Πήγα για πρώτη φορά στην Έρημο της Όπτινα αργά το φθινόπωρο. Θέλοντας να προσκυνήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα τους γέροντες της Όπτινα, για τους οποίους είχα διαβάσει πολλά, κατευθύνθηκα αμέσως προς το Κυριακό της Μονής, τον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου τότε βρίσκονταν οι λάρνακες με τα λείψανά τους. Εκείνο τον καιρό, εδώ μυρόβλυζε η εικόνα της Παναγίας Τριάδας. Κόντρα σε όλους τους νόμους της φύσης, από την εικόνα έσταζε ευωδιαστό μύρο, που συγκεντρωνόταν σε μια κανάτα τοποθετημένη κάτω από την εικόνα. Μετά την ιερή ακολουθία, όλοι όσοι βρίσκονταν στον ναό χρίονταν με αυτό το μύρο. Αφού έλαβα το χρίσμα με το μύρο, συνομίλησα με τον πνευματικό της μονής, τον πατέρα Ηλία, και προσκύνησα τα λείψανα των γερόντων της Όπτινα, κατευθύνθηκα με υπέροχη διάθεση προς το μοναστηριακό ξενώνα της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου.
Μετά τον παραδοσιακό χαιρετισμό, ο αρχοντάρης, ένας δόκιμος μοναχός, μου ανακοίνωσε ότι με την ευλογία του ηγούμενου όλοι οι προσκυνητές έπρεπε να πηγαίνουν για διακονήματα από την πρώτη μέρα. Επειδή σκόπευα να περνάω όλη την ημέρα προσευχόμενος στις ιερές ακολουθίες της Μονής, αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ο αρχοντάρης σήκωσε τους ώμους και είπε ότι τότε δεν δικαιούμαι θέση στον ξενώνα. Προσπάθησα να μην τον κοιτάξω στα μάτια για να μην εκφράσω αυτό που σκεφτόμουν για τους κανόνες τους, του γύρισα την πλάτη και πήρα το δρόμο της επιστροφής στο μοναστήρι, καθώς με απασχολούσε ταυτόχρονα το αν θα κρύωνα πολύ, αφού θα έμενα όλη νύχτα έξω. Προς το βράδυ άρχισε να κάνει αισθητό κρύο, αλλά και πεινούσα κιόλας...
Όταν τελείωσε η εσπερινή ακολουθία, στην έξοδο από τον ναό, με πλησίασε ξαφνικά εκείνος ο αρχοντάρης που μου είχε χαλάσει τη διάθεση και μου είπε: «Συγχώρεσέ με, αδελφέ, αν σε πλήγωσα! Δεν αντέχει η καρδιά μου να μείνεις έξω στο δρόμο! Έλα στον ξενώνα, σου έχω ήδη ετοιμάσει θέση, και μετά κάνε ό,τι νομίζεις!» Με οδήγησε στον ξενώνα, άνοιξε το κελλί, μου έδειξε το κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, έφερε διάφορα φαγητά και ζέστανε τσάι. Ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για τις δουλειές του.
Αργότερα, χορτάτος και νανουρισμένος από τη ζέστη, ξαπλωμένος σε άνετο κρεβάτι και σκεπασμένος με κουβέρτα, άκουγα το αναμμένα ξύλα στη σόμπα να εκπυρσοκροτούν και ένιωθα σπιτική μυρωδιά καπνού. Ο δόκιμος αυτός δεν έφευγε από το μυαλό μου. Με συγκίνησε μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Λες και ο Ίδιος ο Κύριος με παρηγόρησε μέσω άγνωστου αδελφού, την ώρα που παραβίασα τους κανόνες του μοναστηριού. Ωραία, σκέφτομαι, αυτή είναι η Όπτινα! Πρώτα με υποδέχτηκε με το θαύμα της μυροβλυσίας, και μετά μου έδειξε το θαύμα της αδελφικής εν Χριστώ αγάπης, η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι ανώτερη από όλους τους μοναστηριακούς κανόνες. Καθώς αποκοιμιόμουν, σκέφτηκα ότι θα έχω ακόμα χρόνο να προσευχηθώ και να δω το μοναστήρι, και ότι θα είναι καλύτερα από νωρίς το πρωί να πάω με την αδελφότητα για διακόνημα.