Το φθινόπωρο του 2023, ένας σεβάσμιος αρχιμανδρίτης της Λαύρας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου, καθώς προετοιμαζόταν για το θάνατο και ταξινομούσε τα παλιά του χειρόγραφα, ανακάλυψε τις σημειώσεις του με θαύματα του Αγίου Νικολάου και έδωσε την ευλογία του να δημοσιευτούν. Σήμερα έχουν εκδοθεί αρκετά διηγήματα με τα θαύματα του αγίου. Ίσως τα όσα δημοσιεύουμε να έχουν ήδη συμπεριληφθεί σε κάποια συλλογή. Ωστόσο, ακολουθώντας την ευλογία του αρχιμανδρίτη της μονής του Αγίου Σεργίου, τις δημοσιεύουμε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Νικολάου για την διαπαιδαγώγηση των πιστών.
Ο Άγιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας. Τμήμα τοιχογραφίας από το ιερό του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Λαύρας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου
Τα κλειδιά
Από τα απομνημονεύματα της αδελφής Μαρίας Κρασνοτσβέτοβα (1879 – 1971)
Μια νύχτα ένιωθα τόσο αφόρητα [το περιστατικό έλαβε χώρα στη φυλακή], που η σκέψη της αυτοκτονίας άρχισε να περνάει από το μυαλό μου, που τα έχει εντελώς χαμένα. Δίπλα μου βρισκόταν η μοναχή Μαστριδία. Την ξυπνάω και την ικετεύω: «Μαρφούνια, μίλησέ μου, χάνω τις δυνάμεις μου, όλα μέσα μου νεκρώνονται, είμαι έτοιμη να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο!»
Η Μαρφούνια σηκώθηκε. Ήταν μια απλή μοναχή που έκανε τις πιο δύσκολες δουλειές, πράα, όπως το μικρό παιδί. Οπότε αυτή μου απαντάει:
– Μα, αδελφή, εσείς είστε μορφωμένη, ενώ εγώ δεν ξέρω τίποτα, τι να πω...
– Μαρφούνια, έλα, πες μου οτιδήποτε, μόνο διώξε τις σκέψεις μου μακριά από μένα. Λοιπόν, πες μου πώς περνούσες στο μοναστήρι, πώς αποφάσισες να πας εκεί...
Εσείς, αδελφή, μην θλίβεστε! Να προσεύχεστε στον Άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό, θα σας βοηθήσει
– Πώς αποφάσισα; Με έφεραν από το χωριό σε ηλικία οκτώ χρονών και έμεινα εκεί για πάντα. Εσείς, αδελφή, μην θλίβεστε! Να προσεύχεστε στον Άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό, θα σας βοηθήσει. Ακούστε τι μου συνέβη…
Και άρχισε την υπέροχη διήγησή της, που τότε με ενθάρρυνε και με δυνάμωσε, με γλύτωσε από την απόγνωση.
– Λοιπόν, αδελφή, όταν μας έδιωξαν από το μοναστήρι, ζούσα τότε με την τυφλή αδελφή μου. Την έφεραν και εκείνη από το χωριό, όταν μεγάλωσα και άρχισα να δουλεύω στους λαχανόκηπους της Μονής. Πηγαίνουμε λοιπόν με την αδελφή μου στο Τομπόλσκ, χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε. Δεν έχουμε τίποτα, μόνο ένα σακίδιο με ψωμί και πουκάμισα. Φτάνουμε στην πόλη. Πού να πάμε; Πήγαμε στην εκκλησία. Ήταν σε εξέλιξη η ιερή ακολουθία. Είδα εκεί μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού. Έπεσα μπροστά του: «Παππούλη, σώσε μας! Πού να πάμε;» Προσεύχομαι, κλαίω. Η ιερή ακολουθία τελείωσε. Ο κόσμος φεύγει, αλλά εγώ συνεχίζω όρθια και προσεύχομαι. Έρχεται ο παππούλης, με κοιτάζει και μου λέει:
«Είσαι μοναχή, σωστά;»
«Ναι, παππούλη».
«Μήπως θέλεις να μείνεις εδώ να δουλεύεις, να καθαρίζεις την εκκλησία;»
Εγώ όμως δεν μπορούσα να μιλήσω από τη χαρά μου:
«Ναι, παππούλη...»
«Ωραία, λοιπόν, μείνε. Θα σου δώσω ένα δωμάτιο κάτω από το καμπαναριό».
«Παππούλη, έχω μια τυφλή αδελφή».
«Εντάξει, τότε θα μένετε μαζί».
Ήρθε επίτροπος και μου έδειξε πώς να κλειδώνω την εκκλησία. Η κλειδαριά ήταν μυστική: άνοιγε με κλειδί, αλλά κλειδωνόταν χωρίς κλειδί. Δεν μπορούσα να πιστέψω σε αυτά που γίνονταν, λες και ήμουν σε όνειρο: Άραγε, είναι αλήθεια ότι ο άγιος του Θεού με είχε τακτοποιήσει; Και αρχίσαμε να ζούμε με την αδελφή μου κάτω από το καμπαναριό. Δόξα σοι, Κύριε! Χορτάτοι και κάτω από στέγη. Άρχισα, αφού καθάριζα την εκκλησία, να κάνω κάθε μέρα τρεις μετάνοιες μπροστά στην εικόνα του αγίου. Έτσι ζούσαμε και χαιρόμασταν.
Μια φορά ο παππούλης και ο εκκλησιαστικός επίτροπος ήρθαν όχι για να λειτουργήσουν, αλλά για να πάρουν από την εκκλησία τους καταλόγους των πιστών, τους οποίους τους είχαν ζητήσει. Ο παππούλης πολύ στεναχωρημένος, μου λέει: «Μαστριδία, δώσε μου γρήγορα τα κλειδιά της εκκλησίας!» Έψαχνα με τα χέρια στη ζώνη μου, όπου τα είχα πάντα κρεμασμένα, αλλά έλειπαν από εκεί. Έτρεξα στο δωμάτιο: μήπως τα κρέμασα στον τοίχο; Όχι. Θεέ μου, πού τα έβαλα; Φοβήθηκα πολύ και είπα: «Δεν ξέρω, παππούλη, δεν τα βρίσκω τα κλειδιά». Ο παππούλης και ο επίτροπος θύμωσαν: «Τι ανόητη που είσαι! Τόσο σημαντικό πράγμα και δεν μπόρεσες να το τακτοποιήσεις όπως θα έπρεπε. Ψάξε καλύτερα, μάλλον σου είχαν πέσει κάπου!» Τρέχω γύρω από την εκκλησία, ψάχνω παντού. Την ώρα που έψαχνα στο γρασίδι, κοίταξα στο παράθυρο, από όπου φαινόταν η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Σκέφτηκα να προσευχηθώ, θα με βοηθήσει ο Άγιος! Κοιτάζω και τι να δω! Βλέπω τα κλειδιά μου να βρίσκονται στο χαλάκι μπροστά από την εικόνα. Την ώρα που είχα κάνει τρεις μετάνοιες, μου είχαν πέσει, αλλά δεν το άκουσα. Κλείδωσα την εκκλησία χωρίς κλειδί και πήγα ήσυχα να πιω το τσάι μου. Ω, τι έπαθα! Τρέχω στο προαύλιο. Ο παππούλης και ο επίτροπος ήταν πολύ θυμωμένοι, κρίμα για την κλειδαριά! Πού να βρεθεί άλλη τέτοια κλειδαριά. Τους φωνάζω: «Παππούλη, τα βρήκα τα κλειδιά!» – «Πού, πού;» – «Να τα, κοιτάξτε». Και τους τα έφερα στο παράθυρο. Είδαν ότι τα κλειδιά ήταν εκεί, αλλά πώς να τα πάρουν; Ο επίτροπος άρχισε να γκρινιάζει: «Δεν χρειαζόμαστε τέτοιες εργάτριες! Πώς να τα πάρουμε τώρα, θα πρέπει να σπάσουμε την κλειδαριά». Φεύγουν και οι δυο για να βρουν τίποτε εργαλεία για να σπάσουν την κλειδαριά. Και εγώ, σε μεγάλη θλίψη, πηγαίνω πάλι στο παράθυρο για να προσευχηθώ. Δεν ήξερα τι έλεγα! Είχα τρελαθεί από αυτό που είχε συμβεί: φοβόμουν πολύ ότι θα μας έβγαζαν πάλι έξω στο δρόμο. Προσεύχομαι: «Άγιε του Χριστού, λυπήσου εμένα και την τυφλή αδελφή μου, θα μας διώξουν πάλι! Δώσε μου τα κλειδιά, δεν είναι δύσκολο για σένα!» Και λέω κλαίγοντας: «Όχι, ο Άγιος Νικόλαος δεν με ακούει!» Και πηγαίνω να βρω την αδελφή μου για να προσευχηθούμε μαζί. Φτάνω στο προαύλιο. Το δωμάτιό μας ήταν στο προαύλιο κάτω από το καμπαναριό. Κοιτάζω την πόρτα της εκκλησίας και βλέπω ότι τα κλειδιά είναι στην κλειδαριά! Άρχισα να φωνάζω. Ούτε που θυμάμαι τι έλεγα – ευχαριστούσα τον Άγιο. Πάνω στη στιγμή φτάνουν πάλι ο παππούλης και ο επίτροπος. «Γιατί φωνάζεις;» – «Κοιτάξτε, ο Άγιος Νικόλαος μου έδωσε τα κλειδιά!» Ο παππούλης και ο επίτροπος χλώμιασαν και οι δύο. Ανοίγουν σιωπηλά την εκκλησία, ο παππούλης φοράει το πετραχήλι και στέκει μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου για να τελέσει προσευχή ευγνωμοσύνης. Έτσι συνέχισα να δουλεύω εκεί, μέχρι που συνέλαβαν τον παππούλη και έκλεισαν την εκκλησία.
Με αυτή την ιστορία με παρηγόρησε πολύ η απλή, σχεδόν αγράμματη, μοναχή Μαστριδία. Αμέσως μετά μου διάβασε από μνήμης τους Χαιρετισμούς του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, για τον οποίο είχε κάνει τάμα να τους διαβάζει μέχρι το θάνατό της. Την επόμενη μέρα με παρηγόρησε ο άγιος Νικόλαος, καθώς έλαβα ένα γράμμα από την κόρη μου: «Μαμάκα, έφτασα, μην ανησυχείς, τα παιδιά είναι μαζί μου».
Η σωτηρία από βιαστές
Σε ένα χωριό, δύο χιλιόμετρα από την πόλη Πένζα, ζούσε μια ευσεβής κοπέλα που ευλαβούταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο. Σχεδόν κάθε μέρα διάβαζε τους Χαιρετισμούς του. Ορισμένοι δικοί της άνθρωποι την επέκριναν, λέγοντάς της ότι παρακάμπτει τον Θεό και προσφεύγει μόνο στον Άγιο Νικόλαο. Η κοπέλα τους απαντούσε λέγοντας ότι θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο να απευθύνεται απευθείας στον Θεό και γι' αυτό ζητούσε τη βοήθεια του Αγίου.
Η κοπέλα αυτή δούλευε στη λάντζα σε ένα νοσοκομείο της Πένζα και κάθε βράδυ πήγαινε στο σπίτι στο χωριό της. Για να πηγαίνει εκεί έπρεπε να περνάει μέσα από δάσος. Για αυτόν τον λόγο η κοπέλα πάντα προσπαθούσε να πηγαίνει μαζί με μια φίλη της από το ίδιο χωριό. Αλλά τον Απρίλιο του 1968, μια φορά αναγκάστηκε να πάει μόνη της. Στην έξοδο από την πόλη προς το χωριό υπήρχε ένα πολύ στενό πέρασμα ανάμεσα σε σπίτια. Περνώντας από αυτό το πέρασμα, η κοπέλα είδε μπροστά της τα φώτα ενός φορτηγού και κόλλησε με την πλάτη της στον τοίχο ενός σπιτιού για να μη την χτυπήσει. Την ώρα που το φορτηγό περνούσε δίπλα της, ξαφνικά κάποια χέρια την άρπαξαν από τους ώμους και την έσυραν μέσα στην καμπίνα. Αμέσως της έβαλαν ένα σάκο στο κεφάλι. Το φορτηγό έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Η κοπέλα άρχισε να προσεύχεται με όλη της τη δύναμη στον Άγιο Νικόλαο να την βοηθήσει. Μετά από λίγο, ένας άντρας είπε στον άλλο:
– Βγάλ’ της το σάκο! Τι την θέλουμε έτσι που είναι!
Η πόρτα της καμπίνας άνοιξε και μπροστά της στεκόταν ο ίδιος ο Άγιος Νικόλαος
Της έβγαλαν το σάκο και της έβαλαν φίμωτρο. Η κοπέλα είδε ότι κατευθύνονταν προς το δάσος, όχι όμως προς την κατεύθυνση του χωριού της. Άρχισε να ικετεύει τον άγιο ακόμα πιο έντονα. Προσευχόταν όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Ξαφνικά, το όχημα σταμάτησε τόσο απότομα που έπεσε από το κάθισμα. Η πόρτα της καμπίνας άνοιξε και μπροστά της στεκόταν ο ίδιος ο Άγιος Νικόλαος. Της έτεινε το χέρι, την έβγαλε από την καμπίνα, την ηρέμησε, της έδωσε να πιει νερό και μετά της έδειξε το δρόμο για το σπίτι της και της είπε να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω. Στη συνέχεια, ο άγιος έγινε αόρατος. Η κοπέλα έτρεξε στο μονοπάτι που της υπέδειξε ο άγιος, την ώρα που από πίσω της άκουγε απελπισμένες φωνές: «Φωτιά, καιγόμαστε!»
Το πρωί, όταν πήγε στη δουλειά, διηγήθηκε το νυχτερινό περιστατικό στην προϊσταμένη της, η οποία ήταν και αυτή πιστή. Εκείνη της είπε ότι είχαν φέρει στην πόλη δύο καμένους και παράλυτους άνδρες, τους οποίους, όπως έλεγαν, είχε χτυπήσει κεραυνός, και συμβούλεψε την κοπέλα να πάει να τους αναγνωρίσει, πράγμα που και έκανε.
Στη συνέχεια, η κοπέλα πήγε στον επιχώριο επίσκοπο (επίσκοπο Θεοδόσιο (Πογκόρσκι), 1909–1975) και του διηγήθηκε το θαύμα που της είχε συμβεί. Ο επίσκοπος της είπε να το διηγηθεί σε όσο περισσότερους μπορούσε, για να δοξαστεί ο άγιος και να εδραιωθεί η πίστη.
Προφανώς, η κοπέλα ήταν ταπεινή, γι' αυτό και ο άγιος Νικόλαος της εμφανίστηκε με αυτόν τον τρόπο. Η απαλλαγή θα μπορούσε να είναι λιγότερο φανερή.

Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία