεύαζαν φράχτη και ό,τι άλλο χρειαζόταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Αλλά τα παιδιά δεν έπαιρναν τίποτα για την εργασία τους. Στην καλύτερη περίπτωση, ο «επιστάτης» τους επέτρεπε να φάνε στην τραπεζαρία του μοναστηριού. Αλλά για να πάρουν οτιδήποτε μαζί τους – ο Θεός να φυλάει...
Ο Σέργιος Πισανιούκ ήταν ένας υπεύθυνος, επιμελής και πολύ δραστήριος φοιτητής
Ο Σέργιος, όταν ήταν ακόμα φοιτητής, είχε πάρει την ευλογία να βοηθάει στις κηδείες των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού ή των πατέρων της Λαύρας. Έσκαβε τάφους, παράγγελλε φέρετρα και σταυρούς... Όταν πέθανε ο πατέρας της δασκάλας μας, ο Σέργιος έφερε στο σπίτι τους το φέρετρο που είχε παραγγείλει για την κηδεία. Οι συγγενείς εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν τα μέτρα που είχαν δοθεί ήταν σωστά, και τότε ο Σέργιος με φωτεινό βλέμμα μπήκε μέσα στο φέρετρο, δίπλωσε τα χέρια του και από το φέρετρο είπε με βεβαιότητα ότι αφού ο ίδιος, που είναι τόσο μεγάλος, χώρεσε, θα χωρούσε και ο νεκρός...
Η υπευθυνότητά του δεν τον εμπόδιζε να είναι και πολύ χιουμορίστας... Στο παρελθόν, το χειμώνα, το χιόνι στην ακαδημία το καθάριζαν οι ιεροσπουδαστές. Με απλά λόγια, το μάζευαν στις δύο πλευρές του κεντρικού δρόμου, δημιουργώντας υψηλές χιονοστιβάδες στη θέση του γκαζόν. Ο ίδιος ο δρόμος από την πολλή χρήση παρέμενε πάντα λευκός και καθαρός. Αλλά και όλα τα μονοπάτια στην ακαδημία παρέμεναν κάτω από το χιόνι, γεγονός που επέτρεπε στους ιεροσπουδαστές να μεταφέρουν τα τρόφιμα από την αποθήκη στην τράπεζα και πίσω, με φαρδιά φορτηγά έλκηθρα. Ένα βράδυ πέρασε από μπροστά μας ο Πισανιούκ με ένα τέτοιο έλκηθρο που ήταν άδειο. Μας λέει: «Κορίτσια, θέλετε να σας πάω μια βόλτα με το έλκηθρο;». Μας εξήγησε ότι και οι τρεις μας θα χωρούσαμε τέλεια, αλλά έπρεπε απλώς να καθίσουμε χαμηλά. Θα μας πήγαινε κατά μήκος του κεντρικού δρόμου και θα μας γυρνούσε πίσω... Μετά από ολιγόλεπτο δισταγμό, συμφωνήσαμε. Καθίσαμε η μια πίσω από την άλλη και κρατιόμασταν από τα χαμηλά χερούλια του έλκηθρου. Ο Πισανιούκ ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα. Μόνο το χιόνι σφύριζε στα αυτιά. Κάποια στιγμή τράβηξε απότομα το σχοινί, το έλκηθρο αναποδογύρισε και εμείς μαζί με τα χερούλια βρεθήκαμε μέσα σε μια τεράστια χιονοστιβάδα. Αυτός να γελάει, κι εμείς να είμαστε ολόκληρες μέσα στο χιόνι. Τον μαλώνουμε, αλλά γελάμε κι εμείς, αφού είχαμε ενδώσει στην πρόκληση. Μας λέει: «Ελάτε να σας γυρίσω πίσω τώρα;». «Ε, όχι, ευχαριστούμε πολύ, θα περπατήσουμε καλύτερα!». Και αρχίσαμε να τινάζουμε το χιόνι από πάνω μας...
Την Πρωτοχρονιά αντικαθιστούσε μόνος του ολόκληρη ομάδα από ανιματέρ, όπως θα έλεγαν σήμερα. Ήταν ο μόνιμος βοηθός του Άϊ-Βασίλη. Τη μια ντυνόταν βοσκός, την άλλη πρόβατο, ή μάγος, αλλά πήγαινε μετά και για τα κάλαντα με τους ιεροσπουδαστές... Όμως όλο και πιο συχνά βοηθούσε στις κηδείες. Με τον καιρό απέκτησε βοηθούς σε αυτό το έργο. Μαζί τους έσκαβε τάφους και προετοίμαζε τα πάντα για την ταφή. Σπούδαζε κιόλας ταυτόχρονα. Ήταν πολύ καλός στις σπουδές. Μετά την Ιερατική Σχολή τελείωσε και την Ακαδημία. Διασώθηκαν επιστολές του προς τη μητέρα του από την περίοδο των σπουδών του, αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν αργότερα σε βιβλίο αφιερωμένο στον ίδιο. Πάντα έγραφε: «Μαμά, τα πάω καλά!». Πάντα εξέφραζε ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και περιέγραφε λεπτομερώς τη ζωή του....
Μετά την Ιερατική Σχολή, έγινε δόκιμος στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου. Στη συνέχεια, τα ταλέντα του άνθιζαν εκεί. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε η κουρά του, αλλά ο Σέργιος Πισανιούκ έγινε μοναχός Αλέξιος, προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να πούμε ότι ο μελλοντικός πατέρας Αλέξιος ήταν πνευματικό τέκνο του Αρχιμανδρίτη Κύριλλου (Παβλόβ). Όταν μπήκε στην αδελφότητα της Λαύρας, ήρθε ακόμη πιο κοντά με τον γέροντά του. Συνόδευε τον πατέρα Κύριλλο, μέσα στο πλήθος των προσκυνητών και των πασχόντων, στις κηδείες και τις νεκρώσιμες ακολουθίες. Μαζί του ταξίδευε στη γενέτειρα του γέροντα. Αυτή η πλευρά της ζωής του δεν ήταν γνωστή σε εμάς, αλλά περιγράφεται καθαρά στο βιβλίο του ιερομόναχου Ζωσιμά (Μασιάγκιν) που είναι αφιερωμένο στον πατέρα Αλέξιο. Οι από έξω μπορούσαμε να παρακολουθούμε τον πατέρα Αλέξιο να υπερασπίζεται τον πατέρα Κύριλλο μπροστά στην πίεση του πλήθους, να λειτουργεί ως διάκονος μαζί του, με ενθουσιασμό να ψέλνει μαζί με το λαό το «Πιστεύω» σύμφωνα με την παράδοση του Κιέβου... Ο πατήρ Αλέξιος καταγόταν από το Κίεβο. Όσο ακόμη φοιτούσε στο σχολείο, πριν την Ιερατική Σχολή, ήταν υποδιάκονος του Μητροπολίτη Φιλάρετου και ανησυχούσε πολύ για την μετέπειτα προσχώρησή του στο σχίσμα. Ήδη από τα σχολικά του χρόνια ο Σέργιος Πισανιούκ διακρινόταν για την ειλικρινή του ευσέβεια. Στη Λαύρα, υπό την καθοδήγηση του π. Κύριλλου, τα ταλέντα του π. Αλεξίου εκδηλώθηκαν πιο έντονα και οι αγαθοεργίες του απέκτησαν ιδιαίτερη δύναμη. Αν και ακόμη και εδώ η κύρια υπακοή του, εκτός από τη θεία λειτουργία, ήταν ο ενταφιασμός. Του δόθηκε μάλιστα ένα παλιό βανάκι από τη Λαύρα, μέσα στο οποίο είχε πάντα έτοιμα τα απαραίτητα για κηδεία. Οι φίλοι του πατέρα Αλεξίου χαριτολογώντας αποκαλούσαν το βανάκι του Ροσινάντε...
Με το διακόνημα της κήδευσης συνδέονται κάποιες ιστορίες που έχουν ήδη γίνει θρύλος
Ο πατήρ Αλέξιος δεν ενταφίαζε μόνο, αλλά βοηθούσε και στην ανεύρεση λειψάνων αγίων: συμμετείχε στην ανεύρεση των λειψάνων του Αγίου Λουκά (Βόϊνο-Γιασενέτσκι), του Δίκαιου Αλεξίου της Μόσχας, του Αγίου Φιλάρετου της Μόσχας, του Οσίου Αντωνίου του Ραντονέζ και του Οσίου Μαξίμου του Γραικού.
Με το διακόνημα της κήδευσης συνδέονται κάποιες ιστορίες που έχουν ήδη γίνει θρύλος. Στο τοπικό νεκροτομείο ένα καλοκαίρι είχε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος. Το γραφείο κηδειών ερχόταν να παραλάβει τις σορούς των αγνώστων μόνο ορισμένες ημέρες και δε θέλησε να προσαρμόσει εκτάκτως το πρόγραμμά του. Άρχισε, όμως, να εντείνεται η μυρωδιά της αποσύνθεσης, οι εργαζόμενοι προσπαθούσαν να κάνουν υπομονή, αλλά δεν έβλεπαν και καμία διέξοδο. Κάποια στιγμή, ήρθε ο πατήρ Αλέξιος για κάποια δουλειά. Αμέσως κατάλαβε το πρόβλημα. Το μόνο που είπε ήταν: «Δώστε μου μόνο την άδεια, θα τα κάνω όλα». Του δόθηκε η άδεια. Οπότε, ο ίδιος, παρά την αφόρητη οσμή, έβγαλε όλα τα όζοντα πτώματα, έσκαψε για τον καθένα χωριστά έναν τάφο, έβαλε στον καθένα από έναν σταυρό και την προσευχή και τα κήδεψε.....
Έτσι δημιουργήθηκαν οι «σειρές του πατέρα Αλεξίου» στο νεκροταφείο της πόλης. Έλαβε την ευλογία του γέροντά του και τη σιωπηρή έγκριση των αρχών του νεκροτομείου για να θάβει τους άγνωστους και τους άστεγους. Πλέον, δεν επρόκειτο για εταιρεία που μάζευε τους άγνωστους νεκρούς που συσσωρεύονταν στο νεκροτομείο κάθε δύο ή τρεις εβδομάδες για να τους θάψει σε έναν άγνωστο ομαδικό τάφο. Ήταν ένας άνθρωπος που, χειμώνα-καλοκαίρι, έσκαβε ξεχωριστό τάφο για κάθε νεκρό, έβαζε από πάνω το σταυρό και έψελνε τρισάγιο. Είχε και ειδικό εργαλείο: ένα ισχυρό λοστό, μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, και ένα μεγάλο φτυάρι από ειδικό ατσάλι για ελικόπτερα. Είχε και βοηθούς σε αυτό το έργο: ένα φίλο του ιεροσπουδαστή, ένα δόκιμο της Λαύρας και το νεκροθάφτη του νεκροταφείου της πόλης Βασίλειο (μακαριστό πλέον), ο οποίος βοηθούσε ολόψυχα τον πατέρα Αλέξιο σε αυτό το ανιδιοτελές έργο. Αλλά ο βασικός εργάτης εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος ο πατήρ Αλέξιος. Βοηθούσε να οδηγηθούν στην τελευταία τους κατοικία όχι μόνο οι Πατέρες της Λαύρας ή οι συγγενείς τους, οι ενορίτες της Λαύρας ή το προσωπικό της Ακαδημίας, αλλά συχνά, ως άνθρωπος καλά εξοικειωμένος με τη διαδικασία, αναλάμβανε να βοηθάει εντελώς άγνωστους που βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση. Του το ζητούσαν και αυτός βοηθούσε ως γρήγορος αρωγός, ανταποκρινόμενος στη θλίψη και τη στενοχώρια των ανθρώπων. Σε μια περίπτωση, ο πατήρ Αλέξιος στη Μόσχα βρέθηκε μπροστά στο εξής πρόβλημα: δεν μπορούσαν να βγάλουν το φέρετρο από το διαμέρισμα πολυώροφης πολυκατοικίας. Το φέρετρο με τη σορό δεν χωρούσε στις σκάλες, αλλά δεν υπήρχε και ανελκυστήρας εμπορευμάτων. Τότε αυτός πήρε προσεκτικά στα χέρια του τη νεκρή ηλικιωμένη γυναίκα και μπήκε μαζί της στον ανελκυστήρα. Όταν έφτασαν στο ισόγειο την έβαλε εξίσου προσεκτικά μέσα στο φέρετρο...
Με τόσο συχνές κηδείες πού έβρισκε τα χρήματα για να αγοράζει ρούχα, φέρετρα και σταυρούς για τους νεκρούς; Κάτι του έδιναν από τη Λαύρα, κάτι του έδιναν οι άνθρωποι, κάτι του έκαναν αφιλοκερδώς οι μαραγκοί και οι ξυλουργοί. Αν και πάντα προσπαθούσε να τους ευχαριστήσει, έστω δίνοντας κάτι. Ειδικά από τη στιγμή που η δεκαετία του 1990 δεν ήταν και η πιο ευημερούσα περίοδος. Ας πούμε ρωτούσε τους ξυλουργούς: «Πατέρες, θα πάρετε κεφάλια σολομού;» και τους πήγαινε κουτί με κατεψυγμένα κεφάλια ψαριών σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τους σταυρούς των τάφων... Θυμάμαι, την Εβδομάδα της Διακαινησίμου προσκάλεσε γνωστή μου, μια μοναχή από το Ντιβέγιεβο κι εμένα στην τραπεζαρία των εργατών. Η μοναχή Μ. ήταν πνευματικό παιδί του π. Κύριλλου και ως εκ τούτου γνώριζε καλά τον πατέρα Αλέξιο. Στο δρόμο μας συνάντησε ένας άλλος πατέρας της Λαύρας. «Πού τους πηγαίνεις, πάτερ; Α, αγαθοεργίες, βλέπω, βλέπω...» και ο πατήρ Αλέξιος κοκκίνισε. Στην τραπεζαρία έβαλε μπροστά μας δύο δίσκους με τεράστιες μερίδες πασχαλινών εδεσμάτων και μεγάλες κούπες κακάο. «Όλα αυτά πρέπει να φαγωθούν! Δεν επιτρέπεται να αφήνουμε τίποτα στα πιάτα στο μοναστήρι!» - και χαμογέλασε.
Με την ίδια γενναιοδωρία και αφθονία έκανε όλες τις καλές του πράξεις και εμείς όλοι είχαμε την εντύπωση ότι δεν κουραζόταν ποτέ. Προσπαθούσε να είναι τα πάντα για όλους. Και τι δεν του ζητούσαν! Να μεταφέρει τους συγγενείς ενός πατέρα της Λαύρας από το Σέργκιεβ Ποσάντ στη Μόσχα· να υποδεχτεί γιαγιάδες-προσκυνήτριες στο σιδηροδρομικό σταθμό· να αγοράσει λουλούδια για τη γιορτή του Οσίου Σεργίου. Οι ανθοπώλισσες της πόλης τον γνώριζαν καλά και προσπαθούσαν πάντα να διαλέξουν τα καλύτερα γι' αυτόν. Δύο-τρείς φορές το χρόνο πήγαινε στο Ντιβέγιεβο, όπου σε μια σκήτη ζούσε η μητέρα του, η ρασοφόρα μοναχή Βαρβάρα (αργότερα μοναχή Αλεξία). Ιδιαίτερα προσπαθούσε να είναι εκεί στην ονομαστική της γιορτή, της Αγίας Βαρβάρας. Τους έφερνε εικόνες, βιβλία, τούρτες, λουλούδια. Πάντα λειτουργούσε εκείνη την ημέρα... Έτσι πήγαινε στη μητέρα του και την ημέρα του θανάτου του. Πολλοί τον απέτρεπαν από αυτό το ταξίδι.
Την ημέρα του θανάτου του πήγαινε στη μητέρα του. Είχε χαλάσει το βανάκι του και θα μπορούσε να μην πάει, αλλά σκεφτόταν τη μαμά και τη γιορτή της
Το βανάκι του χάλασε, και θα μπορούσε να μην πάει, αλλά σκεφτόταν τη μαμά και τη γιορτή της... Πήγε στον πατέρα Γερμανό, έναν γνωστό πνευματικό της Λαύρας για να του ζητήσει αυτοκίνητο. Αυτόπτες μάρτυρες άκουσαν τον πατέρα Γερμανό να προσπαθεί να τον μεταπείσει και κάποια στιγμή να του λέει: «Θα σου δώσω αυτοκίνητο και εσύ θα σκοτωθείς». Όμως, ο πατήρ Αλέξιος επέμενε πεισματικά για το τελευταίο του ταξίδι. Πρόλαβε να παραλάβει από το σταθμό του τρένου κάποιους προσκυνητές, πέρασε από έναν φίλο του και του έδωσε σημείωμα που του είχαν ζητήσει... Και μετά αναχώρησε τελικά με σκοπό να πάει στη μάνα του. Πάντοτε του έλειπε ο ύπνος και αποκοιμήθηκε στο τιμόνι του «Βόλγα». Το αυτοκίνητο βγήκε στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε με ένα λεωφορείο που ερχόταν προς το μέρος του. Όλοι οι συμμετέχοντες στο ατύχημα επέζησαν, μόνο ο πατέρας Αλέξιος σκοτώθηκε...
Όταν η καμπάνα στη Λαύρα χτύπησε 12 φορές, παγώσαμε – κάποιος είχε πεθάνει. Αλλά όταν μάθαμε ότι πρόκειται για τον πατέρα Αλέξιο, η είδηση μας φάνηκε αναληθής: δεν θα μπορούσε να έχει πεθάνει, δεν γίνεται! Κι όμως... Στην εξόδιο ακολουθία η μεγάλη εκκλησία στην Τράπεζα της Λαύρας ήταν γεμάτη από κόσμο. Πολλοί έκλαιγαν. Το φέρετρο στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ο καθηγούμενος είπε τον αποχαιρετιστήριο λόγο. Δίπλα μου στεκόταν η Όλγα Ιβάνοβνα. Μου λέει: «Αφού μου είχε υποσχεθεί... Είχα φτάσει σε απόγνωση και αυτός μου λέει: «Έλα, δεν πρέπει να αποθαρρύνεσαι! Όταν πεθάνεις, σου υπόσχομαι ότι θα σου φτιάξω το πιο όμορφο φέρετρο»! - Και τώρα...». Η Όλγα Ιβάνοβνα εργαζόταν στο ταχυδρομείο και σε εποχές που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, μερικές φορές συνέδεε τον πατέρα Αλέξιο με άλλα υπεραστικά τηλέφωνα. Ο πατήρ Αλέξιος από ευγνωμοσύνη, όταν είχε την ευκαιρία, πήγαινε με το βανάκι του τις εργαζόμενες του ταχυδρομείου στα σπίτια τους μετά τη βάρδια. Μα πότε, πότε προλάβαινε να τα κάνει όλα αυτά...;
Ο πατήρ Λαυρέντιος στον αποχαιρετιστήριο λόγο του είπε μεταξύ άλλων: «Ο Κύριος τον πήρε κοντά Του, επειδή περίσσευαν οι πολλές καλές του πράξεις». Στις 16 Οκτωβρίου 2024, ο ιεροδιάκονος Αλέξιος (Πισανιούκ) θα συμπλήρωνε 55 έτη. Αλλά σε ηλικία 33 ετών, έφυγε για έναν τόπο, όπου δεν υπάρχει ούτε θλίψη ούτε στεναγμός. Στη μνήμη μας έμεινε για πάντα ένας εμπνευσμένος και γεμάτος ζωντάνια νεαρός ιεροδιάκονος.
Ουράνια Βασιλεία και αιωνία του η μνήμη!