Το καλό πρέπει να το μοιραζόμαστε. Και κάτι το ωραίο και το αξιομνημόνευτο πρέπει να το χαρίζουμε σε όλους. Το ωραίο μπορεί να είναι μια απλή ανάμνηση. Και το αξιομνημόνευτο μπορεί να είναι μια διδακτική ιστορία. Θα διηγηθούμε τρεις ιστορίες βοήθειας της Μητέρας του Θεού προς τους ανθρώπους.
Ας μας υπενθυμίζουν αυτές οι ιστορίες ότι η Μητέρα του Θεού είναι πραγματικά κοντά μας. Η Παναγία βοηθάει ακόμη και όταν δεν το περιμένουμε. Θα περιγράψουμε αυτές τις ιστορίες απλά και απέριττα. Ίσως κάποιοι να βρουν παρηγοριά σε αυτές.
Ιστορία πρώτη
Στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου εργάζεται ο Αλέξιος. Στην οικογένειά του διατηρείται μια ιστορία που είχε συμβεί με τον προπαππού του Συμεών στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Μητέρα του Θεού έσωσε τον άνθρωπο χάρη στην καρδιακή του επιθυμία να σώσει την εικόνα Της
Σε μια από τις σκληρές μάχες, οι στρατιώτες μας πήραν εντολή για επίθεση. Από την πλευρά του εχθρού άρχισαν ισχυροί κανονιοβολισμοί και, όπως αποδείχθηκε αργότερα, από αυτή τη μάχη λίγοι επέζησαν. Ο Συμεών είχε τρέξει προς τα εμπρός με όλους τους άλλους. Γύρω τους έσκαγαν οβίδες, σφύριζαν σφαίρες. Κάποια στιγμή στο έδαφος, στη λάσπη, είδε κάτι να γυαλίζει. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια εικόνα της Παναγίας. Οι άλλοι στρατιώτες δεν της έδιναν σημασία. Κάποιοι μάλιστα στις μετακινήσεις τους πατούσαν την ιερή εικόνα. Ο Συμεών αποφάσισε να σηκώσει την εικόνα της Παναγίας. Έσκυψε προς την εικόνα για να την πάρει στα χέρια του και εκείνη τη στιγμή κοντά του έγινε μια έκρηξη. Ο Συμεών τραυματίστηκε από θραύσμα στο κεφάλι και έχασε τις αισθήσεις του.
Συνήλθε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Οι γιατροί πίστευαν ότι δεν θα επιβίωνε. Ο Συμεών κείτονταν σε έναν θάλαμο και περίμενε την ώρα του. Ξαφνικά, είδε την πόρτα να ανοίγει, φως να λάμπει και μια Γυναίκα με λευκή ενδυμασία να μπαίνει μέσα και να του λέει: «Μην ανησυχείς, Συμεών. Αφού εσύ έσωσες Εμένα, θα σώσω κι Εγώ εσένα». Εκεί το όραμα τελείωσε και ο Συμεών μετά από αυτό άρχισε να αναρρώνει. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες των γιατρών, επέζησε. Μετά την ανάρρωση συνέχισε να παίρνει μέρος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα διηγούταν στους πιο κοντινούς του ανθρώπους για αυτό που του είχε συμβεί.
Έτσι, η Μητέρα του Θεού έσωσε τον άνθρωπο χάρη στην καρδιακή του επιθυμία να σώσει την εικόνα Της. Δυστυχώς, δεν είχε καταφέρει να σηκώσει τελικά την εικόνα, γιατί εκείνη τη στιγμή έχασε τις αισθήσεις του. Όμως, η επιθυμία της καρδιάς του να την σώσει είχε ήδη βρει άνωθεν ανταπόκριση.
Μετά τον πόλεμο, ο Συμεών διακρινόταν για αρκετά αυστηρή ζωή με την ηθική έννοια και προσπαθούσε πάντα να ενεργεί σύμφωνα με τη συνείδησή του. Και παρόλο που δεν έγινε βαθιά εκκλησιαζόμενος, ήταν ευλαβικός ως προς την πίστη στον Θεό και ποτέ δεν χλεύαζε τα ιερά.
Ιστορία δεύτερη
Ένας Ουκρανός σκηνοθέτης, σύγχρονός μας, ας τον ονομάσουμε Αλεξέι, στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου έκανε τη θητεία του στο στρατό. Μια χειμωνιάτικη μέρα, ήταν σε νυχτερινή φρουρά. Εκείνο τον καιρό ήταν τόσο εξαντλημένος και καταβεβλημένος που μόλις είδε ένα θάλαμο, μπήκε μέσα και ακούμπησε το κεφάλι του ανάμεσα σε κάποιες ράβδους. Αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Είδε στο όνειρό του ότι το κεφάλι του το κρατάει η Μητέρα του Θεού. Μετά από λίγο ξύπνησε και όταν βγήκε έξω, τον συνάντησε ένας άλλος στρατιώτης, ο οποίος του είπε ότι είχε μπει σε υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως αποδείχθηκε, ο Αλεξέι θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, αν είχε αγγίξει με το κεφάλι του αυτές τις μεταλλικές ράβδους. Η Παναγία τον έσωσε κρατώντας το κεφάλι του.
Το γεγονός αυτό σημάδεψε αισθητά την ψυχή του. Μετά το στρατό, ο Αλεξέι βρήκε έναν ιερέα, του διηγήθηκε το περιστατικό και ρώτησε αν μπορεί να βαπτιστεί. Ο ιερέας του απάντησε ότι θα μπορούσε να βαπτιστεί, αν ήταν έτοιμος όχι μόνο να γίνει τυπικά χριστιανός, αλλά να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, να τηρεί τις νηστείες, να εκκλησιάζεται. Με άλλα λόγια να είναι τέκνο της Εκκλησίας. Αλλά, εάν δεν είχε τέτοια επιθυμία, ποιος ο λόγος να βαπτιστεί; Δηλαδή, συνόψισε ο ιερέας, είναι πολύ κακό να βαφτίζεται κανείς χωρίς να γίνεται πραγματικός χριστιανός. Ο Αλεξέι σκέφτηκε, προβληματίστηκε και, φοβούμενος μια τέτοια ευθύνη, αρνήθηκε να βαπτιστεί. Τόσο απροσδόκητα αντέδρασε στο θαύμα που του είχε δοθεί άνωθεν.
Η άνωθεν βοήθεια είναι ένα κάλεσμα για τη ζωή με τον Θεό, αλλά το αν θα ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο ή όχι εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη θέλησή μας
Δηλαδή, η θαυματουργή βοήθεια, το θαύμα από τον Θεό, αν και επηρεάζει τον άνθρωπο, δεν τον αλλάζει μηχανικά και δεν καταστέλλει την ελεύθερη βούλησή του. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέγει τον δικό του δρόμο. Ωστόσο, παρόλη την πνευματική μας νωθρότητα και ανευθυνότητα, ο Κύριος, η Παναγία και οι άγιοι δεν παύουν ακόμη και τότε να μας ευεργετούν. Η άνωθεν βοήθεια είναι ένα κάλεσμα για έναν νέο δρόμο, για τη ζωή με τον Θεό, αλλά το αν θα ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο ή όχι εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη θέλησή μας.
Ωστόσο, υπάρχει μια ασάφεια σε αυτή την ιστορία. Ο Αλεξέι είχε αρκετό χρόνο, μετά τη συνάντησή του με τον ιερέα, να το ξανασκεφτεί. Ίσως, κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή του να έκανε ή να κάνει τη σωστή επιλογή.
Ιστορία τρίτη
Πριν από λίγο καιρό μια μητέρα και οι δύο κόρες της από τη Λευκορωσία μετακόμισαν στο Σέργιεβ Ποσάντ. Ήθελαν να ζήσουν στα περίχωρα της Λαύρας, για να είναι πιο κοντά στον Άγιο Σέργιο. Αγόρασαν διαμέρισμα.
Η μεγαλύτερη κόρη, η Λιουντμίλα, βρήκε δουλειά στο κυλικείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας. Εκεί γνώρισε έναν ιεροσπουδαστή. Αγάπησαν ο ένας τον άλλον. Τόσο η μητέρα της και η μικρότερη αδελφή της, όσο και η ίδια ήταν πολύ ευτυχισμένες με τον τρόπο που εξελισσόταν η ζωή τους. Αλλά ένα βράδυ η Λουντμίλα περπατούσε έξω από τη Λαύρα σε ένα χαμήλωμα, κοντά σε μια χαράδρα. Ξαφνικά, πίσω από τους θάμνους εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με μαχαίρι. Η κοπέλα παρέλυσε από το φόβο και άπλωσε αμέσως το χέρι της με την τσάντα στον εγκληματία. Αλλά ο ληστής της είπε: «Δεν χρειάζομαι τα χρήματά σου. Σε πόνταρα στα χαρτιά, έχασα και πρέπει να σε σκοτώσω».
Στον υπόκοσμο συμβαίνουν διάφορα. Αυτός ο ληστής, που είχε χάσει τα πάντα στα χαρτιά, πόνταρε πάνω σε μια ζωή. Δεν τον ένοιαζε πραγματικά ποιος θα εμφανιζόταν στο δρόμο του, σε ένα έρημο και σκοτεινό μέρος. Το χρέος του χαρτοπαίκτη για έναν ληστή είναι χρέος τιμής. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να στήσει ενέδρα σε θύμα. Ένα τέτοιο θύμα ήταν η καημένη κοπέλα. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, σκοτάδι. Δίπλα υπήρχε μια χαράδρα, στην οποία ο εγκληματίας μπορούσε να πετάξει το άπνοο σώμα της.
Η καημένη κοπέλα με δάκρυα στα μάτια είπε ψιθυριστά: «Μαμά, αντίο» και προσευχήθηκε όπως μπορούσε. Και η μητέρα της, πρέπει να ειπωθεί, ήταν μακριά. Βρισκόταν σε μια μακρινή πόλη. Εκείνη την ώρα είχε ήδη ξαπλώσει. Και ξαφνικά, την ίδια ακριβώς στιγμή, είδε στο όνειρό της ότι η κόρη της ήταν ξαπλωμένη σε φέρετρο. Μια αφόρητη ανησυχία και πόνος στην καρδιά την ξύπνησε. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και άρχισε να προσεύχεται δακρυσμένη: «Παναγία μου, βοήθησε, σώσε την κόρη μου»! Δεν ξέρουμε πόση ώρα προσευχόταν η μητέρα, αλλά ο εγκληματίας έχασε ξαφνικά τη φοβερή του εμφάνιση και την αποφασιστικότητα. Στάθηκε σύξυλος και το μόνο που είπε σιγανά ήταν: «Πήγαινε». Έτσι, η Λουντμίλα σώθηκε και γύρισε σπίτι της ζωντανή και υγιής.
Έτσι, η Λουντμίλα σώθηκε και γύρισε σπίτι της ζωντανή και υγιής. Οι προσευχές της μητέρας σταμάτησαν το χέρι του κακοποιού
Μετά από αυτό το συμβάν, ο φίλος της ιεροσπουδαστής την ξεπροβόδιζε κάθε βράδυ. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν. Αλλά η Λουντμίλα είχε φοβηθεί με αυτό που είχε συμβεί τόσο πολύ που πούλησαν το αγορασμένο διαμέρισμά τους και επέστρεψαν στη Λευκορωσία.
Βεβαίως, αυτή η ιστορία μιλάει, εκτός των άλλων, τόσο για τη δύναμη της προσευχής της μητέρας όσο και για τη ευαίσθητη καρδιά της μητέρας. Οι προσευχές της μητέρας σταμάτησαν το χέρι του κακοποιού.
Η μητέρα, της οποίας το κοσμικό όνομα ήταν Τατιάνα, με τον καιρό αρρώστησε σοβαρά και εκάρη μοναχή. Όταν ήταν πλέον στα πρόθυρα του θανάτου, την ευλόγησαν να καρεί μεγαλόσχημη. Αλλά μόλις τελέστηκε η κουρά της, ο θάνατος υποχώρησε, και έτσι η μητέρα έζησε για πολλά, πολλά χρόνια.
Να προσθέσω ότι αυτή η τρομερή περιπέτεια έληξε με τις μεγαλύτερες ευλογίες του Θεού. Η Λουντμίλα είναι πρεσβυτέρα και τα δικά τους παιδιά έγιναν: γιοι – πρεσβύτεροι, κόρες – πρεσβυτέρες. Η μικρότερη αδελφή της Λουντμίλας είναι επίσης πρεσβυτέρα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κύριος προνόησε για τη ζωή αυτής της οικογένειας.
***
Αυτές τις τρείς ιστορίες ήθελα να διηγηθώ για να μην λησμονηθούν. Βεβαίως, στη ζωή μας υπάρχουν πολλές δοκιμασίες. Αλλά η Μητέρα του Θεού είναι δίπλα μας και ακούει την καρδιακή προσευχή μας. Μας προστατεύει ακόμη και τότε που δε υποπτευόμαστε τον κίνδυνο.
Η Μάνα αγαπάει τα παιδιά πιο πολύ παρά τα παιδιά τη Μάνα.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε εμάς, τους αμαρτωλούς και αδύναμους!