Το ζήτημα της αποστολής ιερών εικόνων μέσω εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων και κοινωνικών δικτύων απαιτεί σοβαρή θεολογική ανάλυση, καθώς αφορά τόσο σε πτυχές της ιεραποστολικής δραστηριότητας όσο και στο ζήτημα της ευλαβικής στάσης απέναντι στα ιερά. Οι σύγχρονες τεχνολογίες προσφέρουν νέες δυνατότητες για τη διάδοση της διδασκαλίας της πίστης, ωστόσο, ταυτόχρονα ενέχουν τον κίνδυνο βεβήλωσης του ιερού και μετατροπής του σε υλικό ψηφιακής κατανάλωσης. Η πατερική παράδοση, ακολουθώντας την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, υποστηρίζει ότι η εικόνα δεν είναι απλώς μια απεικόνιση, αλλά «παράθυρο στον ουράνιο κόσμο», κάτι που υποχρεώνει τους πιστούς να την αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ευλάβεια.
Εικόνα του Αγίου Ιγνατίου (Μπριαντσανίνοφ)
Η χρήση ψηφιακών εικόνων για σκοπούς κατήχησης και πνευματικής νουθεσίας φαίνεται θεολογικά δικαιολογημένη, καθώς, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. 10:23). Η αποστολή ιερών εικόνων μπορεί να λειτουργήσει ως υπενθύμιση για προσευχή, ως εδραίωση της πίστης ή ως μέσο πνευματικής υποστήριξης σε δύσκολες περιστάσεις. Ωστόσο, εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο: εάν οι εικόνες των αγίων κυκλοφορούν σε χώρο, όπου συνυπάρχουν με κοσμικό, και μερικές φορές αμαρτωλό περιεχόμενο, υπάρχει κίνδυνος για την απώλεια του ιερού τους νοήματος. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο υπό το πρίσμα της προειδοποίησης του Ευαγγελίου: «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Μτ. 7: 6).
Από την άποψη της λειτουργικής θεολογίας, η εικόνα, με την παραδοσιακή έννοια, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσευχητική πρακτική και τον χώρο του ναού, στον οποίο τιμάται και γίνεται μέρος της εκκλησιαστικής Παράδοσης. Στο ψηφιακό περιβάλλον, αυτό το ιερό πλαίσιο συχνά απουσιάζει, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην αποϊεροποίηση της εικόνας. Επιπλέον, η μαζική αποστολή ιερών εικόνων χωρίς την απαραίτητη νοηματοδότηση μπορεί να τις μετατρέψει σε μια μορφή «πνευματικού spam», που στερείται προσωπικής συμμετοχής και προσευχητικής διάθεσης.
Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το ιεραποστολικό δυναμικό της ψηφιακής διάδοσης των ιερών εικόνων. Για πολλούς ανθρώπους, ειδικά όταν έχουμε συνθήκες που δεν ευνοούν την πρόσβαση στους ναούς, αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα εξοικείωσης με την ορθόδοξη παράδοση. Ωστόσο, μια τέτοια χρήση πρέπει να συνοδεύεται από επεξηγηματικά κείμενα, προσευχές ή παραπομπές σε έγκυρες πηγές, προκειμένου να αποφευχθεί μια επιφανειακή προσέγγιση.
Σημαντικό κριτήριο αποτελεί και το κίνητρο του αποστολέα: αν η αποστολή εικόνων γίνεται για λόγους ματαιοδοξίας, τύπων ή επιθυμίας να επιδείξει την εξωτερική ευσέβεια, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ευαγγελική προτροπή της Επί του Όρους ομιλίας: «Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου» (Μτ. 6: 2). Αντιθέτως, αν αυτό γίνεται με ειλικρινή επιθυμία για πνευματική ωφέλεια του πλησίον, μια τέτοια ενέργεια μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή σύγχρονου αποστολικού κηρύγματος.
Από πρακτικής άποψης, είναι σκόπιμο να τηρούνται ορισμένοι κανόνες: να αποστέλλονται ιερές εικόνες μόνο σε όσους είναι έτοιμοι να τις δεχτούν με ευλάβεια, να συνοδεύονται με σύντομη εξήγηση ή προσευχή, να αποφεύγονται μαζικές αποστολές σε ομάδες, στις οποίες είναι πιθανό να γίνει ασεβής υποδοχή τους. Υπό αυτή την έννοια, ο ψηφιακός χώρος απαιτεί από τον χριστιανό να είναι ακόμα πιο συνειδητοποιημένος σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της αποστολής ιερών εικόνων μέσω εφαρμογών και κοινωνικών δικτύων δεν επιδέχεται μονοσήμαντη απάντηση. Η επίλυσή του εξαρτάται από το θεολογικό, λειτουργικό και ηθικό πλαίσιο. Το κύριο κριτήριο πρέπει να είναι ο σεβασμός προς τα ιερά και η έγνοια για το πνευματικό όφελος του πλησίον.
Κάποτε ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος έγραψε: «Να ξεκινάς κάθε έργο για χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου, στην τέλεσή του να εμπνέεσαι από τη μνήμη του Σταυρού Του και να αφιερώνεις τα αποτελέσματα στη δόξα του Θεού». Πιστεύω ότι και οι σύγχρονες τεχνολογίες δεν αποτελούν εξαίρεση ως μέσο «προς δόξαν Θεού», αν χρησιμοποιούνται με σύνεση και φόβο Θεού.
Εν κατακλείδι, πρέπει να τονιστεί ότι η ψηφιακή επικοινωνία, με όλη της την ταχύτητα και την προσβασιμότητα, δεν πρέπει να υποκαθιστά τη ζωντανή προσευχητική επικοινωνία και τη συμμετοχή στα εκκλησιαστικά μυστήρια. Μια εικόνα σε εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων μπορεί να μας θυμίζει τον Θεό, αλλά δεν αντικαθιστά την προσευχή μπροστά σε μια ιερή εικόνα σε ναό ή στο σπίτι. Όταν αξιοποιούμε τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου, είναι σημαντικό να διατηρούμε τη νηφαλιότητα και να καθοδηγούμαστε από τις αγιοπατερικές αρχές, ώστε να μην χάσουμε το κυριότερο – την χαριτωμένη επικοινωνία με τον Θεό και τους αγίους Του.