Τα θαύματα της Παναγίας συνεχίζουν και στις μέρες μας να εκπλήσσουν και να χαροποιούν τους χριστιανούς. Με πίστη, ελπίδα και αγάπη οι πιστοί προστρέχουν στις εικόνες της Παναγίας. Πολλοί γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία τη δύναμη της μεσιτείας Της και της θαυμαστής βοήθειάς Της. Ακριβώς γι' αυτό μιλάνε οι δύο αληθινές ιστορίες που ακολουθούν.
«Σώσε τον μπαμπά μου»
Ακριβώς με αυτή την παράκληση η μοναχή Μαναθώ της Ιεράς γυναικείας Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πόλη Ποκρόβσκ της περιφέρειας Σαράτοβ, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, καθόταν σχεδόν όλη την ημέρα γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν.
Όπως διηγείται η ίδια:
– Θυμάμαι αυτό το περιστατικό που συνέβη στην οικογένειά μας, όταν ήμουν 7 ετών. Τη δεκαετία του 1950 ζούσαμε στην πόλη Καλίνινσκ, καθώς ο μπαμπάς μου δούλευε ως ιπποκόμος σε μια φάρμα κοντά στην πόλη. Μετά τον πόλεμο, ο κλάδος αυτός αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία. Στη φάρμα εκτρέφονταν καθαρόαιμα άλογα για τον ιππόδρομο και για τον Σοβιετικό στρατό. Ήταν το 1953, Φεβρουάριος μήνας, με τσουχτερό κρύο και τεράστιες χιονοστιβάδες. Μια από αυτές τις χειμωνιάτικες μέρες, ο πατέρας μου έβγαλε το κοπάδι για βόλτα σε ένα μαντρί, περιφραγμένο με ξύλινους πασσάλους. Μετά από λίγο, παρατήρησε ότι έλειπε ένα μεγάλο άλογο και δέκα πουλάρια. Αρχικά δεν το πίστευε, μετρούσε ξανά και ξανά, αλλά, δυστυχώς, η απώλεια ήταν προφανής. Ο σπασμένος φράχτης που εντόπισε διέλυσε τελικά τις αμφιβολίες του. Θυμάμαι τη στιγμή που γύρισε σπίτι εκείνο το βράδυ: η απόγνωση που τον κυρίευε ήταν έκδηλη στο εξουθενωμένο βλέμμα του. Η εσωτερική του ένταση εκφραζόταν με τη σιωπή του. Ο πατέρας μου καταλάβαινε ότι εκείνη την εποχή για τη συγκεκριμένη αμέλεια τον περίμενε βαριά ποινή. «Τι να κάνω;» αναρωτιόταν αργά τη νύχτα, όταν καθόταν μαζί με τη μαμά μου στην κουζίνα. «Αν το πω στους ανώτερούς μου, θα πάω φυλακή. Αν δεν το πω, πάλι θα πάω φυλακή, γιατί στην επόμενη επιθεώρηση θα αποκαλυφθεί η απώλεια». Δεν έβρισκε λύση, οπότε ο μπαμπάς αποφάσισε να πάει το πρωί στο γραφείο για να ενημερώσει σχετικά με το τι είχε συμβεί.
Εκείνη τη νύχτα, η μαμά δεν πήγε για ύπνο. Έβλεπα το καντήλι αναμμένο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν. Με αυτή την ιερή εικόνα η γιαγιά μου είχε ευλογήσει κάποτε το γάμο των γονιών μου, και ήταν η μόνη εικόνα που είχαμε στο σπίτι μας. «Μητερούλα μας, αγαπημένη, Υπεραγία Θεοτόκε, δώσε μας τη δύναμη να αντέξουμε την συμφορά, βοήθησε, διαφύλαξέ μας και φέρε πίσω τα άλογα», άκουγα τα λόγια της. Το πρωί, όταν η μαμά πήγε στη δουλειά και ο μπαμπάς στο γραφείο για τη σοβαρή συζήτηση με τους ανώτερούς του, έπεσα στα γόνατα μπροστά στην εικόνα και ζήτησα τη βοήθειά Της. «Μητερούλα, Δέσποινα, Βασίλισσα των Ουρανών, σώσε τα πουλάρια, σώσε τον μπαμπά μου...». Έτσι έμεινα μέχρι το βράδυ.
Η Προστάτιδα των πιστών έκανε το πρώτο θαύμα την ίδια μέρα. Ο διευθυντής της φάρμας, Αλεξέι Ιβάνοβιτς, δεν φοβήθηκε, δεν το ανέφερε στις αρχές, αλλά ανέλαβε την ευθύνη και είπε στον πατέρα να μην πει σε κανέναν για το συμβάν, αλλά να ψάχνει για τα άλογα. Τις επόμενες μέρες, από νωρίς το πρωί, ο πατέρας έβγαινε για να τα αναζητήσει...
Μετά από 12 ημέρες συνέβη το δεύτερο θαύμα. Ο πατέρας επέστρεψε με τα χαμένα άλογα, σώα και αβλαβή.
Για τους άλλους αυτό ήταν μια ανεξήγητη σύμπτωση, αλλά για εμάς ήταν προφανές ότι ήταν βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου
Θα αναρωτιόταν κανείς, πώς τα άλογα μπόρεσαν και επιβίωσαν με τόσο δριμύ κρύο, σε μια περιοχή μάλιστα όπου υπήρχαν λύκοι; Τελικά, όλα τα άλογα βρέθηκαν σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από τη φάρμα, κοντά σε σωρό από άχυρο καλυμμένο με χιόνι. Είχαν ανακατέψει τα άχυρα της μίας πλευράς έτσι που προστατεύονταν από την κακοκαιρία, αλλά και τρέφονταν με το άχυρο. Για τους άλλους αυτό ήταν μια ανεξήγητη σύμπτωση, αλλά για εμάς ήταν προφανές ότι ήταν βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όλη μου τη ζωή, σε κάθε δύσκολη κατάσταση, απευθύνομαι στη Μητέρα του Θεού και πιστεύω με όλη μου την καρδιά ότι η Βασίλισσα των Ουρανών βοηθάει και παρηγορεί τους πάντες.
«Θέλω να ζήσω και άλλο!»
Ο ιερέας Βιατσεσλάβ Μοσκαλιόβ, κληρικός του Ιερού Ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος της πόλης Ποκρόβσκ διηγείται:
– Κάθε ιερέας μπορεί να διηγηθεί από την εμπειρία του πολλές περιπτώσεις, όταν βαριά άρρωστος άνθρωπος επιζεί, παρά τις προβλέψεις των γιατρών, χάρη στην πίστη και τις προσευχές συγγενών και φίλων του. Θυμάμαι μια ιστορία από το μακρινό μου παρελθόν, όταν ήμουν ακόμα παιδί και περνούσα τις διακοπές μου στο χωριό, στη μικρή μου πατρίδα. Εκεί ζούσε η θεία μου, η Μαρία Βασίλιεβνα. Μια φορά η θεία μου αρρώστησε βαριά. Εκείνο το καλοκαίρι περνούσα τις διακοπές μου μαζί της στο σπίτι της και όλα γίνονταν μπροστά στα μάτια μου. Την θεία μου την επισκέπτονταν συχνά γιατροί, την εξέταζαν και κάθε φορά η ετυμηγορία τους ήταν απελπιστική: καρκίνος, χωρίς ελπίδες ανάρρωσης.
Οι συγγενείς καταλάβαιναν ότι της απέμενε πολύ λίγος χρόνος, γι' αυτό προσπαθούσαν να την επισκέπτονται πιο συχνά, για να την στηρίζουν και να την παρηγορούν. Συχνά, οι συγγενείς δεν προλάβαιναν να περάσουν το κατώφλι της αχυροκαλύβας της και άρχιζαν να κλαίνε. Και η θεία Μαρούσια τους φώναζε από το δωμάτιο: «Γιατί κλαίτε, τι με θάβετε από τώρα, θέλω να ζήσω και άλλο!» Ωστόσο, η ασθένειά της εξελισσόταν. Μερικές φορές ένιωθε εξαιρετικά καταβεβλημένη. Μου ζητούσε να της τρίβω τα πόδια και εγώ απορούσα που ήταν τόσο παγωμένα μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα. Όσο όμως και αν βασανιζόταν από πόνους, πάντα έλεγε ότι ήθελε να ζήσει και άντεχε όλες τις δυσκολίες με σθένος.
Κάποτε την επισκέφτηκε μια γιαγιά από την πόλη Χβαλίνσκ. Ήταν πιστή, μια από αυτές που σήμερα ονομάζουμε «λευκά μαντήλια». Μιλούσε για πολλή ώρα με τη θεία μου. Όταν έφυγε, γύρισα στο σπίτι και για πρώτη φορά είδα στο τραπέζι εκπληκτικά ψωμιά. Ήταν πρόσφορα. Σε ένα πιατάκι ήταν τοποθετημένα 5 από αυτά. Ένιωσα μέσα μου τόση ευλάβεια και ταπεινότητα, που δεν τα άγγιξα καν. Ούτε καν ένιωσα επιθυμία να τα δοκιμάσω, όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά. Δίπλα τους ήταν ένα τετράδιο με χειρόγραφες προσευχές προς την Παναγία. Τότε διάβασα για πρώτη φορά το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε...». Ο καιρός περνούσε, η θεία προσευχόταν, έπινε το πρωί αγιασμό και έτρωγε πρόσφορα. Μεγάλη ήταν η πίστη της!
Ο καιρός περνούσε, η θεία προσευχόταν, έπινε το πρωί αγιασμό και έτρωγε πρόσφορα. Μεγάλη ήταν η πίστη της!
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι τελείωσε, οπότε επέστρεψα στο σπίτι και είχα να πάω σχολείο. Ο Σεπτέμβριος πέρασε γρήγορα. Εγώ περίμενα τα θλιβερά νέα για τη συγγενή μου. Όμως, σύντομα έμαθα ότι η θεία Μαρούσια σηκώθηκε και πήγε για την κουρά των προβάτων. Αυτή η δουλειά όμως δεν είναι για αδύναμους: το πρόβατο χρειάζεται να το κρατάς, να το γυρνάς και να το κουρεύεις! Λοιπόν, η θεία Μαρούσα ασχολούταν με όλες τις δυνάμεις της με τα του νοικοκυριού. Οι γιατροί έμαθαν για τη θαυματουργική ανάρρωση. Την επισκέφτηκαν και απλώς σήκωσαν με απορία τα χέρια τους: «Δεν γίνεται να κάναμε τόσο λάθος!». Μετά από αυτό, η θεία έζησε άλλα 14 χρόνια. Όλα αυτά συνέβησαν χάρη στις πρεσβείες της Παναγίας. Αυτή είναι ανεκτίμητη βοήθεια για εμάς και επιβεβαίωση της πίστης μας στον Θεό και τη Θεία Του δύναμη.