Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Από τον σταυρό στον ουρανό με τα διαμάντια

Χριστιανικοί συμβολισμοί στα έργα του Τσέχοφ

Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

Η αγάπη χωρίς ανταπόκριση, η ανίατη ασθένεια, η εξάντληση από την εργασία, η πτώχευση των αρχών της ζωής. Αυτά τα θέματα αγγίζει ο Τσέχοφ στα καλύτερα έργα του. Ο συγγραφέας συμπάσχει με τον άνθρωπο που υποφέρει. Αυτό αποδίδει στα διηγήματά του, στις ιστορίες και στα θεατρικά του μία διαπεραστική νότα, η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι οι ήρωες του Τσέχοφ αισθάνονται έντονα την παροδικότητα της ζωής, την αδυναμία όλων των γήινων πραγμάτων, τη μελαγχολία της ανυπαρξίας.

Ας πούμε, ο μικρός Γιεγκόρουσκα, βασικός ήρωας του διηγήματος «Στέπα», εγκαταλείπει το σπίτι του για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συναντά στη στέπα ένα ξύλινο στραβό σταυρό κάτω από τον τάφο ενός δολοφονημένου εμπόρου.

«Σε έναν μοναχικό τάφο υπάρχει κάτι λυπηρό, ονειρικό και σε μεγάλο βαθμό ποιητικό…Μπορείς να ακούσεις πώς σωπαίνει και σε αυτή τη σιωπή να αισθανθείς την παρουσία της ψυχής του άγνωστου ανθρώπου, που κείτεται κάτω απ’ τον σταυρό…» γράφει ο Τσέχοφ στη νουβέλα «Στέπα»

Το θέμα της αδυναμίας όλων των γήινων πραγμάτων εμφανίζεται και στο διήγημα «Ιώνιτς», όπου ο δόκτωρ Στάρτσεφ βρίσκεται τη νύχτα στο νεκροταφείο, όπου τον κάλεσε σε συνάντηση μία κοπέλα, την οποία αγαπούσε χωρίς ανταπόκριση: «Ο Στάρτσεφ μπήκε από την πύλη και το πρώτο που είδε ήταν λευκοί σταυροί και αγάλματα και από τις δύο πλευρές της μεγάλης αλέας και μαύρες σκιές από αυτά και από τις λεύκες…»

Ο συγγραφέας απεικόνιζε την πραγματικότητα της εποχής του και τη νοοτροπία της διανόησης, όπου συνδέονται η ορθόδοξη ανατροφή, η πίστη στην επιστήμη και η πρόοδος

Ο ήρωας περπατά μέσα στη νύχτα στο νεκροταφείο και αισθάνεται σε κάθε τάφο την παρουσία ενός μυστηρίου που «υπόσχεται μια ζωή ήσυχη, υπέροχη, αιώνια». Και ταυτόχρονα τον πιάνει μια «αμυδρή μελαγχολία για την ανυπαρξία»

Η κοσμοθεωρία του Τσέχοφ, ο οποίος ομολόγησε ότι ήθελε να είναι μόνο ένας «ελεύθερος καλλιτέχνης», ξεφεύγει από σαφείς ορισμούς. Ο συγγραφέας απεικόνιζε την πραγματικότητα της εποχής του και τη νοοτροπία της διανόησης, όπου συνδέονται η ορθόδοξη ανατροφή, η πίστη στην επιστήμη και η πρόοδος. Παρά την τόση ποικιλία ιδεών, πολλά έργα του Τσέχοφ εκφράζουν μια χριστιανική ματιά στον κόσμο.

Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ στην Κριμαία Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ στην Κριμαία

Έτσι, ο βασικός ήρωας της νουβέλας «Ιστορία ενός ανώνυμου ανθρώπου», ένας τρομοκράτης, που ήταν απογοητευμένος από την επαναστατική δραστηριότητα, γράφει ένα γράμμα, στο οποίο συλλογίζεται τη μεταμορφωτική δύναμη της μετάνοιας: «Ο ληστής, που κρεμόταν στον σταυρό, κατάφερε να ανακτήσει τη χαρά της ζωής και μια τολμηρή, εφικτή ελπίδα, παρόλο που ίσως δεν του απέμενε να ζήσει πάνω από δυο ώρες.»

Και προσθέτει: «θέλουμε η ζωή μας να ήταν ιερή, υψηλή και επίσημη όπως τα θησαυροφυλάκια του ουρανού» Ο πρώην επαναστάτης όχι μόνο σκέφτεται χριστιανικά, αλλά πράττει κιόλας: εκδηλώνοντας τις πιο ευγενείς ποιότητες, φροντίζει το ορφανό κορίτσι. Ταυτόχρονα ο ήρωας φέρει τον σταυρό της ανίατης ασθένειας που ξεθωριάζει από την χρήση.

Ο Τσέχοφ είχε επίσης τον δικό του σταυρό στη ζωή, τον σταυρό της εξασθένισης της υγείας λόγω της φυματίωσης. Η αιμόπτυση εμφανίστηκε ήδη από νεαρή ηλικία, αφού τελείωσε το πανεπιστήμιο, ενώ το πρώτο σοβαρό κρούσμα συνέβη το 1896. Ο συγγραφέας πήγε στην κλινική και άκουσε τη διάγνωση, η οποία ακουγόταν σαν καταδίκη.

Τα υπόλοιπα οχτώ χρόνια ο Τσέχοφ έζησε εξαιρετικά έντονα. Συνεργαζόταν με το θέατρο ΜΧΤ, όπου τα θεατρικά του ενσαρκώνονταν με επιτυχία στη σκηνή, έχτισε σπίτι στη Γιάλτα, ταξίδευε στην Ευρώπη, παντρεύτηκε την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, με την οποία αργότερα βρήκε την οικογενειακή ευτυχία, που αποτελείτο από χαρούμενες συναντήσεις, επώδυνους χωρισμούς και γράμματα γεμάτα τρυφερότητα.

Ο ναός της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού στο Τσίστι Βράζεκ Ο ναός της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού στο Τσίστι Βράζεκ Είναι ενδιαφέρον ότι ο γάμος του Αντόν Τσέχοφ και της Όλγας Κνίπερ τελέστηκε στον ναό της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού στο Τσίστι Βράζεκ. (Μόσχα). Όποιος πηγαίνει σήμερα εκεί, βλέπει στην αυλή κοντά στον ναό, κιόσκια αφιερωμένα στον Τσέχοφ και την Κνίπερ, την ιστορία αγάπης, με φωτογραφίες και τσιτάτα από την αλληλογραφία τους.

Λόγω της φυματίωσης, ο Τσέχοφ -κατά τη σύσταση των γιατρών- έπρεπε την περίοδο φθινοπώρου - χειμώνα να πηγαίνει να μένει στην Κριμαία. Στη Γιάλτα λαχταρούσε πολύ έντονα τη Μόσχα, την πνευματική και πολιτισμική ζωή της πόλης. Τα γράμματα της γυναίκας του ήταν μια διέξοδος. Η Όλγα Κνίπερ τού μιλούσε για τις πρόβες και τις πρεμιέρες, μοιραζόταν νέα, τον στήριζε, και ακόμη εξομολογείτο: «Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, σε βαφτίζω στο σκοτάδι και τότε έτσι καθαρά βλέπω το πρόσωπό σου!»

Βέβαια, η ζωή μακριά από την αγαπημένη του σύζυγο, την οποία ο Τσέχοφ αποκαλούσε χαϊδευτικά περιστεράκι, ερωδιό, σκυλάκι, το άλλο μισό, γριούλα, αγαπητή, Κνιπούσα, δεν ήταν εύκολη. Εν μέρει ο συγγραφέας προφήτεψε αυτή τη μοίρα, όταν αστειεύτηκε σε ένα γράμμα προς τον Σουβόριν: «Δώστε μου μια σύζυγο, η οποία σαν το φεγγάρι, να εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε μέρα» Έτσι και έγινε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα έργα του Τσέχοφ πολύ δύσκολα να βρεις διηγήματα, αφιερωμένα στην ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Οι ήρωές του είτε είναι μόνοι, είτε δυσκολεύονται στον γάμο, υποφέρουν από ψυχρά συναισθήματα, ζήλεια, συζυγική απιστία, και επίσης δεν μπορούν να ξεπεράσουν παιδικά τραύματα, που συνδέονται με δεσποτικούς γονείς. Όλα αυτά τα θέματα θίγονται στη νουβέλα «Τρία χρόνια», βασικός ήρωας της οποίας είναι ο κληρονόμος μιας πλούσιας δυναστείας εμπόρων, Αλεξέι Λάπτεφ. Λέει κιόλας στον αδερφό του: «Εσύ κι εγώ καλά θα κάνουμε να μην κάνουμε παιδιά». Το τέλος αυτού του έργου είναι ανοικτό. Ο Λάπτεφ με τη νεαρή σύζυγό του ωριμάζουν πνευματικά και αναλαμβάνουν την ευθύνη για τους αγαπημένους τους.

Κιόσκι δίπλα στον ναό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στο Τσίστι Βράζεκ, αφιερωμένο στον Τσέχοφ και την Κνίπερ Κιόσκι δίπλα στον ναό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στο Τσίστι Βράζεκ, αφιερωμένο στον Τσέχοφ και την Κνίπερ

Σε αυτή τη νουβέλα μπορούμε να παρατηρήσουμε μια ονομαστική κλήση από τη βιογραφία του συγγραφέα: Ο Τσέχοφ, γιος ενός χρεοκοπημένου εμπόρου, από τα φοιτητικά του χρόνια πραγματικά έγινε η κεφαλή της οικογένειάς του, αυτός τους έτρεφε και ήταν ο πυλώνας. Είχε να φροντίσει όχι μόνο τους γονείς και την αδερφή του, αλλά και τους μεγαλύτερους αδερφούς του, τον συγγραφέα Αλέξανδρο και τον ζωγράφο Νικόλαο.

«Αυτοί και οι δύο αποδείχθηκαν ότι ήταν ο σταυρός του Αντόν Τσέχοφ με κάποιο τρόπο. Και οι δύο ήταν αλκοολικοί.» σημειώνει ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Μπόρις Ζάιτσεφ στη βιογραφία «Τσέχοφ»

Στη νουβέλα «Τρία χρόνια» ο Τσέχοφ εξέφρασε με πολλούς τρόπους την «σκέψη του για την οικογένεια» Και εκεί υπάρχει μια ομοιότητα της δημιουργίας με τη μοίρα: ο γάμος του Τσέχοφ με την Κνίπερ διήρκεσε όλα και όλα τρία χρόνια. Αυτή η σύμπτωση είναι θλιβερή, επειδή στον εργένη Τσέχοφ άρεσε να είναι παντρεμένος, ήθελε να είχε ένα παιδί με την Κνίπερ. Όμως αυτά τα όνειρα δεν πραγματοποιήθηκαν. Η μετέπειτα οικογενειακή ευτυχία αποδείχθηκε απογοητευτικά σύντομη.

Η προσωπική άνεση και η ευημερία δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός για τον συγγραφέα

Ο Τσέχοφ έζησε σε μια σχετικά ήσυχη περίοδο της ρωσικής ιστορίας. Χωρίς μεγάλους πολέμους, επαναστάσεις και κοινωνικές αναταραχές. Ωστόσο για τον συγγραφέα, η προσωπική άνεση και η ευημερία δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Στα χρόνια της κακής συγκομιδής, συγκέντρωσε χρήματα για τους πεινασμένους και όταν ξέσπασε η χολέρα εργαζόταν ως αγροτικός γιατρός κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Ο συγγραφέας δε φοβόταν να βυθιστεί στο επίκεντρο του ανθρώπινου πόνου, εξ ου και το ταξίδι του στη νήσο Σαχαλίνη. Ως αποτέλεσμα του ταξιδιού υπήρξε το ομώνυμο βιβλίο, το οποίο εφιστά την προσοχή στη δεινή κατάσταση των καταδίκων.

Ο Α.Π Τσέχοφ στη Σαχαλίνη 1891-1893 Ο Α.Π Τσέχοφ στη Σαχαλίνη 1891-1893

Ένα εκπληκτικό γεγονός ήταν όταν τον Γενάρη του 1904 άρχισε ο ρωσο - ιαπωνικός πόλεμος και άρχισαν να φτάνουν απ’ το μέτωπο ανησυχητικά μηνύματα συναγερμού, ο Τσέχοφ ανησυχούσε βαθιά γι’ αυτά τα νέα και ακόμη, πήρε την εξής απόφαση: «Αν είμαι υγιής, τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο θα πάω στην Άπω Ανατολή, όχι σαν ανταποκριτής, αλλά ως γιατρός.» Και ο συγγραφέας έγραφε έτσι ενώ υπέφερε από αιμόπτυση, δύσπνοια, απώλεια βάρους. Οι γιατροί τον αποκαλούσαν ανάπηρο.

Δυστυχώς, η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία. Έπειτα από συστάσεις των γιατρών, πήγε για θεραπεία στην Ευρώπη, στη μικρή πόλη Μπαντενβάιλερ. Εκεί, τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 1904, αφού ήπιε ένα ποτήρι σαμπάνια και είπε στη σύζυγό του στα γερμανικά «Ich sterbe», ο Τσέχοφ ολοκλήρωσε το επίγειο ταξίδι του.

Ο Α.Π Τσέχοφ και η Ο.Λ. Κνίπερ τον Μάιο του 1901 Ο Α.Π Τσέχοφ και η Ο.Λ. Κνίπερ τον Μάιο του 1901

Ως συγγραφέας ο Τσέχοφ ήταν γεννημένος με ένα τυχερό αστέρι. Κυριολεκτικά ανέβηκε τη σκάλα της επιτυχίας. Από την κωμωδία και το βαριετέ, στη σοβαρή πρόζα και τη δραματουργία. Και ακόμη και η οδυνηρή αποτυχία του «Γλάρου» μετατράπηκε σε θεατρικό θρίαμβο. Ταυτόχρονα, ο ώριμος Τσέχοφ συχνά κατηγορήθηκε για έλλειψη «μεγάλων συγχορδιών». Αυτό ήταν δίκαιο, επειδή πολλά από τα εικονικά του έργα, όπως: «Βαρετή ιστορία», «Φωτιές», «Θάλαμος Νο 6», «Μαύρος μοναχός» είναι γεμάτα απαισιοδοξία και φαίνεται να λένε: όλοι θα πεθάνουν, όλοι θα ξεχαστούν, τίποτα δε θα μείνει. Ο Τσέχοφ είχε και μια λέξη «σήμα κατατεθέν» που εξέφραζε τη θλίψη και τη λαχτάρα «μελαγχολία». Σε αυτή την κατάσταση βλέπουμε τη Μάσα από τις «Τρεις αδερφές», και Ιβάνοφ από το ομώνυμο έργο. Αυτοί οι χαρακτήρες βασανίζονται από την ανία, την απουσία θέλησης, τη δυσαρέσκεια για τον εαυτό τους και για τους άλλους.

Ευτυχώς μεταξύ των ηρώων του Τσέχοφ υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν μολυνθεί από τον σκεπτικισμό, αλλά εμπιστεύονται το Έλεος του Θεού, όσο και αν υπομένουν θλίψεις

Ευτυχώς μεταξύ των ηρώων του Τσέχοφ υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν μολυνθεί από τον σκεπτικισμό, αλλά εμπιστεύονται το Έλεος του Θεού, όσο και αν υπομένουν θλίψεις. Η ηρωίδα του «Γλάρου», η Νίνα, εγκαταλειμμένη από τον αγαπημένο της σύζυγο, και αφού έθαψε το παιδί της, λέει: «Να μπορείς να κουβαλάς τον σταυρό σου και να πιστεύεις!» Στο θεατρικό «Θείος Βάνιας», η Σόνια, κουρασμένη από την εξαντλητική δουλειά στο κτήμα, προφέρει λόγια, γεμάτα χριστιανική ελπίδα: «Θα ξεκουραστούμε! Θα ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια.»

Ακόμη, με τι ζεστασιά είναι σχεδιασμένες οι εικόνες των κληρικών από τον Τσέχοφ, όπως ο πατήρ Χριστόφορος στη «Στέπα» και ο διάκονος Πομπέντοφ στη «Μονομαχία». Σε αυτούς τους χαρακτήρες υπάρχει ζωντανή πίστη, ακεραιότητα της φύσης, ενεργός αγάπη για τον πλησίον. Μια ορθόδοξη ματιά στον κόσμο εκφράζεται και στο διήγημα «Αρχιερέας» περί της διακονίας και του θανάτου της χάρης του Πέτρου. Σε αυτό το έργο υπάρχουν προθανάτιοι πόνοι και το πέρασμα της ψυχής στην αιωνιότητα, ο πόνος της απώλειας και η πασχαλινή χαρά.

Ο Τσέχοφ στο νεκρικό κρεβάτι Ο Τσέχοφ στο νεκρικό κρεβάτι

Η σύζυγός του παρέδωσε ένα χριστιανικό υστερόγραφο στη μοίρα του συγγραφέα. Μετά τον θάνατο του Τσέχοφ, η Όλγα Κνίπερ για ένα διάστημα συνέχιζε να του γράφει γράμματα, κάτι σαν επικοινωνία με τον ουρανό. Αισθανόταν πολύ έντονα την παρουσία της ψυχής του: «Και όταν σου γράφω, μου φαίνεται ότι είσαι ζωντανός και κάπου περιμένεις το γράμμα μου. Αγαπημένε μου, γλυκέ μου, τρυφερέ μου, επίτρεψέ μου να σου πω τρυφερά, στοργικά λόγια, άφησέ με να κοιτάξω τα καλοσυνάτα, λαμπερά, στοργικά σου μάτια.»

×