«Κάθε αμετανόητη αμαρτία, είναι αμαρτία μέχρι το θάνατο».
Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
«Θυμήσου, ότι η εξομολογούμενη αμαρτία μικραίνει,
αλλά η ανομολόγητη αμαρτία μεγαλώνει».
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Συχνά συμβαίνει, ότι ένας Χριστιανός, έχοντας διαπράξει κάποια σοβαρή αμαρτία, ντρέπεται να την ομολογήσει, γι' αυτό κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της Μετάνοιας σιωπά, επιβαρύνοντάς την. Συνήθως, σιωπώντας για την αμαρτία του στην Εξομολόγηση, ελπίζει να την διορθώσει ενώπιον του Θεού με κατά μόνας μετάνοια, ελεημοσύνη και άλλες πράξεις καλοσύνης. Αλλά, δυστυχώς, μια τέτοια ελπίδα για τη δική του δύναμη είναι ατελέσφορη. Η βαρύτητα της θανάσιμης αμαρτίας είναι τόσο μεγάλη, που η αδύναμη μετάνοια μας και οι αδύναμες προσευχές μας, δεν θεραπεύουν την παραπαίουσα ψυχή από αυτήν. Μόνο η Χάρις του Θεού, που δίδεται με το μυστήριο της Μετάνοιας, είναι τόσο ισχυρή, που μπορεί να καθαρίσει την ψυχή από τη θανάσιμη αμαρτία και να την ελευθερώσει από τους βαρείς δεσμούς της. Και αν στερήσουμε τον εαυτό μας από τη βοήθεια του μυστηρίου του Θεού, μένουμε με μια ψυχή κατεστραμμένη, ανάπηρη, σκοτεινιασμένη από την αμαρτία. Και αυτό το αμαρτωλό σκοτάδι καταστρέφει τόσο την ψυχή, όσο και το σώμα όλο και περισσότερο, αλλάζει ολόκληρη τη ζωή και στερεί την ελπίδα της σωτηρίας.
«Μόνο στο μυστήριο της μετάνοιας συγχωρούνται εκείνες οι αμαρτίες, τις οποίες ο χριστιανός έχει κατά νου, έχει μετανοήσει γι αυτές και έχει αποκαλύψει στην εξομολόγηση. Οι ξεχασμένες και ανομολόγητες αμαρτίες συνεχίζουν να επιβαρύνουν την ανθρώπινη ψυχή, καταστρέφοντάς την, ενώ καθίστανται πηγή ψυχικών και σωματικών παθήσεων», γράφει ο πρωθιερέας Αλεξάντρ Τόρικ.
Μαρτυρίες τέτοιων παρόμοιων δεινών, κρούουν σε μας τον κώδωνα του κινδύνου από τα βάθη των αιώνων ίσαμε σήμερα, καλώντας σε ειλικρινή μετάνοια, τη στιγμή που υπάρχει ακόμη χρόνος. Προτείνω, στην προσοχή των αναγνωστών, αρκετές τέτοιες ιστορίες, προτρέποντάς τους να μην αποφεύγουν τη μετάνοια εξαιτίας μιας επίπλαστης ντροπής και να φοβούνται «περισσότερο, όποιον μπορεί να καταστρέψει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα στην κόλαση» (Κατά Ματθαίου, Κεφ. 10:28).
Ο Άγγελος του θρόνου
Ο πρεσβύτερος Πιάμμων έλαβε τη χάρη της Αποκάλυψης. Μια μέρα, ενώ πρόσφερε μια αναίμακτη θυσία στον Κύριο, είδε έναν άγγελο του Κυρίου κοντά στο θρόνο. Ο άγγελος είχε ένα βιβλίο στα χέρια του, στο οποίο έγραφε τα ονόματα των μοναχών που εισέρχονταν στην Αγία Τράπεζα. Ο γέροντας παρατήρησε προσεκτικά τα ονόματα των μοναχών που παρέλειψε να γράψει ο άγγελος. Μετά το τέλος της λειτουργίας, κάλεσε κοντά του καθένα από αυτούς, τους οποίους δεν έγραψε ο άγγελος και τους ρώτησε αν είχαν κατά νου διαπράξει κρυφά κάποια αμαρτία. Και μέσω αυτής της Ομολογίας, αποκάλυψε ότι καθένας από αυτούς ήταν ένοχος μιας θανάσιμης αμαρτίας. Τότε, τους έπεισε να μετανοήσουν και μαζί με αυτούς κι ο ίδιος και γονατίζοντας ενώπιον του Κυρίου, προσευχόταν μέρα και νύχτα με δάκρυα, σαν να είχε κι αυτός εμπλακεί στις αμαρτίες τους. Παρέμεινε δε σε μετάνοια και δάκρυα, μέχρι που είδε ξανά έναν άγγελο να στέκεται μπροστά στο θρόνο και να γράφει τα ονόματα εκείνων που πλησίαζαν στα Ιερά Μυστήρια. Έχοντας γράψει τα ονόματα όλων, ο άγγελος άρχισε να τους καλεί όλους, ακόμη και με το μικρό όνομά τους, προσκαλώντας τους να έρθουν στο θρόνο για συμφιλίωση με τον Θεό, και όταν το είδε αυτό ο γέροντας, τότε συνειδητοποίησε, ότι η μετάνοιά τους έγινε αποδεκτή και με χαρά επέτρεψε σε όλους την είσοδο στο θρόνο[1].
Η ιστορία του πολεμιστή Ταξιώτη
(Ημέρα Μνήμης η 28η Μαρτίου)
Στην Καρχηδόνα ζούσε ένας άνδρας ονόματι Ταξιώτης, στρατιώτης, που πέρασε τη ζωή του σε μεγάλες αμαρτίες. Μια μέρα, η πόλη της Καρχηδόνας υπέστη μια μεταδοτική ασθένεια, από την οποία πέθαναν πολλοί άνθρωποι. Ο Ταξιώτης φοβήθηκε, στράφηκε προς τον Θεό και μετανόησε για τις αμαρτίες του. Φεύγοντας από την πόλη, αυτός και η σύζυγός του αποσύρθηκαν σε ένα χωριό, όπου διέμειναν, περνώντας το χρόνο του με τη σκέψη στο Θεό.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, με τη δράση του διαβόλου, υπέπεσε στο αμάρτημα της μοιχείας με τη σύζυγο ενός αγρότη, που διέμενε στη γειτονιά του. Όμως, λίγες μέρες μετά τη διάπραξη αυτής της αμαρτίας, τσιμπήθηκε από ένα φίδι και πέθανε.Υπήρχε ένα μοναστήρι σε απόσταση ενός σταδίου, από το μέρος που διέμεναν. Η σύζυγος του Ταξιώτη πήγε σε αυτό το μοναστήρι και παρακάλεσε τους μοναχούς να έρθουν να πάρουν το σώμα του νεκρού και να το θάψουν στην εκκλησία. Πράγματι, τον έθαψαν την τρίτη ώρα της ημέρας. Όταν έφτασε η ένατη ώρα, ακούστηκε μια δυνατή κραυγή από τον τάφο: «Ελεήστε, ελεήστε με!» Όταν οι μοναχοί ήρθαν στον τάφο και άκουσαν την κραυγή του θαμμένου, έσκαψαν αμέσως και βρήκαν τον Ταξιώτη ζωντανό. Φοβισμένοι τον ρώτησαν, θέλοντας να μάθουν τι του συνέβη και πώς επανήλθε στη ζωή. Αλλά εκείνος, δεν μπορούσε να τους πει τίποτα λόγω του δυνατού κλάματος και του λυγμού. Τους ζήτησε μόνο να τον πάνε στον Επίσκοπο Ταράσιο, όπως κι έγινε.
Με πολλά δάκρυα, διηγήθηκε τα εξής:
— Όταν πέθαινα, είδα μερικούς Αιθίοπες να στέκονται μπροστά μου. Η εμφάνισή τους ήταν πολύ τρομερή και η ψυχή μου μπερδεύτηκε. Τότε είδα δύο πολύ όμορφους νεαρούς άνδρες και η ψυχή μου έσπευσε προς αυτούς και αμέσως, σαν να πετούσαμε από τη γη, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στον ουρανό, συναντώντας στο δρόμο τo δεινοπάθημα που κρατάει την ψυχή κάθε ανθρώπου και ο καθένας βασανίζεται για μια ιδιαίτερη αμαρτία. Ένας για το ψέμα, άλλος για το φθόνο κι ένας τρίτος για την υπερηφάνεια του. Έτσι, κάθε αμαρτία στον αέρα έχει τις δοκιμασίες της. Και ιδού, είδα στην κιβωτό που κρατούσαν οι άγγελοι όλες τις καλές μου πράξεις, τις οποίες οι άγγελοι συνέκριναν με τις κακές μου πράξεις. Έτσι αντιπαρερχόμαστε αυτές τις δοκιμασίες. Όταν εμείς, πλησιάζοντας τις πύλες του ουρανού, φτάσαμε στη δοκιμασία της πορνείας, οι φύλακες με κράτησαν εκεί και άρχισαν να μου δείχνουν όλες τις πορνικές σαρκικές πράξεις μου που διαπράχθηκαν από εμένα από την παιδική μου ηλικία μέχρι το θάνατο και οι άγγελοι που με οδηγούσαν, μου είπαν: «Όλες οι σωματικές αμαρτίες που διέπραξες, ενώ βρισκόσουν στην πόλη, ο Θεός σου τις έχει συγχωρήσει από τότε που μετανόησες γι αυτές». Αλλά τα εχθρικά πνεύματα μου είπαν: «Αλλά, όταν έφυγες από την πόλη, πήγες στο χωράφι με τη γυναίκα του γεωργού σου». Όταν οι άγγελοι άκουσαν αυτό, δεν βρήκαν μια καλή πράξη που θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτή την αμαρτία και, αφήνοντας με, έφυγαν. Τότε τα κακά πνεύματα, με πήραν, άρχισαν να με χτυπούν και μετά με κατέβασαν κάτω. Η γη χωρίστηκε στα δύο και εγώ, οδηγούμενος από στενές εισόδους μέσα από στενά και βρωμερά πηγάδια, κατέβηκα στα βάθη των μπουντρουμιών της κόλασης, όπου οι ψυχές των αμαρτωλών φυλακίζονται στο αιώνιο σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ζωή για τους ανθρώπους, αλλά μόνο αιώνιο μαρτύριο, απαρηγόρητο κλάμα και ανείπωτο τρίξιμο των δοντιών. Υπάρχει πάντα μια απεγνωσμένη κραυγή: «Ουαί, ουαί κι αλίμονο σε εμάς! Αλίμονο, αλίμονο!» Και είναι αδύνατο να μεταφέρω όλα τα βάσανα εκεί, είναι αδύνατο να επαναλάβω όλα τα βάσανα και τις ασθένειες που έχω δει εκεί. Στενάζουν από τα βάθη της ψυχής τους, και κανείς δεν είναι ελεήμων γι' αυτούς. Κλαίνε, και δεν υπάρχει παρηγοριά, προσεύχονται και δεν υπάρχει κανείς που να τους ακούσει και να τους γλιτώσει. Φυλακίστηκα σε εκείνα τα σκοτεινά μέρη, τα γεμάτα τρομερή θλίψη, και έκλαψα και έκλαψα πικρά από την τρίτη ώρα έως την ένατη. Τότε είδα ένα μικρό φως και δύο αγγέλους που είχαν έρθει εκεί, κι άρχισα επιμελώς να τους ικετεύω να με βγάλουν από εκείνο το άθλιο μέρος για να μετανοήσω ενώπιον του Θεού.
Οι άγγελοι μου είπαν:
— Μάταια προσεύχεσαι: κανείς δεν φεύγει από εδώ μέχρι να έρθει η ώρα της καθολικής Ανάστασης.
Αλλά καθώς συνέχισα να τους παρακαλάω και να τους ικετεύω έντονα και υποσχόμενος, ότι θα μετανοήσω για τις αμαρτίες μου, ένας άγγελος είπε σε έναν άλλο:
— Εγγυάσαι γι' αυτόν ότι θα μετανοήσει με όλη του την καρδιά, όπως υποσχέθηκε;
Ο άλλος είπε:
— Στο εγγυώμαι!
Τότε του έδωσε το χέρι του. Τότε με μετέφεραν από εκεί στη γη και με απέθεσαν στον τάφο όπου βρισκόταν το σώμα μου, και μου είπαν:
— Μπες σε αυτό το μέρος, το οποίο αποχωρίστηκες.
Τότε είδα ότι η ψυχή μου έλαμπε σαν χάντρα, ενώ το νεκρό μου σώμα ήταν μαύρο σαν βρωμιά και έβγαζε μια δυσοσμία, και ως εκ τούτου δεν ήθελα να μπω σε αυτό. Οι άγγελοι μου είπαν:
— Είναι αδύνατο να μετανοήσεις χωρίς το σώμα με το οποίο διέπραξες τις αμαρτίες.
Αλλά τους παρακάλεσα να μην μπω στο σώμα.
—Μπες — είπαν οι άγγελοι,— αλλιώς θα σε πάμε πίσω από εκεί που σε πήραμε.
Τότε μπήκα, αναβίωσα και άρχισα να φωνάζω: «Ελεήστε με!»
Ο Άγιος Ταράσιος του είπε τότε:
— Δοκίμασε το φαγητό.
Δεν ήθελε να φάει, αλλά, περπατώντας από εκκλησία σε εκκλησία, έπεσε στα γόνατα και ομολόγησε τις αμαρτίες του με δάκρυα και βαθιούς αναστεναγμούς και είπε σε όλους:
— Αλίμονο στους αμαρτωλούς: τους περιμένει αιώνιο μαρτύριο. Αλίμονο σε όσους δεν μετανοούν εφόσον έχουν ακόμη καιρό. Αλίμονο σε όσους μολύνουν το σώμα τους!
Μετά την ανάστασή του, ο Ταξιώτης έζησε για 40 ημέρες και καθαρίστηκε με τη μετάνοια. Σε τρεις ημέρες προέβλεψε το θάνατό του και αναχώρησε στον Ελεήμονα και Φιλάνθρωπο Θεό, ο οποίος κατεβάζει στην κόλαση και δίνει σωτηρία σε όλους. Του Οποίου αιωνία εστί η δόξα. Αμήν.