Η γιαγιά θα έφευγε... Σταδιακά, αθόρυβα. Κι αυτό ήταν ήδη απολύτως αναπόφευκτο. Προβλέποντας την επικείμενη απώλειά της, ενστικτωδώς «προσκολλήθηκα» σε αυτήν όλο και περισσότερο με την ψυχή μου – επισκεπτόμουν τη μητέρα μου όλο και πιο συχνά, κουβεντιάζαμε επί μακρόν, όταν κοντοστάθηκα, ρωτώντας την για τα χρόνια που έζησε στο πατριαρχικό Σαράτοφ, πολύ αγαπητό στην καρδιά της, ενώ της έκανα ερωτήσεις και για τους μακρινούς συγγενείς μας. Με ενδιέφεραν κυριολεκτικά τα πάντα στη ζωή της.
Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που μου διηγήθηκε τότε, ήταν εκεί πολύ καιρό πριν – μακριά, πέρα από την ύπαρξη (σ.τ.μ. πέρα από την ύπαρξη είναι η ανυπαρξία, όπου δεν υπάρχει χρόνος και όρια λογικής). Αλλά στη μνήμη της γιαγιάς μου, παρέμειναν όπως πριν γι αυτήν οι Βόβκα, οι Σούρκα, οι Σάσκα, οι Κόλκα… Η μητέρα μου και εγώ δεν γνωρίζαμε καν πόσων χρονών ήταν ή πότε είχε τα γενέθλιά της, – δεν υπήρχαν καθόλου αρχεία.
Δεν είχε ποτέ διαβατήριο στη ζωή της. Το μόνο που ήξερε σίγουρα για τον εαυτό της, ήταν, ότι η μητέρα της τη γέννησε σε ένα χωράφι κάτω από μια στοίβα σίκαλης, ενώ μάζευε ψωμί. Γι αυτό, όταν στη μητέρα μου εκδόθηκε η σύνταξή της, η εκδότρια διαβατηρίων έγραψε στη στήλη «μήνας γέννησης» – Ιούλιος, δεδομένου ότι η σίκαλη συγκομίζεται τον Ιούλιο. Και ως έτος γέννησης, γράφτηκε το 1898. Το υπολογίσαμε περίπου με βάση το σύνολο πολλών από τις αναμνήσεις της. Όσο για την ημέρα γέννησής της, κανείς δεν την ήξερε καθόλου, γι αυτό η ημερομηνία στο διαβατήριό της ήταν απλά «από το ταβάνι».
Η συνηθισμένη «σοβιετική» εκκλησιαστική έκδοση, - μια φωτογραφική ασπρόμαυρη εικονίτσα, ζωγραφισμένη με τέχνη από κάποιον, με κόκκινο μαρκαδόρο
Η γιαγιά Σίμα (σ.τ.μ. χαϊδευτικό του ονόματος Σεραφείμα) – έτσι την αποκαλούσαμε στην οικογένεια, σπάνια σηκωνόταν, ως επί το πλείστον, ξάπλωνε. Η μητέρα, της έδωσε ένα άνετο, καθαρό και απόμερο δωμάτιο, όπου ένιωθε καλά εκεί – με πολύ φως, πρασινάδα και οικείες οικογενειακές εικόνες στον απέναντι τοίχο: στο αναλόγιο η εικόνα «Όλων των θλιμμένων η χαρά», που της δώρισαν οι γονείς της στο γάμο και η εικόνα του Αγίου Νικολάου του Θεράποντος. Καθώς και η συνηθισμένη «σοβιετική» εκκλησιαστική έκδοση, μια φωτογραφική ασπρόμαυρη εικονίτσα, ζωγραφισμένη με τέχνη από κάποιον με κόκκινο μαρκαδόρο. Αλλά φαινόταν καλή.
Η γιαγιά τις κοίταζε συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα, κουνώντας σιωπηλά τα χείλη της και ήσυχα έκανε το σταυρό της.
Έτσι ήταν…
Και αυτό μου είπε κάποτε.
***
Ήταν περίπου το διάστημα 1912-1913. Η γιαγιά μου (Γκορμπουνόβα Ευφημία Μαρκέλοβνα) ήταν περίπου 14-15 ετών εκείνη την εποχή. Ζούσαν στο χωριό Ζερνόβκα, στην περιοχή Ατκάρσκυ της επαρχίας του Σαράτοφ και ήταν το πρωτότοκο παιδί μιας οικογένειας έξι παιδιών. Η οικογένειά της και οι γείτονές της την αποκαλούσαν απλώς, Φίμκα.
Ήταν χειμώνας. Ωστόσο, εκείνη η ημέρα ήταν ήσυχη, χωρίς πολύ κρύο κι έτσι, οι γονείς της, με ήρεμη ψυχή την άφησαν να πάει μόνη της για να επισκεφτεί τους συγγενείς. Μέχρι το βράδυ.
Αυτοί οι συγγενείς ζούσαν σε μικρή απόσταση από αυτούς, ίσως μερικά βέρστια (σ.τ.μ. παλιά σλαβική μονάδα μήκους ίση με 1066,8 μέτρα) χιονισμένης χέρσας γης, ενώ ένας μικρός ποταμός κυλούσε ανάμεσα στα χωριά τους. Το χειμώνα, όλοι οι κάτοικοι έτρεχαν πάνω στον πάγο, χωρίς φόβο.
Αφού έφυγε το πρωί, η γιαγιά μου πήγε στους συγγενείς της χωρίς περιπέτειες, είδε τις φίλες της και γύρισε σπίτι αργά το απόγευμα. Αποχαιρέτισε τους συγγενείς της και έφυγε.
***
Ωστόσο, όταν βγήκε στο χωράφι και κινήθηκε κατά μήκος του μονοπατιού ανάμεσα στις χιονοστιβάδες, είδε ότι ο καιρός άρχισε να επιδεινώνεται γρήγορα. Ενώ, οι ήδη σύντομες χειμερινές ώρες της ημέρας «συρρικνώνονταν» μπροστά στα μάτια.
Ο καιρός γρήγορα άρχισε να χαλάει. Σηκώθηκε αγέρας, έκανε παγωνιά και το στενό μονοπάτι έγινε μια χιονοστιβάδα
Η χιονοθύελλα την έπιασε ακριβώς στη μέση του ταξιδιού – κατά τον ίδιο τρόπο δεν ήξερε, ούτε πώς να επιστρέψει στους συγγενείς της, ούτε πώς να φτάσει στο σπίτι των γονιών της. Πάνω στο κρύο, την κόπωση και την άσχημη αίσθηση των μουσκεμένων ποδιών, σκαρφάλωσε και ο σημαντικότερος κίνδυνος, ο πανικός! Η Ευφημία, στην πραγματικότητα, δεν ήξερε πλέον καθόλου προς τα πού και πού να πάει! Δεν υπήρχαν αστέρια στο στερέωμα – ο νυχτερινός ουρανός ήταν καλυμμένος με πυκνά σύννεφα, τα σκυλιά γάβγιζαν, μα ούτε άκουγε τίποτε, ούτε ένιωθε τη σόμπα να μυρίζει από κάποια ανθρώπινη κατοικία.
Με λίγα λόγια, η δύναμη του πνεύματός της, άρχισε να την εγκαταλείπει αδυσώπητα…
***
Η γιαγιά δεν θυμόταν πόσο καιρό περπατούσε έτσι, τυχαία, στο θεοσκόταδο, τη χιονοθύελλα και το κρύο, όταν ξαφνικά, έχοντας σκοντάψει, πρώτα γλίστρησε γρήγορα και μετά έπεσε σε κάποιο βαθύ λάκκο χιονιού!
Όταν έφτασε στον πάτο του λάκκου, πάγωσε:
– Τα χέρια και τα πόδια ήταν αβλαβή. Φαινόταν να είναι ζωντανή! Σκέφτηκε με ανακούφιση. – Θεέ Μου! Πόσο ωραία και γαλήνια είναι πάνω σε αυτό το μαλακό χιονισμένο «πούπουλο»!!
Για τη νεαρή Ευφημία ήταν καλά εκεί. Το εξαιρετικά κουρασμένο σώμα της απαιτούσε άμεση ανάπαυση και σκέφτηκε, ότι αυτός ήταν πιθανώς ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι παγώνουν στο χιόνι, μέσα σ’ έναν ευτυχισμένο γλυκό ύπνο.
Με μια λέξη, παραδόθηκε εντελώς!..
***
Ωστόσο, καθώς έπεφτε στο λάκκο, κατάφερε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά. Και με έκπληξη συνειδητοποίησα, ότι δεν ήταν ένα λάκκος, αλλά ένας απότομος παράκτιος γκρεμός ανάμεσα στις χιονοστοιβάδες. Αυτό σήμαινε, ότι θα πρέπει να υπήρχε ένα λείο επίπεδο μπροστά της, χωρίς χιονοστιβάδες!
Αλλά ξαφνικά, μπροστά, στον πυκνό ανεμοστρόβιλο της χιονοθύελλας, ήταν σαν να της εμφανίστηκε ένα ακατανόητο φως. Το κορίτσι κοίταξε προσεκτικά και έμεινε έκθαμβο, αντικρύζοντας τη φιγούρα ενός παππού που δεν γνώριζε! Εν τούτοις, δεν στεκόταν στον πάγο, αλλά στον αέρα, περίπου ένα μέτρο πάνω από το χιόνι, και ήταν ντυμένος με κάποια παράξενα μακριά ρούχα.
Στεκόταν στον αέρα, περίπου ένα μέτρο πάνω από το χιόνι, και ήταν ντυμένος με κάποια παράξενα μακριά ρούχα
Το πρόσωπο του γέροντα και τα άμφιά του ανέδυαν ένα έντονο εσωτερικό φως! Και τα μάτια, τα μάτια! Τέτοια ευγενικά και στοργικά μάτια η γιαγιά μου η Σίμα δεν είχε συναντήσει ποτέ αργότερα σε όλη τη μακρόχρονη ζωή της.
– Κοριτσάκι, κοριτσάκι! Μην κοιμάσαι! Σήκω! Έλα, έλα σε μένα! Ήταν σαν να άκουγε την απαλή φωνή ενός γέροντα.
Ο μυστηριώδης γέροντας την κοίταξε από τον αέρα με αγάπη και στοργή και της έγνεψε με τα δυο του χέρια.
Η Ευφημία, μαζεύοντας τις τελευταίες αντοχές της, άρχισε να μετακινείται αργά από το χιονισμένο «κρεβάτι» της. Αρχικά μπουσουλώντας στα τέσσερα, ενώ μετά ανασηκώθηκε, έκανε τα πρώτα βήματά της προς τον ξένο και μετά ξαφνικά ... ένα κοπάδι σκύλων άρχισε να γαβγίζει δυνατά από το πουθενά!
– Για Δες! Για δες! Ναι, αυτή είναι η Φίμκα, η κόρη του Μάρκελιτς! – άκουσε τη χαρωπή και δυνατή φωνή κάποιου.
Ήταν μια ομάδα αγροτών και γειτόνων τους, που επέστρεφαν στο σπίτι από το ψάρεμα σε μια απομακρυσμένη λιμνούλα.
– Τι κάνεις εδώ, Φίμα;! – τη ρώτησαν οι άνδρες.
– Ναι, αυτός ο παππούς με κάλεσε εδώ, – απάντησε η γιαγιούλα μου με αμηχανία και τους έδειξε τη φιγούρα του γέροντα.
Αλλά όταν γύρισε προς το μέρος του, δεν είδε τίποτα και κανέναν. Το φως είχε, επίσης, χαθεί.
***
Όταν επέστρεψε στο σπίτι και έπεσε στην αγκαλιά των πανικοβλημένων γονιών της, τους είπε με ανυπομονησία για τον υπέροχο γέροντα, στον οποίο χρωστούσε τη σωτηρία της, για την ανεξήγητη στάση του στον αέρα και πώς εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Οι δικοί της την άκουγαν, εξεπλάγησαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Αλλά να που έφτασε η Κυριακή και όλη η οικογένειά τους, όπως ήταν συνηθισμένο, προσήλθε στη λειτουργία στην εκκλησία του χωριού τους. Ήρθαν εκ των προτέρων, ώστε πριν από την πρώτη εκφώνηση του ιερέα να έχουν χρόνο να προσευχηθούν χωρίς βιασύνη μπροστά στις εικόνες και να τοποθετήσουν τα κεριά.
Οι γονείς άκουσαν τη χαρούμενη φωνή της Ευφημίας: – Ναι, να τος! Να τος! «Ο παππούς μου»! Εκείνος ο ίδιος!!
Και ξαφνικά οι γονείς άκουσαν τη χαρούμενη φωνή της Ευφημίας:
– Ναι, να τος! Να τος! «Ο παππούς μου»! Εκείνος ο ίδιος!!
Από μια τεράστιων διαστάσεων εικόνα του Ναού, ο ίδιος ο Θαυματουργός Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, θωρούσε όλη την οικογένειά τους με αγάπη και ταυτόχρονα αυστηρότητα, ενδεδυμένος στα επίσημα αρχιερατικά του άμφια.…
***
Σταδιακά προσερχόμενη στην πίστη και φτιάχνοντας ένα σπιτικό εικονοστάσι για τον εαυτό μου, αγάπησα ιδιαίτερα αυτή τη «σοβιετική» εικονίτσα-φωτογραφία. Πράγματι και μετά απ’ όλα αυτά, γνώριζα, ήδη, γι αυτή την υπέροχη ιστορία της σωτηρίας της γιαγιάς μου. Βρήκα μια εικόνα στα πράγματα της και με χαρά στην καρδιά μου, την τοποθέτησα ανάμεσα στις άλλες.
Όπως λένε, «η σχέση των εποχών και των γενεών». Στην αυθεντική τους μορφή…